Όταν μετά από χρόνια θυμήθηκε τα πρόσωπα
του δράματος αυτά είχαν πια αποκτήσει διαστάσεις μυθικές. Πάει να πει
κατόρθωναν πια να επιζούν έξω και πέρα από τον καιρό τους, ακμαία, με την όψη
που διατηρούσαν σε χρόνια αρχαία. Τα σπίτια, τα πράγματα, οι μικροί και οι
μεγάλοι πρωταγωνιστές συγκρατούν ζωντανά τα χαρακτηριστικά τους. Οι αυλές
παραμένουν στο βάθος των ακάλυπτων χώρων. Εκεί είναι οι κρεμασμένες γυναίκες
του Κολωνού και της Ακαδημίας, μ΄άντρες ναυτικούς ή τους τεχνίτες της βελόνας
στα ασφυκτικά μαγαζιά των πλέον κεντρικών στοών. Γυναίκες όπως η Εκάβη μπορούν
και αναγνωρίζονται, Φορούν τα νυχτικά τους και ξημερώνουν στα σκαλιά
κουρασμένων νεοκλασικών. Ο σιδηρόδρομος που θα περάσει, οι πεζογέφυρες, τα
σκληρά φεγγάρια, κάτι παιδιά λειψά, αναμάρτητα πάνω από τους συρμούς σαν
δημοτικές, παράξενες λάμπες, πίσω από βροχές. Η Εκάβη έχει πεθάνει δυο
δεκαετίες τώρα. Οι φουρκέτες, το καθημερινό φουστάνι, μια φωτογραφία απ΄το
Άργος, αμέσως μετά τον πόλεμο, χαμογελαστή ανάμεσα σε πρόσωπα καιρό πια
σκοτωμένα. Ο πατέρας, εκείνη νευρικά κλονισμένη, σε στυλ Σύλβια Πλαθ, ημίγυμνη
καπνίζοντας ολόκληρα μεσημέρια ώσπου χάνεται μες στο φως. Αυτά δεν είναι
πρόσωπα, είναι ποιητές με χίλια πρόσωπα.
Ο Κώστας Ταχτσής, είτε με το «Τρίτο Στεφάνι»,
είτε με τα «Ρέστα» του θεμελιώνει την ελληνική, αστική μυθολογία. Ταμπλώ βιβάν
από τα χρόνια μετά το μεσοπόλεμο, εμπρός στο σκηνικό ενός σπιτιού σχεδιασμένου
για τα μητροπολιτικά θέατρα. Σπίτια με αετώματα, σιδερένιες σκάλες που οδηγούν
σ΄εξώστες και τη θέα των βιομηχανικών περιοχών, όπως καλά συντηρούνται ως τις
μέρες μας. Τον θυμάμαι σε μια συνέντευξή του που δάκρυζε καθώς περιφερόταν στο
ίδιο εκείνο σπίτι. Ερωτικός, με μια ανώριμη ανησυχία, στα όρια της έξαψης, ο
Κώστας Ταχτσής παρακολουθεί τη ριζοσπαστική αλλαγή των Αθηνών και τη μετάβασή
της στην εποχή της ύστατης, επαρχιακής ακμής της, λίγο πριν εισέλθει πανηγυρικά
στην τροχιά των μεγάλων πόλεων. Στα «Ρέστα» ο Ταχτσής καταστρώνει το
μυθιστόρημα της παιδικής του ηλικίας. Μ΄αποσπάσματα, με φωτογραφίες, με κραυγές
και με σύμβολα διατρέχει τα χρόνια της
μητρικής απουσίας. Θυμάται όταν ο πατέρας έφυγε οριστικά, αφήνοντας κενά
καταθλιπτικά και άδεια δωμάτια.
Ο τίτλος του έργου είναι ένας όρος λαίκός.
Όμως μπορεί ακόμα να αναχθεί σε ότι απέμεινε από την αίσθηση και τις
οφειλές ενός αγαπημένου
παρελθόντος. Τα ρέστα είναι ότι αφέθηκε να ερημώσει στις αρχαίες συνοικίες, τα
πρόσωπα που αγαπήθηκαν, Άγγλοι εραστές και τ΄αντίδωρα της νύχτας. Σ΄εκείνο το
σπίτι ο Κώστας Ταχτσής αφήνει για πάντα το συγκλονιστικό, πρώτο ερωτισμό και
ένα δέος αξεπέραστο για τον κόσμο που ανοιγόταν ήδη στην πρώτη του ακόμη
ανθοφορία.
Αυτά τα αυτοτελή διηγήματα συνιστούν μια
συνέχεια. Δεν ήταν ποτέ τα προσχέδια των μελλοντικών μυθιστορημάτων. Ήταν
εξαρχής αλμπουμ φωτογραφιών τύπου πολαρόιντ, σκηνές διαμελισμένες. Ασύλληπτες
φαντασμαγορίες απ΄τους τελευταίους κατακλυσμούς,νεαροί εραστές με την ομορφιά
των παγωνιών που διαβαίνουν τις παρελάσεις, πίσω από επιτάφιους, με κτερίσματα
αναντικατάστατα σπιτιών στα προπύλαια της πόλης.Ο Ταχτσής καταγράφει την
αρχιτεκτονική της παιδικής του ηλικίας. Τα μέρη που περιγράφει δεν θα υπάρξουν
ποτέ ξανά τόσο ζωντανά. Όλοι οι απρίληδες
που θ΄ακουλουθήσουν θα΄ναι πάντα σκληροί. Εκείνες οι αυλές έκλεισαν για πάντα. Με τα
ίδια ρέστα τόσα χρόνια ο Κώστας Ταχτσής επιστρέφει στην
πόλη, διαβάζοντας σαν οιωνοσκόπος όσα σημάδια διασώθηκαν.
Και αν πάντα θα μένει μια αμφιβολία για την
αλήθεια, μερικά πράγματα δεν λέγονται. Μόνο περιγράφονται, καλά κρυμμένα στα
σκόρπια καρέ του Ταχτσή ππεου διασχίζουν τον καιρό, κουβαλώντας ότι διασώζεται
απ΄τα μάτια. Ο συγγραφέας ανήκει σ΄εκείνους που μετέδωσαν όσο το δυνατόν
πληρέστερα την ατμόσφαιρα εκείνου του πράγματος που η τέχνη ονόμασε αίσθημα
λαϊκό.