Το τσιγάρο το έμαθε στα
δεκαεφτά της ένα σαββατοκύριακο που οδυρόταν γιατί κάποιο μεγαλύτερό της αγόρι,
της είχε πει: «Δε γίνεται να ‘σαι το κορίτσι μου… δείχνεις πολύ μικρή… άσε που
δεν καπνίζεις».

Οι φίλες της αποφάσισαν να
δράσουν. Την πέταξαν ανάσκελα σ’ έναν καναπέ κι άρχισαν την εκπαίδευση. «Πες, άαααα,
ο πααααπάααας! Μόλις το πεις χωρίς να πνίγεσαι, ξέρεις να καπνίζεις».

Της έχωσαν το τσιγάρο στο
στόμα. Πνιγόταν σε κάθε «άααα» ώσπου έβγαλε τ’ άντερά της.

Όμως παπά τον παπά, το ‘μαθε
το ρημάδι. Κι από τότε δεν έχει σκεφτεί ποτέ ότι καπνίζει τσιγάρο, αλλά ότι
καπνίζει τον Θοδωρή. Κι αντιπαθεί κάθε άντρα που έχει αυτό το όνομα και όλες
τις Θοδώρες, εκτός από μια θεία της με μακριά κατακόκκινα νύχια που καθαρίζει
τα πορτοκάλια με κινήσεις ζογκλέρ.

Ο αληθινός Θοδωρής των
δεκαεφτά της δεν ενδιαφέρθηκε ούτε κι όταν την είδε να καπνίζει. Μόνο την πλησίασε
κι ανοίγοντας την παλάμη του, της έδωσε πασατέμπο, λέγοντας, «τρως και δεν
καπνίζεις».

«Το ‘κοψες;» τον ρώτησε
κατάπληκτη.

«Ναι, γιατί είμαι στη
χορωδία».

Τον μίσησε. Μάλλον την
κατάλαβε γι’ αυτό την έβγαλε το μοναδικό τους ραντεβού, σ’ ένα λούνα παρκ και
την έλεγε ‘Λούνα του φεγγαριού’.

Είκοσι χρόνια μετά ο
Θοδωρής ήταν πια ηθοποιός που τραγουδούσε και συνέχιζε να μην καπνίζει. Εκείνη
κάπνιζε σε βαθμό που έχανε συχνά τη φωνή της. Οι γιατροί της έλεγαν ότι έτσι
που πάει θα καταντήσει με συσκευή οξυγόνου. Κάθε φορά που το άκουγε, έριχνε
κατάρες στον Θοδωρή και κοιτούσε έξαλλη όποιον καινούργιο συνονόματο τη
φλερτάριζε.

Μια φορά πήγε και τον είδε
στο θέατρο. Εξαιρετικός αλλά με μια φωνή σοπράνο που την έκανε να ξεραθεί στα
γέλια.

Οι φίλες της ήξεραν από
παλιά γιατί ο Θοδωρής προσπάθησε να την ξεφορτωθεί με τη δικαιολογία του
τσιγάρου: ήταν ομοφυλόφιλος αλλά της το είχαν κρύψει, μην πληγωθεί. Τώρα που
και η ίδια το κατάλαβε αφού μίλησαν στο καμαρίνι του, ήταν αργά. Πέρασε πολλά
χρόνια με την απορία πώς θα ήταν αν είχαν γίνει ζευγάρι, αν θα ήταν
ευτυχισμένοι, αν θα είχαν μείνει μαζί.

Από τότε κάθε που βλέπει
λούνα παρκ την πιάνει θλίψη. Για την αιτία που έμαθε να καπνίζει, για τον ευγενή
ψεύτη, για εκείνο το δεκαεφτάχρονο κορίτσι που νόμιζε ότι θα καταφέρει να
κερδίσει τον έρωτα, καπνίζοντας.

Μερικές φορές ανάβοντας
τσιγάρο μουρμουρίζει, «όλα είναι ψέματα», κι ορκίζεται ότι θα το κόψει το
ρημάδι, ποτέ δεν το συμπάθησε, μια απάτη είναι, όπως εκείνος, όμως ξέρει πια
πόσο δύσκολα ήταν τότε, κανείς δεν τολμούσε να παραδεχτεί την ομοφυλοφιλία του
και χαμογελάει.

Το2013έμαθε
τυχαία ότι ο Θοδωρής πέθανε. Δεν ανακοινώθηκε στις εφημερίδες, δεν τον έκλαψε
κανείς, η οικογένειά του τον είχε διαγράψει από μικρό, το θέατρο δεν τον
σήκωσε. Ίδρωσε μέχρι να βρει τον τάφο του στο αχανές νεκροταφείο. Ούτε
λουλούδια, ούτε καν φωτογραφία, ούτε εκείνο το ντουλαπάκι με τα αναγκαία σε
κάθε τάφο, μόνο το όνομά του. Μακριά στον ορίζοντα της φάνηκε ότι διαγραφόταν
ένα εγκαταλειμμένο λούνα παρκ.

Χάιδεψε το γκρίζο θαμπό
μάρμαρο με την παλάμη της, κάθισε, άναψε τσιγάρο, το κάπνισε, έβγαλε το
σημειωματάριό της, έγραψε τον δικό της επικήδειο. «Εδώ κοιμάται ο Θοδωρής, ο
πρώτος μου έρωτας που με σεβάστηκε όσο κανείς».