«Αλίμονο, τι μεγάλος καλλιτέχνης χάνεται»,
είπε ο Νέρων και τα κακάρωσε. Αλίμονο, τι μαλακίες σκέφτομαι, λες και σε
πιάνουν γέλια, το σκυλί σου σε κοιτάζει απαυδισμένο, καθώς μετακομίζει απ’ το
κρεβάτι στην πολυθρόνα.

Σηκώνεσαι, παρατηρείς τη νύχτα έξω,
παρατηρείς τη νύχτα μέσα, αυτή η αϋπνία κάτι κρύβει. Μόνο που δεν έχεις όρεξη
να ψάξεις, πιάνεις το φακό, ελέγχεις τα λουλούδια σου, τσακώνεις ένα μπουμπούκι
που περιμένει το φως για ν’ ανοίξει. Α, ένα μπουμπούκι είμαι κι εγώ, σκέφτεσαι.
Μια φωνή σε ρωτάει, ‘έχεις δει μπουμπούκια να καπνίζουν;’

Κοιτάς επικριτικά το σπίτι. Σου θυμίζει
γκόμενο που τον βαρέθηκες, αλλά πληρώνει το νοίκι, άρα δεν σε παίρνει να τον
σουτάρεις. Προς το παρόν, λες, και ξαπλώνεις πάλι, βάζεις μια κωμωδία στοyoutube. «Εσύ ο μπακαλόγατος κι εγώ το
μπακαλογατί» φωνάζει ο Χατζηχρήστος και ξάφνου βλέπεις ένα γατί που δεν κωλώνει
μπροστά στους σκύλους, ορμάει και τους δέρνει με κουνελίσιες φάπες κι ύστερα νιαουρίζει
ηρωικά στην ταράτσα απ’ όπου πήδηξε η Ελενίτσα. Και απ’ τα γατιά πας στο ταψί
που ξέχασες στο φούρνο και ξανασηκώνεσαι να δεις το κρέας που καρβούνιασε και
σου λύνεται η απορία γιατί απ’ τις οχτώ μύριζε ψητό όλη η πολυκατοικία κι έχει
πάει δύο τα ξημερώματα. Οι πατάτες, ίδιες με τα σκατουλάκια εκείνης της γριάς
που φρόντιζες φοιτήτρια κι είχε το χούι να χέζει μόλις την έκανες μπάνιο και
γελούσε ευτυχισμένη με το ξεδοντιασμένο στόμα της ορθάνοιχτο, μ’ ένα γέλιο
παιδιάστικο που σε παρέσυρε και δεν της θύμωνες ποτέ. Η μάνα της Ελενίτσας
πέταξε τα πράγματά της στο δρόμο, δεν ήθελε λέει, να της θυμίζουν την τρελή την
κόρη της, αλλά το γατί της το κράτησε. Δεν ξέρει ότι αυτό έσπρωξε την Ελενίτσα
στο κενό και θα το ξανακάνει.

Κι ύστερα σκέφτεσαι μήπως πεινάς και τι
να φας, όπως έλεγε ο Γιώργος Μαρίνος και τον ψάχνεις στο ίντερνετ βράζοντας
νερό για μακαρόνια, τον βλέπεις αλλοιωμένο απ’ τις πλαστικές, τρώγοντας τα
νιάτα σου με ντομάτα κονσέρβα και βασιλικό που έκοψες πριν λίγο απ’ τη γλάστρα
και σίγουρα τον ξύπνησες, όχι τον Μαρίνο, τον βασιλικό. Μα, σκέφτονται τα φυτά;
αναρωτιέσαι ξέροντας ότι ναι, και σκέφτονται και νιώθουν, απόδειξη ότι άνθισαν
δεκαπενταύγουστο οι καμέλιες που έδωσες τα κλειδιά του σπιτιού σου στην
ερωτευμένη φίλη σου, η μνήμη σου βολτάρει σε μια σπηλιά μέσα στη θάλασσα
σεφερική, απόλυτα γήινη, τι ηδονική ανάμνηση και μπαίνεις στο ντους, να διώξεις
τη γλίτσα της κάψας, όμως η μνήμη δεν ξεγελιέται από σαπουνάδες. Ναι, το σώμα
κρίνει πιο γνήσια, ένα χαμόγελο ξεφυτρώνει, ο καθρέφτης το πιάνει, στο αναμεταδίδει.

Αυτή η νύχτα θέλει λίγο ως να ξημερώσει,
φοράς αθλητικά, αφήνεις το σπίτι στο σκυλί, η μακαρονάδα παίζει μποξ με τις
μνήμες στην κοιλιά σου, οι θάλασσες ξερνάνε ατόλες πτωμάτων, έψαχνα που να σε
θάψω, τελικά σε διάλεξα μέσα μου άταφο, δεν μπορώ να πολεμήσω το μίσος τους,
«μπορείς να τους προσπεράσεις» λέει η Εύη, χιλιόμετρα συγκατάβασης, τραγούδια
φωτισμένα σε μάτια που τσούζουν, πού είσαι, πού είμαι, μια αγκαλιά ζήτησα, τι
να τα κάνω τα μεγαλεία άμα δεν έχω αγάπη; Δεν ανήκω στην οικογένεια των
ψυχιδών. Νύχτα χάσου, λέω, πριν λιώσω.