Εκδόσεις Μετρονόμος, Σειρά Ποιείν

 «Άμμος»  —

To εκλιπόν σου σώμα

εγέγονε

να ονοματίσει ποίηση

Ι. Σ.

Στην Άμμο, την τρίτη και πιο ώριμη από τις δύο προηγούμενες συλλογές της, η Έφη Καλογεροπούλου —με δοκιμασμένη ήδη τη λιτή εκφραστική προσέγγιση της ποιητικής απόφανσης—, προχωρά ακόμη περισσότερο όχι μόνον όσον αφορά την ακρίβεια με  την οποία χειρίζεται το στίχο της και τον αυστηρά δομημένο τρόπο με τον οποίο επιτηρεί από την αρχή έως το τέλος το ενδολεκτικό τοπίο της, αλλά διαπραγματευόμενη το θέμα της ανθρώπινης ταυτότητας εξαρχής, εκεί όπου δηλαδή σχηματίζεται, και μάλιστα παραθέτοντας τους τρόπους και τα αποτελέσματα αυτής της ασυνείδητης διαδικασίας. Οι καθρέφτες, το βλέμμα, η φωνή, ο μαστός, πολλά στοιχεία που σχετίζονται με τη σύνθεση,  την αποσύνθεση, τα απορρίμματα ή τα παράγωγα του σώματος, τον ευνουχισμό, το θάνατο, επανέρχονται στα ποιήματα είτε με άμεσα ειπωμένο τρόπο είτε διά μέσου συμβολικών εικόνων και μετωνυμικών αναπαραστάσεων, των οποίων όμως η Καλογεροπούλου μας δίνει πάντα με συνέπεια όλα εκείνα τα απαραίτητα κλειδιά για να αποκρυπτογραφήσουμε. Στην Άμμο μπορούμε να δούμε καθαρά και να ανιχνεύσουμε τόσο τις ποιητικές προθέσεις και τις νοηματικές συντεταγμένες όσο και τον τρόπο με τον οποίο κτίζεται τεχνικά το ποίημα. Υπό την έννοια αυτή, τα ποιήματα της συλλογής αφενός συνιστούν πολύ καλές ποιητικές προσεγγίσεις και αφετέρου βλέποντας και την πορεία της Καλογεροπούλου, μπορούμε να αναμένουμε και αξιόλογη συνέχεια. Τα χαρακτηριστικά λοιπόν γνωρίσματα της συλλογής αυτής, από δομικής απόψεως, θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως εξής: 

1.Επαναδιοργάνωση και επαναπροσδιορισμός σημαινόντων στο ποίημα μέσα από κυκλικά σχήματα. Το ίδιο το ποίημα δίνει τα κλειδιά για να αποκρυπτογραφηθεί η σημειωτική της ποιητικής της Καλογεροπούλου. Τα ποιήματα στήνονται κάποτε με μικρά θραύσματα εικόνων, θα λέγαμε,  με μία επιλεκτική δυναμική στην άσημη λεπτομέρεια, η οποία γαντζώνεται γερά πρώτον στις εικόνες και δευτερευόντως στους ήχους με αποτέλεσμα την ολοκληρωμένη και σφιχτοδεμένη ποιητική πράξη. 

Στέρηση η πέτρα/καθρέφτης το νερό/ δήμιος ο καιρός/ το δέντρο προσευχή/ χτίστης αόρατος το φως/ λαβύρινθος η απώλεια/ σκοτάδι το κενό/ θάλασσα ο νόστος/ Χώμα ζεστό το σώμα/ το σώμα σου

2.Χωρίς να είναι πάντα ιδιαίτερα αφηγηματικά, αλλά με λιτά εκφραστικά μέσα, επιτρέπουν να χτιστεί μία ιστορία η οποία, εν τέλει, διηγείται τον εαυτό της. Το ποίημα διηγείται το ίδιο το ποίημα και συνδιαλέγεται μαζί του, ο ποιητής απλώς δημιουργεί τους αρμούς του και αποχωρεί αδιάφορος για το διάλογο που οι λέξεις θα κάνουν μεταξύ τους και ερήμην του. Είναι χαρακτηριστικά τα τοπία και τα πρόσωπα που ελλοχεύουν στο ενδιάμεσο των λέξεων της ποίησης της Καλογεροπούλου, μιας ποίησης που ξεγελά με την σε πρώτο επίπεδο αφαιρετική φόρμα και τα απλά υλικά ή σκηνικά που επιλέγει για να δομήσει το στίχο της. Η ποίησή της, εάν κανείς μείνει στην προτεινόμενη και μόνον εικόνα, ξεγελά. Η εικόνα παραμένει λιτή, αλλά οι ήχοι της έχουν βάρος και υπαρξιακή αγωνία. Κι αυτό είναι ανατρεπτικό. Ζητούμενο δηλαδή στην ποίηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το επόμενο ποίημα, όπου ένα ομιλούν «συ» ή «σε» ακούγεται στους ήχους του ποιήματος να μιλά και μάλιστα μ’ έναν ένθερμο λόγο, έναν λόγο δαντικής κόλασης, θα λέγαμε, αλλά στην εικόνα του ποιήματος απουσιάζει, αναφέρεται ως μη υπαρκτό, ως αποκύημα της φαντασίας.  

  

Έσερνε φωνές ο αέρας/ σε μυστικά περάσματα. / Κραυγές άνοιγαν κι έκλειναν /τρύπες στο σκοτάδι/ Σιωπές έπαιρναν φωτιά/Έστρεφε το κεφάλι τότε/ στη φορά της φλόγας/ Τίποτα κανείς. /Φόνοι πολλοί/ πολλά φαντάσματα

3.Υπό την έννοια αυτή, στην ποίηση της Καλογεροπούλου δεν θα βρούμε ακροβατικές συνάψεις λεκτικών σχημάτων, ιδιαίτερα τολμηρές μεταφορές ή εικονοποιητικές υπερβάσεις. Επιπόλαια, από την άλλη πλευρά,  θα μπορούσε κάποιος, λαμβάνοντας υπόψη τη λιτότητα, να θεωρήσει ότι βρισκόμαστε ενώπιον μίας ρεαλιστικής θέασης του κόσμου. Πράγμα που θα ήταν άστοχο. Η ποίηση της Καλογεροπούλου ξεκινά από φαινομενικά ρεαλιστικές εικόνες, οι οποίες όμως εν συνεχεία διογκώνονται και εκτείνονται. Είτε με μία διαφορετική διαπραγμάτευση σε ό, τι αφορά το χρόνο είτε με την εισαγωγή ενός απρόσμενου αντικειμένου που ανατρέπει τις ατμόσφαιρες είτε με ήχους και την επαναλαμβανόμενη ηχώ τους είτε με τοπία ενυπνίων είτε με ονειροπολήσεις. Το πραγματικό υπεισέρχεται στο φαντασιακό και αντίστροφα. Ο μαγικός ρεαλισμός είναι εδώ. 

Μια πέτρα άγρια από σιωπή/ Χτυπούσε το παράθυρο της μνήμης του/ μέρα μεσημέρι. / Άνοιγε τα παντζούρια αυτός/ έξω έγερνε το κεφάλι/ η πέτρα σίγουρη για καβγά/ σήκωνε τα μανίκια. / Έτοιμος από καιρό. / Άναψε το φως/ τράβηξε τις κουρτίνες

4.Η Καλογεροπούλου, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μας εισάγει σε ατμόσφαιρες με μία μοναδική αγαθότητα και ηρεμία, λέγοντάς μας πολύ απλά, καλώς ήρθατε, αυτός είναι ο κόσμος μου. Καθίστε, θα δείτε το έργο μου να παίζεται! Η γράφουσα σκηνοθετεί θεατρικά τη γραφή της. Πολλά ποιήματα της συλλογής διαπνέονται από τα ρευστά και τις ατμόσφαιρες της θεατρικής δράσης. Χρησιμοποιούνται όχι απλώς ενεργητικά ρήματα, από γραμματικής απόψεως, αλλά ρήματα δράσης από τη πλευρά της λειτουργικότητάς τους στην ποιητική σκηνή. Ρήματα που πλαισιώνουν πρόσωπα και σκηνικά αντικείμενα. Είναι αξιοπρόσεκτος επίσης ο φωτισμός στα ποιήματα αυτά, ο τρόπος που η Καλογεροπούλου χειρίζεται το φως. Επιπλέον, δεν φωτογραφίζει απλώς τη σκηνή, δεν αιχμαλωτίζει το χρόνο και τη δράση δημιουργώντας σταθερές ποιητικές αποφάνσεις, αλλά δραματοποιεί στο έπακρο το συμβάν. Τα ποιήματά της με αυτόν τον τρόπο, και όχι απλώς οι συντελεστές τους,  κινούνται στο χώρο που εκείνη έχει επιλέξει στη συγκεκριμένη συλλογή, στο χώρο της νύχτας. 

Ανέβηκε τη σκάλα/ στο τέλος της συνάντησε/ ένα παράθυρο φαρδύ/ σχεδόν μακρύ, ψηλό/ ή ίσως και να μην ήταν καν παράθυρο/ αυτή η τρύπα αέρα/ που ’βγαζε σε ουρανό. Πλήθος στοιχίζονταν/ ο ένας πίσω από τον άλλον/ το ανθρώπινο ποτάμι πάσχιζε/ να φτάσει εκεί, κοιτούσε σιωπηλό/ κι έφευγε επαναλαμβάνοντας σε κύκλο/ ακριβώς την ίδια διαδρομή. /Δυο κρίκοι της ίδιας αλυσίδας/ δυο βαθιές κυκλικές ρυτίδες/ έσκαβαν η κάθε μια για λογαρισμό της/ το γυμνό μέτωπο του χρόνου/ με αγωνία και φόβο/ μήπως το χώμα τελειώσει.

5.Πιο συγκεκριμένα σε μία ακολουθία συμβάντων που ολοκληρώνονται σε έξι νυχτερινές ενότητες. Η συμβολική της νύχτας ως τόπος θανάτου, σιωπής και κενού  είναι και η σταθερή σκηνή στην οποία εκτυλίσσεται η δράση, ακόμη και αν ο εξωτερικός χρόνος είναι διαφορετικός. Ακόμη και μία σκηνή στο φως κυκλώνεται από το φωτισμό του σκοταδιού. Κι αυτή είναι ακόμα μία ανατροπή που ευνοεί την ποιητική λειτουργία.  Ο ρυθμός άλλωστε της νύχτας ή, ίσως καλύτερα, του χρόνου στον οποίο κατοικεί η νύχτα, είναι και ο εσωτερικός ρυθμός που αισθανόμαστε ανάμεσα στις φράσεις των ποιημάτων. Η Καλογεροπούλου έχει επιτύχει να ισορροπήσει τη θεματική της με τη φόρμα για έναν πολύ απλό και συνάμα πολύ ουσιαστικό λόγο: διότι η ίδια γράφει από τον τόπο της νύχτας. Η ποίηση είναι κατάσταση, δεν είναι περιγραφή της κατάστασης, η ποίηση πρωτίστως βιώνεται και εν συνεχεία αναμετριέται με τον ποιητή, που θα επιχειρήσει να λεκτικοποιήσει το βίωμα επιστρέφοντας στον «τόπο του εγκλήματος», στον τόπο  του θανάτου του ίδιου του ποιήματος. Το ποίημα βρίσκεται κάπου εγγεγραμμένο πεθαμένο. Αυτή ακριβώς είναι και η θεματική της Άμμου κι εκεί επιστρέφει η Καλογεροπούλου για να αναμετρηθεί με τον ποιητικό λόγο.

·Και τα χέρια τους ζεστά πάνω στον ασβέστη/ Ντρέπονταν τόση σιωπή

·Και ομίχλη υγρή χρόνου από την άλλη/ ισόποσα ποτέ δεν είναι εσύ και η απουσία σου

·Μ’ ένα κοπίδι φως στο χέρι/ έκοβε νύχτα όλη νύχτα

6.Η Άμμος είναι μία συλλογή όπου η Καλογεροπούλου αναμετριέται με τον υπαρξισμό και την ανθρώπινη ταυτότητα, με όλες τις κινήσεις της ύπαρξης έναντι των αντικειμένων που μας προσδιορίζουν, αλλά και μας ευνουχίζουν συνάμα. Και όσο και να φανεί περίεργο, ο τίτλος Άμμος δεν είναι ούτε αθώος ούτε θαλασσινός ούτε ακόμη περισσότερο ρομαντικός. Είναι τρομακτικός. Όταν μπει πλάι στα σημαίνοντα που επανέρχονται με διαφορετικό τρόπο, καθώς ξεδιπλώνεται η ποιητική συλλογή σπειροειδώς μέσα από  πολλαπλές παραλλαγές στο ίδιο θέμα, όταν με μαθηματική και χειρουργική ακρίβεια μελετήσουμε το πώς χρησιμοποιούνται από την Καλογεροπούλου και πώς επαναπροσδιορίζονται, όταν πραγματικά δούμε τα σημαίνοντα στη σχέση και στην ακολουθία τους, θα διαπιστώσουμε ότι οι έξι νύχτες βρίσκονται ήδη στον τίτλο της συλλογής: Άμμος είναι το νεκρό σώμα, το «σώμα» που έχει αποκοπεί σε μικρά μόρια, έχει κατασπαραχθεί από το βλέμμα και μετατραπεί σε κόκκους. Άμμος είναι το νεκρό σώμα που τώρα αναζητά με αγωνία εκείνο το «όμμα» (amo:s, oma, καθρεφτική σχέση και amo= αγαπώ, λατ.) εκείνο το βλέμμα που θα το κοιτάξει, θα το αγαπήσει,  θα το επαναπροσδιορίσει και θα το αναστήσει. 

·Χώμα ζεστό το σώμα/το σώμα σου

·Γιατί το κλάμα είναι/ ένα κομμάτι βρώμικο κρέας/ στο στόμα πεινασμένου σκύλου

·Χώμα νωπό, παγωμένα σίδερα,/ να ζεσταθεί πασχίζει, χώνεται ανάμεσα/ πάσχουσα,/ ταΐζει τα σκυλιά της εικόνες/ μισομαγειρεμένες 

·Στο βυθό, φώναξε/ θα βρεθούμε στο βυθό/Έκτοτε/ το επίθετο έγινε όνομα/ κι εκείνη πρόσωπο

Άμμος είναι ο τόπος όπου βιώνεται ο θάνατος, το σώμα του θανάτου, το σώμα με το οποίο μιλιέται ο θάνατος, το σώμα του ανθρώπου και της ποίησης εν τέλει: 

Τη νύχτα/ αδειάζει το δωμάτιο/ χαράζει κύκλο από σιωπή/ και σέρνει την καρέκλα του στο κέντρο. Από την τσέπη/ Βγάζει ένα αόρατο κάτοπτρο και του μιλά/ Κι είναι φορές που σπάζει αυτό/ σκοτεινή άμμος τινάζονται οι λέξεις/ και πέφτουν και πέφτει. /Η νύχτα παίζει το παιχνίδι της άμμου