Φθινοπωρινές απορίες

Τα τζιτζίκια αντιστεκόντουσαν

αντιστεκόντουσαν σθεναρά αρχές Σεπτέμβρη

να μη σβήσει ο ήλιος

να μη σβήσουν τα όνειρα

να μη λησμονηθούν οι ιστορίες.

Τότε που ένα ψυχρό ρεύμα χτύπησε τα φτερά
τους

και κατάλαβαν πως κάθε αντίσταση είναι ανώφελη

κατεβάσαν κομμάτια γαλάζιου εγκλωβισμένα
απ’ τα κλαδιά

πευκοβελόνες με σταγόνες ήλιου

χώθηκαν βαθιά στους κορμούς των δέντρων

και έγραψαν για ότι τραγούδησαν αυτό το
καλοκαίρι.

Έτσι αποκοιμήθηκαν ελπίζοντας πως τίποτα
δε χάθηκε

πως όλα κυλούνε όμορφα όπως πριν

πως όλες οι ιστορίες συνεχίζονται.

Εσείς αλήθεια τι θα κάνετε ετούτο το
φθινόπωρο;

Δεν ακούτε πως ήδη άρχισαν να τις
σιγοψιθυρίζουν

οι φυλλωσιές των δέντρων;

Αναγέννηση

“Θυμάσαι εκείνο το φρέσκο τσιμέντο
που πάνω του είχαμε χαράξει τα ονόματα μας; Θαρρώ από τότε μας έχουν θάψει εκεί
μέσα και που και που τραβάνε το κεφάλι μας έξω από καλοσύνη. Να σου πω την
αλήθεια; Mε έxουν κουράσει εκείνες οι ανάσες οι βαθιές γεμάτες οξυγόνο, μου
διακόπτουν και τα όνειρα έτσι όπως με τραβούν βίαια στην επιφάνεια ενώ εγώ
κυλάω  με τις νεροσυρμές της βροχής βαθιά
μέσα στον πυρήνα της πόλης και φαντάζω πιο όμορφος από ποτέ με το ουράνιο τόξο
της βενζίνης στα μαλλιά και τότε τα σύννεφα σπάνε και παντού ερημιά εγκατάλειψη
μα χίλιοι ήλιοι αστράφτουν πάνω στις λαμαρίνες 
και όπως τους παίρνω εγώ αγκαλιά μέσα μου να ανθίζει ένα ολόκληρο
σύμπαν  και μία φωνή με καλεί “έλα
βυθίσου  βαθιά στην ζεστή μας αγκαλιά,
στην καυτή  μήτρα της ασφάλτου, όλα θα
αναγεννηθούν ξανά, πρέπει να αναγεννηθουν,μην ανησυχείς, εσύ θα είσαι σπόρος,
εσύ είσαι ο εκλεκτός, θα γίνεις ένας θεός”. Γι αυτό
σου λέω, έλα να βυθιστούμε μαζί, θα γίνουμε αθάνατοι κι όλα θα ξεκινήσουν από
την αρχή, όπως πρέπει, στο υπόσχομαι.”

Έτσι της είπε και βυθίστηκαν κι αυτός κι
αυτή πιο βαθιά μέσα στο γκρίζο με το δέρμα να τσακίζει, να γίνεται σκόνη και τα
κόκαλα τους να δένουν ακόμα πιο σφιχτά τους αρμούς της απέραντης μεγαλούπολης.

Kομπότι-Βερολίνο μία ανάσα δρόμος.

Γερμανικό λεωφορείο και στις πόρτες

stop tür auf. Γριές
ξεδοντιασμένες

έξω τοπία άνυδρα ηλιοκαμένα

στον χωματόδρομο που πάει για τις
Σελλάδες.

Αυτός γειρτός προς το παράθυρο σκεφτόταν

πως κάποτε αυτό το ίδιο λεωφορείο

κυλούσε μέσα σε ζητωκραυγές και σε
σημαίες

τότε που ρίχνανε τα τείχη και τα ερείπια

βυθίστηκαν βαθιά, πολύ βαθιά μες στην
ψυχή του

κι εκεί που κοίταζε ορίζοντες απέραντους

προσάραξε σε ένα ενυδρείο

σε μια ρουτίνα που θεωρούσε θλιβερή

και να που τώρα πίσω από το ίδιο τζάμι

με έναν κατάξερο λαιμό, ηλιοκαμένο

κάτω από χειρολαβές θηλιές

με διαφημίσεις ενεχυροδανειστηρίων

(που ευγενικά ζητούσαν να λιώσουνε ζωές

για να μετρήσουμε σωστά το αεπ εντέλει)

να προσπαθεί τη μέσα έρημο του να
δροσίσει

με δύο μάτια πράσινα υγρά

δυο μάτια εγκαταλελειμμένα ενυδρεία.

Εξομολογήσεις ενός ηδονοβλεψία ποιητή.

Το άσπρο σου μπλουζάκι που ανέμιζε

η σημαία της πατρίδας μου.

Τα εσώρουχα που κρεμόντουσαν στο μπαλκόνι
σου

οι πιο εξαίρετοι πίνακες.

Το λευκό φως του παραθύρου σου

το πιο λαμπρό σεληνόφως.

Αχ και πόσο ήθελα εκείνο το βράδυ

να παίξω μία σονάτα

πάνω στα σκαλοπάτια σου

τότε που εκείνον το φίλο

καθόμασταν πάνω στο δέντρο

και είχανε γίνει τα μάτια μας

άσπρα πανιά που παίζανε

έργα πρωτοφανέρωτα

μα σε κάποια στιγμή

θα μας δουν είπε αυτός

έπεσε κάτω

και μέχρι να στρίψει στην γωνιά του
δρόμου

τον είδα που άρχισε να σαπίζει

μα εγώ έμεινα εκεί

ώσπου άνθισα σαν ένα νυχτολούλουδο

κι από τότε

όλη τη μέρα έχω τα πέταλα μου κλειστά

και γυρνώ τα βράδια

να βρω το ίδιο φως

αρώματα ν’ ανθίσουνε στον νου

για να γραφτούν ποιήματα

ποιήματα

σαν κι αυτό.

Μια ιστορία προλεταριακή.

Έξω από το σπίτι της πέρασε

και θυμήθηκε την εποχή

που υπήρχε

και έγερνε στο πλευρό της κάθε πρωί

σαν ένα λουλούδι

που πίνει το φως του ήλιου.

Από τότε η ψυχή του

στον καθρέφτη της είχε εγκλωβιστεί

την έβλεπε να ξυπνάει

να ντύνεται

να φτιάχνει τα μαλλιά της

ενώ το κορμί του

δουλειά και σπίτι

ένα φύλλο ξερό

που το παίρνει ο άνεμος.

Δεν αντέχω άλλο να συνεχίσω έτσι είπε

κι έμεινε έξω από το παράθυρο της.

Αυτή στην αρχή τον χλεύασε

μετά τον αγνοούσε

αλλά αυτός έμεινε εκεί

μέχρι που έγινε ένα δέντρο

ένα δέντρο μελαγχολικό

που έριχνε συνέχεια τα χρυσαφένια του
φύλλα

για να πατάει εκείνη

και να ομορφαίνει το κατώφλι της

μα αυτή που να κοιτάξει κάτω

μια ζωή στον ορίζοντα το βλέμμα της

στο μέλλον

στην δουλειά.

Μια μέρα που απέξω πέρασαν

κάτι υπάλληλοι του δήμου.

Κόφτε το τους είπε

μου κρύβει την θέα

έτσι έκαναν αυτοί

για φανούν απέναντι υπέρλαμπρα

γυμνά οικόπεδα με σκουπίδια

μα αυτοί πήραν στο σπίτι τα ξύλα

για να ζεσταθούν

κι όπως κουρασμένοι αποκοιμηθήκαν

μυρωδιές τους ερχόντουσαν

από παραλίες ερημικές

από πάρκα ανοιξιάτικα

 από νύχτες δροσερές

κι έβλεπαν μέσα στον ύπνο τους

εικόνες μαγικές

από ένα έρωτα που έμοιαζε αιώνιος

από μια ευτυχία που μαλάκωνε την καρδιά.

Το άλλο πρωί

είχαν σβήσει οι στάχτες

οι εικόνες είχαν ξεχαστεί

οι καρδιές ξανάγιναν σίδερο

φόρεσαν ξανά το σκληρό τους προσωπείο

και βγήκαν στους δρόμους.

Ώρα για δουλειά.