Σε ονειρεύτηκα ξανά, με φόρεμα χρωματιστό, σε σκηνή πολύβουη,

Τρελή, σαν πάθος, ήρεμη, σαν ύπνος,

Κι εγώ, γυρτός, έσκυβα τα γόνατα

Και σκεφτόμουν: «Η ευτυχία είναι εκεί, είμαι και πάλι ηττημένος!»

Μα εσύ, Οφηλία, τον Άμλετ κοιτούσες

Χωρίς ευτυχία, χωρίς έρωτα, της ομορφιάς θεά,

Και τα ρόδα έπεφταν από το φτωχό ποιητή

Και ρόδα έραιναν, έραιναν τα όνειρά του  . . .

Εσύ πέθανες, μέσα σε μια ροζ λάμψη,

Με λουλούδια στο στήθος, με λουλούδια στους βοστρύχους,

Κι εγώ στεκόμουν μέσα στο άρωμα σου,

Με λουλούδια στο στήθος, στο κεφάλι, στα χέρια . . .

23 Δεκεμβρίου 1898

Мне сйилась снова ты, в цветах, на шумной сцене,

Безумная, как страсть, спокойная, как сон,

А я, повергнутый, склонял свои колени

И думал: “Счастье там, я снова покорен!”

Но ты, Офелия, смотрела на Гамлета

Без счастья, без любви, богиня красоты,

А розы сыпались на бедного поэта

И с розами лились, лились его мечты…

Ты умерла, вся в розовом сияньи,

С цветами на груди, с цветами на кудрях,

А я стоял в твоем благоуханьи,

С цветами на груди, на голове, в руках…

23 декабря 1898

Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης ©

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ