ΖΥΓΟΣ
ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑΣ (εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ),
της Μαρίας Πατακιά
Κλέβω
στο ζύγι/Στα κρυφά, με ζαβολιά/προσθέτω
λέξεις/
μη βαρύνει η σιωπή/στον ζυγό
ψυχοστασίας.
Με
αυτό το ποίημα ξεκινά η ποιητική συλλογή
της Μαρίας Πατακιά, με τίτλο Ζυγός
Ψυχοστασίας.
Έχω την αίσθηση, ότι το συγκεκριμένο
ποίημα, ένα ποίημα τάνκα, δίνει τον τόνο
της ποιητικής συλλογής · το ύφος
παιγνιώδες, η διάθεση φιλοσοφική. Ο
αναγνώστης νιώθει από την πρώτη αρχή
πως οι λέξεις και η σιωπή παίζουν διαρκώς
το δικό τους ρόλο σε αυτά που επιθυμεί
να εκφράσει και να επικοινωνήσει η
ποιήτρια- τα ποιήματα σε κοιτούν και
σου κλείνουν το μάτι, με τόνο παιγνιώδη
και με διάθεση στοχαστική.
Στη
μια μεριά του ζυγού μπαίνουν οι λέξεις
και στην άλλη η σιωπή· μετρούνται μα
και αναμετρούνται. Προς τα πού θα βαρύνει
ο ζυγός;
Η
προτίμηση της ποιήτριας για τις λέξεις
είναι εμφανής· η αγωνία της να αποφευχθεί
η κυριαρχία της σιωπής στο Ζυγό Ψυχοστασίας
εμφανέστερη και διαρκής.
Αρχικά
η ποιήτρια σχεδόν απωθεί τη σιωπή:«
προσθέτω λέξεις μη βαρύνει η σιωπή»,
ενώ παρακάτω, στο ποίημα με τίτλο Σφαγή
η σιωπή γίνεται δυναμικό εργαλείο: «Λέω
να ακονίσω τη σιωπή για να σφαχτούν οι
λέξεις/να ανακτήσει η νύχτα/ τη λευκότητά
της/να λάμψει η διάρκεια/-δια της απουσίας
της-/να ξεδιπλωθεί-/σε όλο
το μήκος
του-/ο χρόνος».
Η σιωπή γίνεται παιγνιώδης στο ποίημα
με τίτλο Οι
αταξίες της σιωπής:«
Πες μου για τις αταξίες σου,/σιωπή./ Για
τότε που έπαιζες παιχνιδιάρικα με τις
λέξεις…/». Τολμώ να πω ότι η Μαρία
Πατακιά, πιστή στο ύφος των ποιημάτων
της, καλοπιάνει, πλευρίζει τη σιωπή για
να της αποκαλύψει τον τρόπο που αυτή
παίζει με τις λέξεις. Και η σιωπή
ανταποκρίνεται με το ποίημα Ανάδυση
και
ομολογεί ότι: «Απελευθερώνοντας
–επιτέλους- την κρατημένη αναπνοή/αναδύθηκαν
οι λέξεις / από την σιωπή». Από την σιωπή
εκβλαστάνουν οι λέξεις, από την σιωπή
απελευθερώνονται». Σταδιακά, εμφανίζονται
και άλλες ιδιότητες της σιωπής: απορροφά
κραδασμούς στο ποιημα με τίτλο Κραδασμοί:
Σαν
η σιωπή τους κραδασμούς απορροφήσει/Και
η στιγμή μες στο κενό λιποθυμήσει/),η
σιωπή πνίγει την επικοινωνία στο ποίημα
με τίτλο Κινούμενα
σχέδια,
προσφέρεται ως δώρο από τον Λεξιπώλη
στο ποίημα :Το
κάλεσμα του Λεξιπώλη
που, αφού κεράσει λέξεις, προσφέρει δώρο
«τον
εκλεκτότερο μεζέ μας: Τη σιωπή»…)
. Στην αναμέτρηση των λέξεων με τη σιωπή
τρυπώνει ένας αυτόκλητος επισκέπτης-
τρυπώνει ανάμεσα τους με διάθεση
αντιπαλότητας προς την ποιήτρια, και
παίζει το δικό του, σχεδόν νομοτελειακό,
παιχνίδι με τάση να ευνοεί την επικράτηση
της σιωπής ενώ η ποιήτρια μάχεται για
την επικράτηση των λέξεων. Καθώς
προχωρεί η ανάγνωση των ποιημάτων
νιώθουμε πως αυτό το αρχικό δίδυμο
αντιθέτων- λέξεις με σιωπή- ξεφεύγει
από την αρχική αίσθηση και περιγραφή
και πορευόμαστε προς μια σχέση μεταξύ
τους αλληλοεπίδρασης περισσότερο παρά
αντιθετικής. Νιώθει κανείς ότι παρακολουθεί
ένα διαρκές παιγνίδι ανάμεσα στις
Λέξεις, τη Σιωπή, τον Χρόνο · στη διάρκεια
αυτού του παιγνιδιού είναι η ποιήτρια
που κινεί τα νήματα προς τη μεριά των
λέξεων. Θα έλεγα, ίσως, ότι ταυτίζεται
με τις λέξεις, που είναι ουσιαστικά η
Γλώσσα και η υπεράσπισή της και η
ποιήτρια πότε είναι παρατηρητής και
πότε είναι παίκτης. Οι λέξεις είτε
εκπορεύονται από τη σιωπή είτε οδεύουν
προς εκείνην. Και για να θυμηθούμε και
τον Ντύλαν Τόμας:«…κι
από τα θεοσκότεινα θεμέλια της
αναπνοής/εκπήγασε η λέξη, μετάφραση
κατάκαρδη των πρώτων/χαρακτήρων της
γέννησης και του θανάτο».
Με
αντιπάλους τη Σιωπή και τον πάντα παρόντα
Χρόνο, η ποιήτρια μηχανεύεται τον δικό
της τρόπο αντίστασης: απλώνει τις λέξεις,
τις αναλύει στα συστατικά τους, διευρύνει
και διαστέλλει τα νοήματά τους, εφευρίσκει
νέες· τις απλώνει στο χώρο για να κερδίσει
χρόνο, για να επιμηκύνει τον χρόνο και
να βαρύνει ο ζυγός προς τη δική τους
μεριά. Η παιγνιώδης διάθεση με τις λέξεις
και τα νοήματά τους, η αναδιανομή των
φωνημάτων και νοημάτων φέρνει στο νου
μας και κάτι άλλο : η ποιήτρια ως άλλη
Σεχραζάντ ξέρει ότι όσο συνεχίζει να
το κάνει αυτό, αποκρούει το τέλος. Όσο
εφευρίσκει νέες λέξεις και τις νοηματοδοτεί
τόσο ξεγελά το τέλος, καθυστερεί την
έλευση του. Το τέλος, που θα μπορούσε να
έχει μορφή απραξίας, ή στασιμότητας ή
θανάτου, θα αργήσει-το καθυστερούν οι
λέξεις και να που αρχίζουμε να νιώθουμε
ότι ο ζυγός γέρνει προς τη μεριά της
κίνησης, της ζωής, της Γλώσσας.
Τι
είναι λοιπόν ο Ζυγός Ψυχοστασίας;
Στο
αυτί του οπισθόφυλλου διαβάζουμε ότι
πρόκειται για σύμβολο του ζυγίσματος
της ψυχής μετά τον θάνατο. Το σύμβολο,
έτσι όπως εμφανίζεται στο πολύ ωραίο
εξώφυλλο, αποτελείται από χρυσά ελάσματα,
τα οποία σχηματίζουν ζυγαριά. Στο κέντρο
της ράβδου είναι προσαρμοσμένη θηλιά.
Δεξιά και αριστερά της ράβδου είναι
αναρτημένοι δύο δίσκοι. Οι δίσκοι είναι
στολισμένοι με έκτυπο συμμετρικό ανθό
με έξι πέταλα, εγγεγραμμένο σε κανονικό
εξάγωνο. Στο κενό ανάμεσα στα πέταλα
παριστάνεται μια χάντρα.
Ενώ
η χρήση του Ζυγού Ψυχοστασίας στα
χρόνια της αρχαιότητας γίνεται μετά
θάνατον, στα ποιήματα της Μαρίας Πατακιά
αυτό συμβαίνει στη διάρκεια της ζωής:
σε μια προσπάθεια κατανόησης της ζωής
της ίδιας, των προσπαθειών του ανθρώπου,
των σχέσεων με τους άλλους ανθρώπους,
με τον ίδιο τον εαυτό. Κάτι που, θα
μπορούσε κανείς να πει, θα χρησίμευε ως
οδηγός πλεύσης, πυξίδα που δεν δείχνει
απλώς κατεύθυνση μα και σκιαγραφεί ένα
πλαίσιο φιλοσοφικής στάσης απέναντι
στο περίπλοκο φαινόμενο που λέγεται
ζωή. Που ακόμη και αν θεωρήσει κανείς
ότι η ζωή είναι ένα «κοσμικό ατύχημα»,
η δουλειά των ανθρώπων είναι να
αναρωτιούνται, να αμφισβητούν, να το
διερευνούν και να το διευρύνουν. Αυτό
κάνει και η Μ.Π στο ποίημα Μαθηματικές
Μετρήσεις
υποβάλλοντας το ερώτημα προς τον πατέρα
της: «Πες
μου, σε ωφέλησαν, μπαμπά,/τα μαθηματικά
για να μετράς το άπειρο; Και
παρακάτω, κλείνει το ίδιο ποίημα με το
ερώτημα/απορία: «πες
μου μονάχα, αν θες μπαμπά,/αν ωφελούν
στο πουθενά/το μέτρο και οι μετρήσεις
».Η ποιήτρια αντιστέκεται και αμφισβητεί
την ίδια τη διαδικασία της ζύγισης ή
και το αποτέλεσμά της ή και τον σκοπό
της. Ζητά όμως από κάποιον αποδημήσαντα
την απάντηση- από κάποιον που πιθανόν
να έχει διέλθει από τον έλεγχο του Ζυγού
Ψυχοστασίας- και με τον τρόπο αυτόν η
Μ.Π προσπερνά τον χρόνο, τον παραμερίζει
και σχεδόν τον υπερβαίνει για να
διαπιστώσει, εν ζωή αν πράγματι αξίζει
να πασχίζουμε, να αμφισβητούμε και να
δημιουργούμε στη ζωή ή να αφηνόμαστε
σε νομοτέλειες. Από κάποιον που θα νόμιζε
κανείς ότι βλέπει τη ζωή ως μαθηματικές
εξισώσεις ας μου επιτραπεί να φανταστώ
δύο άλλου τύπου αποκρίσεις, κι οι δυο
στο πνεύμα της γραφής της κόρης: στην
πρώτη θα απαντούσε με λίγες αράδες από
το ποίημα: Τα
Στοιχειώδη:
«
Το
οριζόντιο/Ως θέση πρωτογενής των
θνητών/Ως στάση απέναντι στη φύση/Η
απέκδυση του περιττού/Τα στοιχειώδη/Που
στοιχειώνουν βίο πεπερασμένο.
Η δεύτερη πιθανή απόκρισή του θα ήταν
το τελευταίο ποίημα της παρούσας συλλογής
με τίτλο Amor/A
Mort!:
«από
τον μικρό/ θάνατο στον μεγάλο/ ποια
αντίσταση;»
Η
συλλογή, όπως ανέφερα και στην αρχή
ξεκινά με ένα ποίημα τάνκα. Δεν είναι
τυχαίο που ολοκληρώνεται με ένα ποίημα
χαϊκού. Μορφή ποίησης εξίσου σύντομης
μα με τόσο περιεκτικές φόρμες και τα
δυο ποιήματα. Στο πρώτο δηλώνεται η
επιθυμία και η προσπάθεια της ποιήτριας
να ξεγελάσει το τέλος και στο τελευταίο,
όπου μέσα σε οκτώ στην κυριολεξία λέξεις
εμπλέκονται ο έρωτας, η ζωή και ο θάνατος,
αιωρείται το φιλοσοφικό ερώτημα της
δυνατότητας η της αδυναμίας του ανθρώπου
να αποτρέψει τον τελευταίο.
Η
επίγευση που αφήνει η ανάγνωση των
ποιημάτων της Μαρίας Πατακιά θα μπορούσαν
να είναι αυτή της ζωής, της δημιουργίας
ως μέσο αντίστασης στη φθορά του χρόνου
και στο τελευταίο στάδιο της ζωής. Είτε
ήταν στην πρόθεσή της είτε έτσι το
κατανοούμε ως αναγνώστες, την ευχαριστούμε
για αυτό και της εύχομαι τα ποιήματά
της να αποκτούν πολλές και διαφορετικές
αναγνώσεις, όπως μας προκαλεί και μας
προσκαλεί η δυναμικότητα της ποιητικής
της γλώσσας.-
Τούλα
Παπαπάντου, Θεσσαλονίκη, 26 Νοεμβρίου,
2018