ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ
Στην μνήμη των Καλλιόπη, Διομήδη και Απόστολου Παπαδάκη
καθώς και όλων των θυμάτων του ολοκαυτώματος της επαρχίας Βιάννου
«Μην ξεχάσεις να σαλέψεις το νερό
προτού το πιείς, γιατί άμα το πιείς ενώ
αυτό κοιμάται θα χάσεις τα λογικά σου και θα γυρνάς γυμνή στους δρόμους
κυνηγημένη από τελώνια και στοιχειά. Και μην διανοηθείς να του μιλήσεις άσχημα
ποτέ γιατί θα φουσκώσει και θα σε πνίξει. Να του μιλάς γλυκά και να το
παινεύεις που είναι καθαρό και γάργαρο και καλοσυνάτο. Τέτοια να λες. Κι όταν
θα ‘ρθούνε οι Μοίρες να μοιρώσουν το μωρό και τις χάρες να μοιράσουν να βάλεις
νερό που θα το έχεις μερωμένο, σαν θα πιούν να γλυκαθούν και να του χαρίσουνε του κόσμου τα καλά.»
Και τα ‘κάνε όλα τούτα η Καλλιόπη
όσο ήταν έγκυος τόσο στον Διομήδη της, όσο και στον Αποστόλη της που
γεννηθήκανε με τέσσερα χρόνια διαφορά. Και τη νύχτα της τρίτης μέρας της ζωής
τους άφησε και στους δυο ένα πιατάκι γλυκό κυδώνι στο πλάι της κούνιας και ένα
ποτήρι νερό μερωμένο για τις Μοίρες, να τις καλοπιάσει και να χαρίσουν στα
αγόρια της ζωή γλυκιά και ευτυχισμένη.
Κι έζησε η Καλλιόπη για να δει τα
αγόρια της λεβέντες να παλεύουν με τη γη, να μερακλώνουν και να τραγουδάνε
δίστιχα, να βάζουνε βασιλικό στο αυτί τους, να φιλάνε τις γυναίκες τους, να
αγκαλιάζουνε μωρά δικά τους πια. Κι όσο τα ‘βλεπε όλα τούτα η Καλλιόπη,
αναγάλλιαζε η καρδιά της και σκεφτότανε «χαλάλι οι κόποι και του κορμιού μου ο
παιδεμός». Γιατί πολύ είχε κουραστεί να τους μεγαλώσει. Ο άντρας της είχε
πεθάνει νωρίς κι έτσι, μικρή χείρα αναγκάστηκε να παλεύει μέχρι την δύση του
ήλιου για να τα φέρει βόλτα. Και τα έφερε.
Τώρα είναι πεσμένη στην άκρη του
χωμάτινου δρόμου, Σεπτέμβρη μήνα, και είναι ενενήντα χρονών. Ανάσα γδαρμένη από
τον πόνο βγαίνει από τα ρουθούνια της. Το στόμα της είναι εφτασφράγιστο,
κλειδωμένο, στεγνό. Βγάζει περίεργους ήχους που δεν είναι ακριβώς μουγκρητά.
Είναι σπασμένες κατάρες, χαρακωμένες βρισιές και καμένα κλάματα, που όλα μαζί
φτιαχτούν ένα μπουκέτο οιμωγής. Με την άκρη του ματιού της βλέπει τον Διομήδη
της, μπρούμυτο σαν να κοιμάται. Τον θυμάται στον αυτοσχέδιο λίκνο που του είχε
φτιάξει να αιωρείται από τους κλώνους μιας ελιάς. Θυμάται τον πόνο στην μέση
της καθώς μάζευε τις πεσμένες ελιές, τα πρησμένα χέρια της από την βέργα και το
ράβδισμα, την γαληνή όψη του μικρού Διομήδη καθώς τον νανούριζε ο άνεμος ο
κλωνοπερασάρης. Αρχίζει και τον νανουρίζει ξανά. Την χωρίζουνε λίγα μέτρα από
τον γιό της. Παρόλο που δεν είναι χτυπημένη από σφαίρα, έχει καθηλωθεί στο
χώμα. Λίγο πιο πέρα είναι ο Αποστόλης της, κι αυτός πεσμένος, μα ανάσκελα. Έχει
τα μάτι ορθάνοιχτα καρφωμένα στον μεσημεριάτικο ουρανό. Μέσα από κάτι περίεργους ήχους που βγαίνουνε από
τα δόντια της ξεκαθαρίζεται η φράση «παιδάκι μου..». Όταν καταλαβαίνει πως δεν
την ακούει, ξεκινά και πάλι το νανούρισμα. Με όση δύναμη ψιθυρίζει: «χήνα μου
άπλωσε φτερά/ να στρώσω του παιδιού μου/ αητέ μου τα φτερούγια σου να στρώσω
του κυρού μου/ κι εσύ αηδόνι όμορφο…». Ναι, τα αγόρια της κοιμούνται.
Πέρασε η πρώτη νύχτα και τσακάλι
δεν εφάνη. Η Καλλιόπη θυμάται τον γάμο της. Μέρα νιότης γιορτερής, μέρα που
ένιωσε κυρά των παραμυθιών. Η σούστα που χόρεψε με τον άντρα της, η ντροπή που
ένιωσε πριν μείνει ολόγυμνη στα μάτια του, το κρασί και το γέλιο στο κρεβάτι
όταν κάτσανε σαν φίλοι και μιλούσανε ως την αυγή. Λίγες στιγμές πριν είχε
συλλάβει τον Αποστόλη. Στρέφει το βλέμμα προς τους γιούς της. Κοιμούνται ακόμα,
ειρηνικοί λες και τους έβγαλε μόλις από το βυζί της. Οι ώρες κυλούν και είναι
πεσμένη, ενενήντα χρονώ γεμάτη από γδαρσιματιές και σκισίματα. Κάποια στιγμή,
ξαφνικά και απότομα στέλνει μια κραυγή προς τον άνεμο. Εκείνος την πήρε και
χάθηκε. Κανείς τριγύρω. Τότε ακούει φτερούγισμα. Ένα κοράκι κάνει βόλτες πάνω
από τον Αποστόλη. Σέρνει ξανά κραυγή που θα τρόμαζε αγρίμι, πιάνει πέτρες και
χώμα και τα πετά όπως όπως προς τον ιπτάμενο εισβολέα. Μια πέτρα έφτασε στο
πρόσωπο του γιού της και χτύπησε το μάτι του. Ακούγεται μονάχα το υπόκωφο κλάμα
της, σαν ατσούμπαλος θρήνος σε σχήμα συγνώμης.
Την δεύτερη νύχτα ενώ δεν
κοιμόταν είδε όνειρο, πως ήτανε λέει σε αυτόν τον ίδιο δρόμο και πως είχε λέει
μια κόρη νέα και λυγερή που την κρατούσε από το χέρι και την οδηγούσε, γιατί
αυτή ήτανε λέει τυφλή και γριά και δεν μπορούσε. Κάποια στιγμή, λέει, φωνάζει
στο όνειρο της «Μάνα, έ μάνα.. ξάνοιξέ με και πες μου αν είμαι όμορφη» «Δεν
μπορώ παιδί μου, είμαι τυφλή γυναίκα», «έλα μπρε μάνα που σου λέω, ξάνοιξέ με»,
και γυρίζει τότε αυτή και βλέπει μια κοπελιά να κρατά στην αγκαλιά της τον
Διομήδη και τον Αποστόλη μωρά. «Δεν είσαι συ η μάνα μου, μόνο εγώ είμαι η δικιά
σου» της είπε τότε η κοπέλα. Η Καλλιόπη μόλις ξύπνησε από το όραμα ένιωθε
περίεργα, σαν να είχε μάθει πως οι γιοί της είναι στην αγκαλιά της Παναγίας.
Έστριψε και τους είδε εκεί που τους είχε αφήσει το βλέμμα της, ξαπλωμένους τον
ένα μπρούμυτα και τον άλλο ανάσκελα. Έβγαλε έναν αναστεναγμό από αυτούς που
ξεριζώνουν τρίχες από το κεφάλι και αναρωτήθηκε κάτι για πρώτη φορά στην ζωή
της: μήπως είχε ξεχάσει να γλυκομιλήσει στο νερό που θα έπιναν οι Μοίρες την
τρίτη μέρα που τους είχε γεννημένους;
Είναι πια η τρίτη μέρα από τότε
που η Καλλιόπη ξεκίνησε με τον Διομήδη και τον Αποστόλη να πάνε στο διπλανό
χωριό για να σωθούνε. Είναι η τρίτη μέρα που είναι πεσμένη στην άκρη του
χωμάτινου δρόμου. Οι γιοί της την κουβαλούσανε στα χέρια και βάδιζαν σαν
μετεμψυχώσεις του Αινεία για να την πάνε
σε ασφαλές μέρος. Τώρα η Καλλιόπη κοιτά
τις μαργαρίτες. Είναι παραμονές του Τιμίου Σταυρού. Αν είχε κάνει κόρη θα την
λέγανε Αντιγόνη και κόντρα στις ναζιστικές απειλές θα είχε θάψει τους αδερφούς
της. Από τον ουρανό ακούγεται κάτι σαν ψαλμός: «χήνα μου άπλωσε φτερά/ να
στρώσω του παιδιού μου/ αητέ μου τα φτερούγια σου να στρώσω του κυρού μου/ κι
εσύ αηδόνι όμορφο…». Η Καλλιόπη, ενενήντα χρονών, κοιμήθηκε μαζί με τα παιδιά
της, την τρίτη μέρα που ήταν πεσμένη δίπλα στα κορμιά που έθρεψε με το γάλα
της, δίπλα στα κορμιά που γαζώθηκαν από τα αυτόματα οπλοπολυβόλα μιας ακόμα
νέας εποχής , ενώ κρατούσαν την γριά μάνα τους στα χέρια για να την πάνε σε
ασφαλές μέρος. Και την πήγαν.