ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ “ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Δεκαετία του 20 

    Εἶναι γενικὴ ἡ γνώμη πὼς κανένα λογοτεχνικὸ εἶδος δὲν εἶχε στὴν Ἑλλάδα τόση πρόοδο κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια ὅσην ἡ λυρικὴ ποίηση. Πλῆθος νέοι ποιητὲς παρουσιάστηκαν μὲ ἀξιοσημείωτο ταλέντο κ ἔδωσαν νέο αἷμα στὴν ποίησή μας.

    Σ’ αὐτὴ τὴν Ἀνθολογία προσπαθήσαμε νὰ δώσουμε τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ δείγματα ἀπὸ τὴν ποίηση τῶν νέων μας ποιητῶν, δηλαδὴ ἐκείνων ποὺ πρωτοπαρουσιάστηκαν ἀπὸ τὸ 1900 ὡς τὸ 1920.

    Δὲ μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς οἱ πενήντα ποιητὲς τῆς Ἀνθολογίας αὐτῆς εἶναι οἱ μόνοι νέοι Ἕλληνες ποιητὲς τῶν εἴκοσι αὐτῶν χρόνων. Πιστεύουμε ὅμως πὼς εἶναι οἱ πιὸ χαραχτηριστικοί.

    Στὴν κατάταξη ἀκολουθήσαμε τὴ χρονολογικὴ σειρὰ τῆς πρώτης ἐμφάνιση κάθε ποιητή.

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

    Ἐγγενήθηκε στὴ Λευκάδα καὶ τώρα μένει στὴ Συκιὰ τῆς Κορινθίας. Ἔχει παρουσιάση ποιήματά του σὲ περιοδικὰ ἀπὸ τὸ 1900, μὰ τὸ πρῶτο του βιβλίο «Ὁ ἀλαφροισκιωτος» ἐβγῆκε τὸ 1908. Ἄλλα ποιήτικά του ἔργα εἶναι : «ὁ Πρόλογος στὴ ζωὴ»(3 τόμοι), «Στίχοι»,»Τὸ Πάσχα τῶν Ἑλλήνων», «Ἀσκληπιός»,κτλπ.  

ΔΕΙΠΝΟΣ

Στὸ δῶμα, ἀπάνω στὸ βουνόν, ἕτοιμος εἶνε ὁ δεῖπνος.

Γλυκὸ εἶναι τοῦ λαδιοῦ τὸ φῶς, σὰν τὸ γλυκὸ καρπό του,

Θροφὴ στὰ μάτια, μὲ γλαυκὴ στὸ χάλκωμα τὴ ρίζα.

Σὰ γαληνὸς ἀστερισμός, στὸ σπήτι, ὀ λυχνοστάτης.

Καὶ τὸ τραπέζι, μὲ λινόν ευωδιασμενο ἐστρώθη.

Ἀπάνω του οἱ χλωροὶ καρποί, ἀπάνω κι ἠ κερήθρα

Κι ἡ ἐλιὰ γλυκιὰ στὰ στόματα, καθὼς τὸ φῶς στὰ μάτια.

Καὶ ἡ ἀνυφάντρα ἐδείπναγε – καὶ ἡ νιὰ μοιρολογήτρα

Γυναῖκες γλυκομέτωπες, ἡ Λυγιὰ δίπλα ἐδείπνα,

Ποῦ τη φλογέρα απιθωσε, στον αργαλειό απανω,

Καὶ ἡ Γλαύκη, μεγαλοφώτη γυναῖκα, ἀναπαμένα

Στὸ μέτωπό της τὰ μαλλιά, ποὺ ‘χὲ σὰ δυὸ φτεροῦγες

Χρυσὲς – καὶ ποὺ ἔφεγγε ἥσυχα, τὸ μέγα μέτωπό της.

Καὶ ἥσυχη ἑσπέρα ἐφώταγε μες στὰ βαθιά μας φρένα,

Στα παραθύρια τ’ ἀνοιχτά, βαθιᾶν Ὀλύμπια νύχτα,

Μὲ τὰ βουνά, σὰν τὸν ἀχνόν απ’ τὸ λειψὸ φεγγάρι,

Μὲ τάστρα ποὺ ἔπιναν τὸ φως στης ἠρεμίας τὸ λάδι.

Θροφὴ στὰ μάτια, σὰν ἡ ἐλιὰ στὸ στόμα, ὁ λυχνοστάτης

Βαθιά ‘φεγγε τὰ φρένα μας, μὲ τὴν Ὀλύμπια νύχτα.

Τὸ λάδι ἔφεγγε μέσα μας, βαθιὰ τὴν καλοσύνη,

Κι ἡ νύχτα, τὴν ἀγέρωχη γαληνη καὶ τὴ σκέψη.

Πίσω ἀπ’ τὸ ἀλαργινὸ βουνό, ποὺ ἐδιάφεγγε σὰν ἄχνα,

Κατέβαινε κι ὁ πόνος μας, μαζὶ μὲ τὸ φεγγάρι,

Ποῦ ἐπύρωνε, ὡς βασίλευε, τὴ σιωπηλὴ ἀγωνία.…