Ένα
κριτικό σημείωμα για την ποιητική
συλλογή της Μιράντας Τερζοπούλου,
«Ομοερωτικά
σαν τα άλλα Ερωτικά», Εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Της
Εύης Κουτρουμπάκη
Όταν
διαβάσει κάποιος την πρώτη συλλογή των
τριάντα επτά ποιημάτων της Μιράντας
Τερζοπούλου, εθνογράφου και μελετήτριας
της μουσικής, ’Ομοερωτικά σαν τα άλλα
Ερωτικά’, αυτόματα σκέφτεται πως οι
λέξεις και οι θάλασσες μόνον τρικυμισμένες
υπερασπίζονται την αλήθεια τους.
Ταυτόχρονα
συνειδητοποιεί πως για να μπει στην
ποιητική της περιοχή πρέπει να βαπτιστεί
στη βρεφική του παρθενικότητα.
Η
Μιράντα Τερζοπούλου, ικέτιδα και δόκιμος
του έρωτα, με περισκοπικό βλέμμα, με
λυγμικά σπασίματα στη φωνή, διαλέγεται
σ’ αυτήν την ποιητική συλλογή με τον
έρωτα την απουσία, τη ματαιότητα και το
χρόνο, αλλά ταυτόχρονα με κορυφαία
κοινωνικά ζητήματα που συνομιλούν με
τα προσωπικά της ανθρώπινα ζητούμενα
, κι είναι σαν να φουσκώνουν όλα μέσα
της σαν το γάλα στη φωτιά. Μοιάζει με τα
ποιήματα αυτά να τραγουδά σαν ανάστατη
χορωδία απέναντι στις κραυγάζουσες
αγέλες που είναι κρυμμένες πίσω από το
συντηρητισμό και την άρνηση για ζωή,
δεμένες με ζώνη ασφαλείας στην οχυρωμένη
τους πολυθρόνα.
Ο
Οσκαρ Ουάιλντ πίστευε στην ακατάλυτη
ελευθερία να σκέφτεσαι και να λες αυτό
που θέλεις όπως το θέλεις.
Θιασώτης
ένθερμος της σχολής αυτής η ποιήτρια,
με δική της αφετηρία την αγάπη, το
αίσθημα, το γνήσιο πάθος προς το ερωτικό
υποκείμενο, αλλά και τον συνάνθρωπο,
τον πρόσφυγα, τον επαίτη, τραγουδά τις
μοίρες που συνθέτουν το περίπλοκο δίκτυο
της ανθρώπινης Ιστορίας και τοποθετεί
τα αισθήματα και τις ανάγκες του καθενός
και της καθεμιάς μας εκεί που πραγματικά
ανήκουν, στο ασχολίαστο απυρόβλητο.
Ο
Δημήτρης Παπανικολάου στο τελευταίο
του βιβλίο «Κάτι τρέχει με την οικογένεια:
Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή
της κρίσης», αναφέρει χαρακτηριστικά:
Η
έννοια της ζωής είναι αντίθετη στον
νόμο και την τάξη. Στη ζωή υπάρχουν
ομοφυλόφιλοι και ετεροφυλόφιλοι,
πλούσιοι και χρεωκοπημένοι, έντιμοι
και λωποδύτες, ανακατεμένοι όλοι μαζί.
Ιδεώδες σκηνικό για τον νόμο και την
τάξη είναι το νεκροταφείο. Μόνο οι νεκροί
βρίσκονται σε απόλυτη τάξη και υπακούν
σε όλους τους νόμους».
Η
Ουλριχ Μπεκ όπως και ο Παπανικολάου
τονίζει επίσης πως συντελείται στις
μέρες μας μέσα από μια διαδικασία
ιεροποίησης των καθεστηκυιών οικογενειακών
συντηρητικών συνιστωσών, η αναγωγή όλων
των υπολοίπων κοινωνικών σχέσεων σε
ταμπού, αγνοώντας επιδεικτικά πως
υπάρχει και
μια «ανώτερη» ελευθερία, μια «ανάπτυξη
των ανθρωπίνων δυνάμεων» που δεν υπακούει
στην ανάγκη και την εξωτερική σκοπιμότητα.
Η
Μιράντα Τερζοπούλου, ανθίσταται σε κάθε
εξωτερική σκοπιμότητα, κρατώντας τα
μάτια ανοιχτά σ’ έναν ήλιο που τυφλώνει,
και με την ποίηση,
το εντός της βαθύ ορυχείο, προβάλλει το
αυτονόητο, τη συνύπαρξη δηλαδή του
πολιτικού και του ερωτικού υποκείμενου.
Ο
έρωτας παύει πια να
είναι αφήγηση αλλά γίνεται ο φυσικός
χώρος της μυχιότητας, παύει να είναι
ερωτισμός της γραφής με γλωσσικούς
ακισμούς και σκέρτσα, αλλά γίνεται
έρωτας βιωμένος, έμφορτος από την ηδονή
της αναμονής και τα ηδονικά δάκρυα της
προσμονής ή της απώλειας.
Ο
έρωτας για την Τερζοπούλου δεν είναι ο
έρωτας των τροβαδούρων για μιαν απρόσιτη
αγαπημένη. Δεν είναι ο Fin
amors, ο
εξαγνισμένος και εκλεπτυσμένος έρωτας
των Προβηγκιανών ποιητών.
Έρωτας
για αυτήν είναι η απόλυτη ελευθερία
στις επιλογές, η απεριόριστη δυνατότητα.
Γιατί
τίποτε δεν είναι διφορούμενο ή μετέωρο
σε ότι αφορά τα αισθήματα.
Ακάλυπτη
και όχι ευάλωτη, ελεύθερη και όχι
απελεύθερη, σέρνεται στα υπόγεια της
θλίψης η πετά στο απόγειο της χαράς με
μικρά παλιρροϊκά κύματα και δεσμεύει
το βίωμα γράφοντας το.
Υμνεί
τον έρωτα και τη σωματικότητα του, χωρίς
σεμνότυφους ενδοιασμούς και αναστολές.
Οι
σχέσεις που περιγράφει δεν είναι σχέσεις
διαδικτύου, σύνδεση – αποσύνδεση.
Είναι
σχέσεις με υγρά, ερωτικές οιμωγές και
ηδονικούς σπασμούς που κάνουν το ερωτικό
υποκείμενο να εξανεμίζεται στα χέρια
του αντικείμενου του πόθου του.
Άλλωστε
όπως και η ίδια αναφέρει, δεν ξέρει από
‘χριστιανόπουλα’.
Τα
ποιήματα της Μιράντας Τερζοπούλου με
την ακριβή τους κεραία, δεν «κείνται»
απλώς μέσα στον κόσμο, αλλά επενεργούν
σε αυτόν και στον αναγνώστη.
Ομοίως
, ανοίγουν δρόμους για το όνειρο γιατί
το όνειρο είναι σαν την
κυκλοφορία, απαγορεύεται, όπως αναφέρει
και η Μαρία Λαινά.
Η
Μιράντα Τερζοπούλου άνευ όρων και άνευ
ορίων που θα έλεγε και ο Ανδρέας Εμπειρίκος
, μιλά για τα κορίτσια την πόα της Ουτοπίας
που θα ανταπαντούσε και ο Οδυσσέας
Ελύτης.
Μακριά
από φλογερά εσχατολογικά κηρύγματα
παραμένει πιστή στην ένθεη ανθρώπινη
περιπέτεια, αμφιφανής αστέρας μιλά για
το αειφανές των αισθημάτων, προβάλλοντας
την ημέρα σε αντίθεση με την πιο βαθειά
νύχτα.
Χωρίς
να επιδαψιλεύει τίποτε στην κοινωνία
της συντήρησης, η ίδια, ποιητικό και
πολιτικό υποκείμενο ανάμεσα στο πλήθος,
με λέξεις πέτρες και συστρεφόμενες
διαδρομές, κλαίει, γελά, χαίρεται, θρηνεί,
ερωτεύεται, κερδίζει, χάνει μα πάντα
προχωρά.