Πάει
στο γκέτο, ελπίζοντας να συναντήσει πρώτους αυτούς που καταλαβαίνουν ελληνικά ή
αγγλικά, να κυκλοφορήσει το μήνυμα. Περπατάει γρήγορα, μιλάει συλλαβιστά. «Κίνδυνος,
κρυφτείτε.Danger, μιντάκουα,go,hide,casher», παριστάνοντας ότι ψωνίζει εξωτικά τρόφιμα.  Αφεντικά κι εργαζόμενοι υποκρίνονται ότι δεν
κατάλαβαν αλλά πάντα κάποιος τρέχει παραδίπλα να ειδοποιήσει. Χωρίς κινητά,
ποτέ με κινητά. Μερικοί γουρλώνουν τα μάτια, άλλοι χαμογελούν, άλλοι ευχαριστούν,
«Shukran,shukran». Τα
χέρια ελεύθερα πάντα, ποτέ σακούλες, ποτέ.

Συνεχίζει
εκεί που παίρνουν ένα πιάτο φαί οι πρόσφυγες και τα πρεζόνια, μιλάει, οι φίλοι εθελοντές
συγκατανεύουν. «Εντάξει, έγινε».

Μετά
πιάνει όλη την Πατησίων με τα πόδια, φρενάροντας στις ανήλικες πόρνες. Ποτέ στο
λεωφορείο ή το τρόλεϊ, ποτέ στο τρένο. Φοβάται πια. Φοβάται.  Τα κοριτσάκια ρίχνουν μια ματιά προς τα πίσω,
στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου κρύβεται ο δικός τους, να τις πλησιάσει να
του εξηγήσουν. Ελάχιστες το σκάνε πρωινιάτικα. Εκείνες ανήλικες αφρικανές, οι
νταβατζήδες κατάλευκοι γαλανομάτηδες. Οι ξανθές, ψηλές πουτάνες, δεν
κινδυνεύουν. Προς το παρόν. Όμως ξέρουν πια, μετράνε πόσα κοριτσάκια
εξαφανίζονται κάθε νύχτα.

Ανεβαίνει
Εξάρχεια χώνεται στα στενά. Ειδοποιεί περπατώντας. Περνάει απ’ τους λιγοστά
κρυφά σχολειά όπου διδάσκουν αγγλικά και ελληνικά σε πρόσφυγες. Αφήνει τις κούτες
που μάζεψε στη διαδρομή, για πακετάρισμα βιβλίων και ρούχων. Μετακόμιση. Πάλι.

Φτάνει
Μοναστηράκι. Νυχτώνει. Σκύβει, τάχα μου ότι ελέγχει τα εμπορεύματα και
ψιθυρίζει ότι πρέπει να κρυφτούν, να τα μαζέψουν. Θυμούνται όλοι τον Σενεγαλέζο
που έπεσε στο τρένο του Θησείου, αρχές του ’13, τρέχοντας να γλιτώσει από
ομελέτες και ένστολους. Τα μαζεύουν σφυρίζοντας με τον δικό τους μοναδικό
τρόπο. Για δευτερόλεπτα μεταφέρεται σε κάποια έρημο όπου οι άνθρωποι αναγκαστικά
επικοινωνούν με σφυρίγματα καθώς προφυλάσσουν το στόμα απ’ την άμμο. Να
προφυλαχτεί, να αποσυρθεί. Ναι, πρέπει. Φοβάται.

Κατεβαίνει
Γκάζι. Μπαινοβγαίνει στα μαγαζιά όπου δουλεύουν ξένοι, το μήνυμα κυκλοφορεί με
αστραπιαία ταχύτητα. Πάει σε άλλες γειτονιές όπου μαζεύονται ομοφυλόφιλοι.
Ξέρουν. Προσέχουν. «Ας έρθουν» μουρμουρίζουν δήθεν θαρραλέα. «Κι εσύ να
προσέχεις».

Προχωράει
στη Συγγρού. Τραβεστί, πουτάνες, παιδάκια. Οι νταβατζήδες ενοχλούνται. Τους
χαλάει τη δουλειά. Επιμένει. Το σκέφτονται. Συνεδριάζουν. Εντάξει, θ’ αλλάξουν
στέκια για λίγο καιρό.

Επιστρέφει
στο κέντρο ξημερώματα, πάντα με τα πόδια. Παλιά κυκλοφορούσε με ποδήλατο. Όχι,
όχι ποδήλατο, σε χτυπάνε χειρότερα απ’ το τρένο. Κάτω απ’ το παλιό Δημαρχείο,
δαγκώνεις δίχρονο παιδί με πέντε ευρώ. Αναθαρρεύει βλέποντας ένα βανάκι εθελοντών.
Θα παραστήσουν τους πελάτες για να κλέψουν το παιδί.

Τα
μπαρ κλείνουν, τα φουρνάρικα ανοίγουν. Κυκλοφορούν τα πρώτα λεωφορεία. Το μαύρο
γίνεται άσπρο. Άλλη μια μέρα που έκανε αυτό που πιστεύει ότι πρέπει να κάνει
για να μην ντρέπεται. Σε λίγο πιάνει δουλειά. Μέχρι να απολυθεί. Το ξέρει.

Αφαιρείται.
Χαμογελάει. Από μακριά η Ακρόπολη καμαρώνει στο βάθρο της. Σταματάει ν’ ανάψει
τσιγάρο, να τη θαυμάσει. Σκέφτεται για πολλοστή φορά ότι πρέπει να πάρει
μαθήματα αυτοάμυνας. Ρουφάει το τσιγάρο, απολαμβάνει τους ψίθυρους της πόλης
που τανύζεται ξυπνώντας. Σιγοτραγουδάει στη σκέψη της αντιναζιστικής
συγκέντρωσης που θα πάει το απόγευμα, μετά τη δουλειά. Την άλλη Κυριακή τι
αποστολή έχει; Δεν ξέρει.

Δεν
ακούει το μηχανάκι που πλησιάζει. Νιώθει το τάζερ στα νεφρά. Ύστερα στην
αρτηρία. Ηλεκτροπληξία. Η γλώσσα τινάζεται έξω για ανάσα. Παραλύει. Δεν νιώθει
το μαχαίρι. Βλέπει το αίμα. Η καρδιά μου ματώνει;

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΑΦΗΓΗΣΗ……ΔΥΝΑΤΗ ΕΙΚΟΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΠΟΥ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΕΧΕΙ ΦΤΑΣΕΙ ΣΤΑ ΑΝΩΤΑΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΝΤΟΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΟΧΗΣ……

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ