Έχει περάσει καιρός πολύς χωρίς
να λάβεις γράμμα μου.
«Θα φταίνε τα Ελληνικά
ταχυδρομεία» μου λες παρηγορητικά
ενώ τ’ ακούω, δεν ξεγελιέμαι,
στη φωνή σου υποβόσκει αμφιβολία.
Ποιος ξέρει άραγε το γράμμα μου
ποια χέρια το θωπεύουν;
Ποια υπηρεσιακά χειρόκτια το
επεξεργάζονται,
το ταλαντεύουν, μαντεύουν το
περιεχόμενο με δυσπιστία
αμφισβητώντας κατά τεκμήριο το
γνήσιο των προθέσεων;
Ίσως και να παράπεσε στον σωρό
των επιστολών
δεύτερης προτεραιότητας.
Δεν ήξερα πως θα’ πρεπε να
προβώ σε συστάσεις
όταν το’ στελνα:
«Παρακαλώ, από’ δω μια
εξομολόγηση άκρως εμπιστευτική.
Να παραδοθεί πάραυτα στον παραλήπτη».
Ίσως πάλι να το κατέταξαν στην
αλληλογραφία εξωτερικού,
ο ταχυδρομικός σου κώδικας εκεί
παραπέμπει.
Ποτέ δεν πάψαμε, βλέπεις, να
καθοριζόμαστε από κώδικες…
Ίσως όμως και να ευθύνομαι εγώ
για την αργοπορία.
Έπρεπε να το στείλω συστημένο
κι ας φοβάμαι
τις σφραγίδες.
Δεν ήθελα να στιγματίσω το
φάκελο,
τ’ όνομά σου να γίνει αγνώριστο
απ’ το ξεβαμμένο μελάνι
απ’ τα πολλά γραμματόσημα,
τυπολατρικά παράσημα της εποχής
που θέλει σίελο πολύ να τ’
αποκτήσεις.
Και κάπως έτσι έμεινε η
απάντηση στην αιώρα της αναμονής,
πουλί που πέταξε χάνοντας τον
προορισμό του.
(Με το συγκεκριμένο ποίημα συμμετείχε η ποιήτρια στη Θ’ Λυρική Παμβώτιδα 2015)