Κώστας
Κουτρουμπάκης,

Κριτικό σημείωμα πάνω
στο ποίημα «Σούνιο» 

της Μιράντας
Τερζοπούλου 

(Ομοερωτικά
σαν τα άλλα ερωτικά
,
Γαβριηλίδης 2016
)

ΣΟΥΝΙΟ

Εκείνος
ο Μπάιρον

τα
έδωσε όλα λες και χόρευε τις Βεργούλες.

Δικαίως
ανεξίτηλο χάραγμα τ’ όνομά του,

Αξιοθέατο
μέχρι το ηλιοβασίλεμα.

Μετά
η αυτοκρατορία του ήλιου τελείωσε.

Ο
φύλακας της κολόνας απόδιωξε τους
ερωτευμένους

στο
απέξω φεγγάρι.

Μόνο
η πέρδικα στην άκρη του γκρεμού,

παράταιρη
κι ακίνητη,

έμεινε
να αγναντεύει τα μαύρα μαντάτα.

Εμείς
αμέριμνες να πίνουμε τσίπουρα,

ενώ
το σαπιοκάραβο πλησίαζε αμετάκλητα.

Μιράντα
Τερζοπούλου, από την ποιητική συλλογή
Ομοερωτικά
σαν τα άλλα ερωτικά
,
Γαβριηλίδης 2016

Σούνιο,
Μπάιρον, Βεργούλες· τρεις λέξεις εκ
πρώτης όψεως ασύνδετες, ειδικά οι δύο
τελευταίες. Ωστόσο, κι οι δύο πρώτες δεν
εφάπτονται εκεί που θα περίμενε κανείς,
δηλαδή στον φιλελληνισμό. Μια πρώτη
ζεύξη επιτυγχάνεται με το «τα έδωσε
όλα»· με το πάθος δένονται ο Μπάιρον κι
οι Βεργούλες, όπως άλλωστε κι ο Μπάιρον
με το Σούνιο – στιγμή κορυφαία που οι
Έλληνες έσπειραν τον θεό τους μες στο
τοπίο.

Ας μη
βιαζόμαστε όμως. Ας καρπίσει πρώτα το
αιτιατό μέσα στο αίτιο: «τα έδωσε όλα»
– «Δικαίως ανεξίτηλο χάραγμα τ’ όνομά
του» αλλά και ναός του Ποσειδώνα –
ανεξίτηλο χάραγμα στο Σούνιο, «αξιοθέατο
μέχρι το ηλιοβασίλεμα». Μπάιρον και
ναός καθρεφτίζονται ο ένας μέσα στην
αγιοσύνη του άλλου.

Με το «Μετά»
που έπεται, οι δόξες βασιλεύουν μονομιάς,
η «αυτοκρατορία του ήλιου» πεθαίνει
ακαριαία μέσα στο συντελεσμένο του
αορίστου: «τελείωσε». Αίτιο κι αυτό που
παράγει άλλο αιτιατό – ο φύλακας του
αρχαιολογικού χώρου (δηλώνεται με τον
συμβολισμό της «κολόνας»)
αποδιώχνει
τους ερωτευμένους στο «
απέξω
φεγγάρι». Η προσεκτική επιλογή της
πρόθεσης (από) υπογραμμίζει έξοχα το
«Μετά» που έχει προηγηθεί. Η αρμονία
του ζευγαριού, όμοια με την αρμονία
ηλιοβασιλέματος και ανατολής της
σελήνης, βιάζεται απότομα.

Η μεταστροφή
του δοξαστικού κλίματος επιτείνεται
με τις φράσεις «στην άκρη του γκρεμού»
και «μαύρα μαντάτα». Τα δράματα στήνονται
με μεγάλες αντιθέσεις: «απόδιωξε»
(κίνηση) – «έμεινε ν’ αγναντεύει ακίνητη»
(στασιμότητα), «αυτοκρατορία του ήλιου»
(φως) – «μαύρα μαντάτα» (σκοτάδι).

Και η
δραματικότητα χτυπάει ταβάνι με την
πλήρη επίγνωση της επερχόμενης καταστροφής
(από την πέρδικα) να συγκρούεται κατά
μέτωπο με την αμεριμνησία του ερωτικού
ζεύγους, το «σαπιοκάραβο» να βουλιάζει
στα «τσίπουρα» και τον κύκλο του ρόγχου
–ας προσεχτεί ότι η πέρδικα, μολονότι
είναι πουλί, δεν μπορεί να πετάξει– να
διαγράφεται από το «ακίνητη» ως το
«αμετάκλητα» του τέλους. Κι όλα αυτά
μέσα στη διάρκεια των ρημάτων «να
πίνουμε» και «πλησίαζε», που επιμηκύνουν
βασανιστικά την παγίδευση. Οι «αμέριμνες
Βεργούλες» άλλοτε συνεπάγονται «ανεξίτηλα
χαράγματα» και άλλοτε «αμετάκλητα
σαπιοκάραβα». Κι η πέρδικα εξάλλου
άλλοτε φορτίζεται θετικά, γι’ αυτό
άλλωστε και φαντάζει «παράταιρη», και
άλλοτε συμβολίζει την προδοσία (Αίσωπος).

Το ποιητικό
οικοδόμημα της Μιράντας Τερζοπούλου,
στεριώνεται γερά πάνω στις αριστοτεχνικές
αντιθέσεις φωτός και σκιάς· όπως και ο
ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο.