Ο σκύλος μου γλείφει τ’ αρχίδια του. Στριφογυρίζει τη γλώσσα ανάμεσα απ’ τα σκέλια σα να ‘ναι η μόνη απάντηση σε κάθε ερώτημα. Ο σκύλος μου έχει ράμματα στη γούνα του για όλους μας. Τρώει το φαΐ του δυο φορές την ημέρα κι ούτε ένα ευχαριστώ. Γεμίζει τις γωνιές του σπιτιού με τρίχες, σπέρμα και ξεραμένο σάλιο κι εμείς από πίσω του μεγαλόθυμοι και αμαρτωλοί. Ο σκύλος μου κατουράει σηκώνοντας συνήθως το αριστερό του πόδι. Το δεξί το φυλάει για ιδιαίτερες περιστάσεις. Που και που παίζει με την ουρά του ή κοιμάται ανάσκελα, κοιτώντας το ταβάνι. Ο σκύλος μου θέλει να ξέρει πότε θα πάμε διακοπές. Κάθεται ήσυχος στο πορτμπαγκάζ και κάνει υπομονή μέχρι τον προορισμό μας. Ο σκύλος μου αναθερμαίνει τις κοινωνικές του σχέσεις, αφοδεύει ελεύθερα και πηδάει δημόσια χωρίς αναστολές. Δείχνει ευτυχισμένος όταν εμείς παραπατάμε από οκνηρία. Ξέρει πότε να βγάλει δόντι και πότε τη γλώσσα του τρυφερά. Βαριέται χωρίς να γκρινιάζει, δείχνοντας έναν δρόμο που χάσαμε πρόωρα. Μια αθωότητα υπεράνω ηθικής.