(Σκέψεις σ’ ένα ποίημα του Σωτήρη Παστάκα)

«Αντίπαλο έχεις μόνον τον εαυτό σου»,

έλεγες, «τι σημασία έχουν οι αντεραστές,

με τον εαυτό σου πρέπει να μετρηθείς,

τον εαυτό σου πρέπει να νικήσεις».

Δεν καταλάβαινα. Δεν ήθελα να καταλάβω.

Αναλφάβητος των αισθημάτων ήμουν

κι ακόμη θεωρούμαι: τον εαυτό μου να υπερβώ,

να τον νικήσω; Κι εγώ τί θ’ απογίνω;

Φυσικά είναι αδύνατον να καταγράψω το ευρύ φάσμα των ανθρώπινων τύπων που μπορούν να βρεθούν πρωταγωνιστές στο ποίημα αυτό. Θα αρκεσθώ, λοιπόν, στη δική μου φαντασίωση: την πουτάνα και τον ερωτευμένο. Γιατί την πουτάνα; Γιατί η πουτάνα δρα, μετέχει, εργάζεται, ζει χωρίς να νιώθει. Γιατί τον ερωτευμένο; Γιατί ο ερωτευμένος οπισθοχωρεί, ταπεινώνεται, ξεφτιλίζεται, ζει επειδή νιώθει. Όταν η πουτάνα ζευγαρώσει με τον ερωτευμένο, παρατηρείται, λοιπόν, το εξής φαινόμενο: η πουτάνα, επειδή, ακριβώς, δε νιώθει, προσπαθεί να γεμίσει το έλλειμμα του συναισθήματος που την κάνει δυστυχισμένη με απαιτήσεις: ζητά από τον ερωτευμένο να πατήσει όλες τις αρχές του, να παραβεί όλες του τις πίστεις, να συλήσει όλα του τα ιερά, να βιάσει τον ίδιο του τον εαυτό προκειμένου να λάβει ικανοποίηση. Ο ερωτευμένος, από την άλλη μεριά, μην μπορώντας να δει το έλλειμμα συναισθήματος της πουτάνας, πίπτει τον εαυτό του επειδή, κάποια στιγμή, καρκίνοι αναπτύσσονται στο σώμα του καθώς οπισθοχωρεί, ξεφτιλίζεται, ταπεινώνεται και εξαθλιώνεται. Ο έρωτάς του του ζητά να συνεχίσει, να πέσει ακόμα πιο χαμηλά, να καταργήσει τους παλιούς πυθμένες και να προσφέρει νέους, ακόμη βαθύτερα της αναξιοπρέπειας, προκειμένου να προσφέρει στην αγαπημένη το δώρο που θα την κάνει να χαμογελάσει. Πόσα, όμως, μπορεί ένα σώμα, ένα ερωτευμένο, σώμα, έστω, να αντέξει…

Τον ερωτευμένο μπορώ να τον κατανοήσω. Δεν είναι εύκολο να απαλλαγείς από ένα συναίσθημα που δίνει αξία στην ύπαρξη. Μοιραία προσπαθείς να το προστατεύσεις, όπως προστατεύεις το παιδί σου νεογέννητο στο καρότσι. Ποιος μπορεί να ψέξει τον ερωτευμένο που αναζητά όλες τις δικαιολογίες του κόσμου για να δικαιολογήσει όλα τα αδικαιολόγητα του σύμπαντος; Όχι εγώ. Την πουτάνα, όμως, μολονότι δεν μπορώ να την ψέξω, δεν μπορώ, ταυτόχρονα, και να την καταλάβω. Πώς μπορεί ένας ανθρωπος να γίνεται τόσο αιμοδιψής όταν με το σύντροφό του δεν είναι παρά συνεπεία κάποιας λογιστικής αναλύσεως, ευκαιριακής συνήθειας ή προνομιακής αποφάσεως;

Άσ’ τον, λοιπόν, κορίτσι μου, ήσυχο τον ανθρωπάκο. Άλλαξε το δέρμα του για σένα (δίχως καν να του περισσεύει το φαρμάκι, όπως θα προέβλεπε ο Γκανάς), σου έδωσε την ψυχή του, το σώμα του, τη γνώση του, το πορτοφόλι του, το σπίτι του, θυσίασε τους συγγενείς του στο βωμό σου, έβαψε τα μαλλιά του πορτοκαλιά, κακάρισε εμπρός στους αντεραστές του για να τους διασκεδάσει, δέχθηκε την κοινοκτημοσύνη του σώματός σου που λάτρεψε, είδε όρκους και υποσχέσεις να σοδομίζονται στην πιο βάρβαρη εκδοχή της διάψευσης και της πραγματικότητας. Μην του ζητάς άλλα. Παράτα τον να αναρωτιέται τι θα απογίνει αν δώσει και τα ολίγα που απέμειναν- και που αν δώσει και αυτά, μόνο τα κόκκαλά του θαθυμίζουν τον παλιό εαυτό του. Έτσι κι αλλιώς, κι αυτό το «εγώ τι θ’ απογίνω» του ποιήματος, «τι θ’ απογίνω χωρίς εσένα» στο βάθος σημαίνει.