‘Δραμάιλο’,
ένα πεζοποίημα,
Εκδόσεις
Αντίποδες
Κριτικό
σημείωμα της Εύης Κουτρουμπάκη
Διαβάζοντας
κάποιος για πρώτη φορά το ‘Δραμάιλο’
του Κυριάκου Συφιλτζόγλου, αναμιμνήσκεται
πιθανόν το στίχο του Νάσου Βαγενά: ‘O
χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου/όπως
η Αρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο’.
Κι
ο λόγος για τούτο προφανής μια και η
ποιητική αυτή συλλογή του Κυριάκου
Συφιλτζόγλου μεταξύ των άλλων που
διαπραγματεύεται είναι και ο χρόνος
και ειδικότερα ο παρελθών.
Η
πιθανόν περνούν από το μυαλό του οι
σκέψεις του εξαιρετικού ζωγράφου Κωστάκη
Λούστα στη
«Στήλη
Ανάλατος», στην Εφημερίδα «‘Εθνος»,
τον Οκτώβρη του 2003.
‘Μην
μαλώνετε με τους νεκρούς… Δεν έχουν
μάτια να σας δουν… ούτε αυτιά να σας
ακούσουν! Παρ’ όλη όμως τη θέση τους τη
δύσκολη… σιωπαίνουν… να χαρείτε εσείς
όλο το άδικο του κόσμου αυτού… στη
φασαρία και στην ζωντάνια της ζωής…
που έτσι προχείρως τ’ απολαμβάνετε και
τα δύο!… μικροπράγματα… τα τελεσθέντα
μίαν και μόνη φορά… επί το μακρόν των
αιώνων! (των κατ’ εμπρός ή και των κατά
πίσω…)
…
Ιδίως μην ενοχλείτε τους νεκρούς, μην
τους ξυπνάτε… Αυτοί στρώνουν το μέλλον
μας με ανθούς της προσμονής (και Ανοίξεων
υπερτάτων), συνθέτουν φως στα σκοτάδια
μιας απεραντοσύνης… που όποιος εσκέφθη
να την προσμετρήσει… τρελάθηκε εντελώς…
επιστρέφοντας με σκυμμένο κεφάλι στο
δύο επί δύο καλυβάκι έως το άλλο πρωί…
που θα εκπλαγεί της νέας Ανατολής… ενώ
δίπλα του (το πιθανόν) να καμαρώνει ένα
τεράστιο και γινωμένο λάχανο!
Ο
Συφιλτζόγλου στο Δραμάιλο αντίθετα με
τις προτροπές του Λούστα τους ξυπνά,
χρησιμοποιώντας την πανάρχαια εργαλειοθήκη
των δακρύων.
Τους
ξυπνά, τους ανοίγει τα μάτια και τ’
αυτιά όχι όμως για να τους ενοχλήσει
αλλά για να τους βάλει τα στρωσίδια που
τους πρέπουν για να κοιμηθούν τον ύπνο
τον αιώνιο, καλύτερα, βολικότερα και
πιο δικαιωμένα!
Από
το βάθος των εικόνων και μηδενίζοντας
το χρόνο, ο Συφιλτζόγλου, πριμοδοτημένος
με τα προτερήματα της οξύνοιας και της
επιδεξιότητας, έβαλε το χρόνο να παίξει
με άνεση περισσή , πάνω στο δέρμα του
Ανέστη του Πλημμύρα, της Αβράμως, του
Αγτζίδη, του Σταύρου Τσακμακίδη, του
Βάσου Κεμενετζίδη , του Ουσταμπασίδη
και όλων των υπολοίπων πρωταγωνιστών
του, υποστασιοποιώντας τους καθώς τους
ατενίζει από απόσταση.
Αυτοί
οι κατατρεγμένοι, αυτά τα σακάτικα
χνάρια, οι σπασμένοι άνθρωποι στην
επικράτεια της Δράμας με τις τρεις
βουλγαρικές κατοχές, της προσφυγούπολης
Δράμας που αρχίζει να δέχεται πρόσφυγες
από το 1913 , ζουν τη χαμοζωή τους βουτηγμένοι
σε έναν ιδιότυπο κοινωνικό βυθό .
Άνθρωποι
με εγχάρακτο στο δέρμα τους βαθιά τον
ξεριζωμό, ζουν ως απόκληροι στο Σαρίκαβακ,
στη Ραβίκα, στη Σκρίτσοβα, σε μια σκοτεινή
χλεύη, καπνίζοντας τσιγάρα μέσα σε
λάκκους νεκρών, τσαλαβουτώντας στην
κοπριά, ζώντας μαζί με τις κότες,
σκοτώνοντας μα και χάνοντας τη ζωή
τους, ξεραίνοντας την υπομονή τους.
Σ’
αυτήν την ποιητική σύνθεση την οποία
συνέχει με τρόπο εξαιρετικό ένας
εσωτερικός αρμός, με σκηνικό την
προσφυγική γεωγραφία, η Ιστορία είναι
πανταχού παρούσα, όχι όμως η ιστορία
των εγχειριδίων- την οποία ωσαύτως
γνωρίζει καλά ο ποιητής- αλλά η προφορική
ιστορία των καφενείων, των ιστοριών των
γιαγιάδων και των παππούδων, των
παρακαθιών, των νυχτερεμάτων. Η ιστορία
μιλημένη στα Ποντιακά, στα Τούρκικα,
στα Ελληνικά, στα μισοελληνικά , στα
ντόπια , μια ιστορία πολύγλωσση και
πολύτροπη.
Ο
Συφιλτζόγλου διαχειρίζεται το ιστορικό
γεγονός και εντός αυτού θέτει τους ήρωες
του , χωρίς καμία πρόθεση αγιοποίησης
τους.
Οι
κατατρεγμένοι αυτοί άνθρωποι γίνονται
συχνά κουρμπάνι και σφάγιο όχι μόνο της
κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής
παραφοράς, αλλά και των ίδιων των παθών
τους, πολλές φορές με ‘καρφιά στον
κώλο’, εγκαταβιώνοντας στη στενή,
τραβώντας πιστόλια, στρίβοντας λαρύγγια
ή μαχαιρώνοντας.
Στα
μισογκρέμια λοιπόν, σε μιάν απόκοσμη
καταχνιά στήθηκε το ιστορικό κάδρο
αυτού του βιβλίου . Καθισμένοι πάνω σ’
αυτά τα μισογκρέμια , νιώθουμε σαν να
ανοίξαμε το σεντούκι της μνήμης όλοι
εμείς, όσοι είμαστε προσφυγικής καταγωγής
και να πετάξαμε ένα ένα τα υφάσματα και
να φτάσαμε μέχρι τις φασκιές μας, όπου
ο Συφιλτζόγλου τεχνηέντως προβάλλει
όλα τα δράματα της ψυχής.
Ξέρεις
δεν ξέρεις όμως ποντιακά και μικρασιάτικα
καταλόγια και ντοπιολαλιές οι ιστορίες
αυτές μιλούν κατευθείαν στην καρδιά
σου.
Εισπνέει
και εκπνέει ο ποιητής και οι εκπνοές
του μας συμπαρασύρουν.
Όλα
αυτά τα μικρά για την ιδεολογία του
Αστισμού, αυτές τις μικρές και πικρές
ανθρώπινες ιστορίες μας καλεί να δούμε
ο ποιητής.
Αν
δεν δύνασαι να διαβάσεις το κάλλος και
το νόημα στα μικρά δεν μπορείς να το
ψηλαφήσεις στις κοσμογονικές αλλαγές.
Άλλωστε
συχνάκις, οι κοσμογονίες συνέβησαν από
την άθροιση των μικρών προσωπικών
ιστοριών.
Ο
Συφιλτζόγλου στο βιβλίο αυτό σκαρώνει
μια μαγική ατμόσφαιρα του ανεπανόρθωτου,
όπου η ζωή σε ακραία αναστάτωση δημιουργεί
μιαν ιδιότυπη αρμονία λύπης.
Μια
αριστοτεχνική σύζευξη της ζωής και του
θανάτου.
-Μελάνα
ελέπς με;
-Κρεμόν
μαύρον, γιάβρι μ’, κρεμόν, νεγκάσθην,
μαύρα αρνόπα, αρνόπα σον κρεμόν, λαλίαν
κι έχνε, μαύρα, γιάβρι μ’, νεγκάσθην,
αγλώσσοπα, αρνόπα πολλά, μαύρα, νεκρικά
κασέλας σον κρεμόν, ο χάρον, γιάβρι μ’
, ο χάρον τσαπίζ με.
Η
ανάγνωση αυτού του βιβλίου είναι μια
ανάγνωση πολλαπλά κρίσιμη σε πολλά
επίπεδα του λογοτεχνικού πεδίου.
Για
παράδειγμα η κυκλική δομή της σύνθεσης
αυτής που θυμίζει τον Κρητικό του Σολωμού
που αρχίζει και τελειώνει με την ίδια
σκηνή στο ακρογιάλι. Έτσι και το Δραμάιλο
αρχίζει και τελειώνει με την επίκληση
στον Σαούλ.
Κρέας
σκανδάλη. Μη χωριζέτω. Μη. Εις σάρκαν
μίαν. Μη, μη εξ αυτού. Τας θύρας. Αλεσμένο
κρέας. Φτωχός συγγενής. Εκ της σαρκός.
Μη,
μη Σαούλ. Μη σπέρνεις άντερα εκεί που
δεν τα σπέρνουν.
Και
στο τέλος, η τελευταία φράση του βιβλίου;
Μη
Σαούλ. Μην στέλνεις γράμματα εκεί που
δεν τα παίρνουν!
Σε
ότι αφορά τη γλώσσα, διαβάζοντας κάποιος
το ‘Δραμάιλο’ του έρχεται στο μυαλό
ο Μπρούνο Σουλτς ο οποίος τονίζει πως
‘η γλώσσα ανασταίνει έναν κόσμο,
ξετυλίγει τόπια γραφής και λέξεων, μια
χάβρα λέξεων και εικόνων’.
Ομοίως
και οι λέξεις του Συφιλτζόγλου,είναι
λέξεις κηλίδες γραμμάτων,που άλλοτε
ίπτανται, άλλοτε χάνουν τη βαρύτητα
τους και άλλοτε πέφτουν βαριές στην
καρδιά και τη συνείδηση.
Με
λέξεις ιδιωματικές , με λέξεις αχειροποίητες
κατατίθενται εμπρός μας οι καημοί που
μετακόμισαν εις τας αιωνίους μονάς ,
οι καημοί που έρχονται από καιρούς που
πιά δεν προσεγγίζουμε.
Ή
μήπως τους προσεγγίζουμε;
Μήπως
το «Ύφος Ινδιάνου» του Κυριάκου
Συφιλτζόγλου είναι μια μορφή κυκλικής
αφήγησης με το Δραμάιλο, σε σχήμα
πρωθύστερο, που αφορά τον καημό της
προσφυγιάς, τον καημό των ουλών στο σώμα
της ανθρωπότητας που όσο και να κλείνουν
το σημάδι πάντα μένει;
Ποιος
μπορεί να ξεχάσει ( ο ποιητής σίγουρα
δεν ξεχνά) πως τα ποτάμια του αίματος
δεν στερεύουν αλλά ανατροφοδοτούν κι
άλλα;
Ποιοι
άνεμοι παλιοί φυσούν από τους πρόσφυγες
του 22 μέχρι τους σημερινούς;
Γι
αυτό το αδιαπέραστο τείχος του πόνου,
μπετόν ζυμωμένο με τα δάκρυα των ανθρώπων,
σμιλεμένο με τους σουγιάδες τους,
χτισμένο με την αποκοτιά και ενίοτε τη
σκληρότητα τους, μιλά ο ποιητής στο
‘Δραμάιλο’ και στήνει το μνημιατρείο
του, ένα λεκτικό ιατρείο της μνήμης,…και
επουλώνει τις πληγές από τα λαξεμένα
πρόσωπα των προσφύγων , των μεροκαματιάρηδων,
των φτωχών, των αδύνατων, των πονεμένων
και τα ανασταίνει.
Άλλωστε
τα πρόσωπα που τα παράλαβε η Τέχνη δεν
πεθαίνουν ποτέ.
.