Δεν έχει ούτε δόντια ούτε μαλλιά, το κεφάλι
του είναι πατικωμένο στους τετράγωνους ώμους απ’ όπου ξεφυτρώνουν χέρια κοντόχοντρα,
κολλημένα σε κορμό βαρύ που ταλαντεύεται πάνω στα στραβά πόδια του. Μιλάει
σφυριχτά σε τόνους καστράτο, φτύνοντας τις λέξεις, το σίγμα ακούγεται θήτα κι
οι πελάτες τον παρατηρούν υπομειδιώντας. Το πιάνει, ντρέπεται και φτύνει
χειρότερα.

Το μαγαζί του ένα υπόγειο υγρό και
σκοτεινό με λιγοστά εμπορεύματα, σκονισμένα, συχνά με ληγμένες ημερομηνίες,
πάντα σε ακριβότερες τιμές από όλα τα γύρω ψιλικατζίδικα.

Δεν βγαίνει ποτέ στον ήλιο, δεν
χαιρετάει τους γείτονες, που έτσι κι αλλιώς ψωνίζουν απ’ αυτόν μόνο σε μεγάλη
ανάγκη όταν δεν έχουν κουράγιο να πάνε στο πιο μακρινό μαγαζί. Όλοι τον
αποφεύγουν γιατί αν του δώσεις το παραμικρό θάρρος, σε τρελαίνει στις θεωρίες
για υπόγειους και υπέργειους κόσμους, για νεφελίμ και σιχτιρίμ, για εθνοσωτήρια
γνώση που μόνο αυτός κατέχει, κοιτώντας με βλέμμα αλαφιασμένο, έτοιμος να
αμυνθεί στην ειρωνεία του ακροατή του και ταυτόχρονα πανικόβλητος μην τον χάσει
και δεν έχει κανέναν να μιλήσει.

Πίσω του στον πάγκο αντί για τσιγάρα,
αμέτρητα βιβλία των αρχαίων κλασικών που τα ανοιγοκλείνει καθώς αγορεύει και
διαβάζει φτύνοντας φράσεις για επιβεβαίωση των απόψεών του ενώ ο πελάτης που
την πάτησε, προσπαθεί να ξεφύγει ανεβαίνοντας τα σκαλιά προς τον επίγειο κόσμο κι
αυτός φωνάζει, «κάτσε να σου πω κι αυτό, μείνε, μείνε» στην πλάτη του.

Πιστεύει ακράδαντα ότι η «πατρίς είναι
μία ερματισμένη ενότης» -προφανώς το κάπα το έχασε στο δρόμο της ασυναρτησίας
του- και σε κοιτάζει περιμένοντας το μπράβο που δεν έρχεται κι όλο πέφτει η
αυτοεκτίμησή του κι όλο θυμώνει.

Κλέβει συστηματικά στα ρέστα πεπεισμένος
ότι οι πάντες είναι απατεώνες και τους αξίζει το κλέψιμο, μια ελάχιστη
ανταμοιβή στη δική του μιζέρια, μια εκδίκηση που δεν ψωνίζουν πιο συχνά απ’ το
ψιλικατζίδικό του και όταν του ζητήσεις τα πέντε λεπτά που σου έφαγε, φωνάζει
«τι ανάγκη έχεις εσύ» και στα δίνει λέγοντας, «σιγά μη σου φάω πέντε λεπτά»
ξύνοντας τα αρχίδια του.

Τις νύχτες αγριεύει περισσότερο. Ειδικά
αν τύχει να περάσει μαύρος μπροστά απ’ το ψιλικατζίδικο, βγάζει όλο το μένος
του πανικού του πάνω του. Πετάγεται έξαλλος απ’ την υπόγα του κραδαίνοντας ένα
ματσούκι που κρύβει κάτω απ’ το ταμείο και τον σακατεύει στο ξύλο, ουρλιάζοντας
«ξυπνήστε Έλληνες, αυτοί μας τρώνε τη ζωή». Χτυπάει μόνο τους αποστεωμένους που
σέρνουν ένα καρότσι σούπερ-μάρκετ όπου πετάνε ό,τι τους γυαλίσει μέσα στους
κάδους απορριμμάτων. Όσες φορές βλέπει παρέες σκουρόχρωμων ανδρών να
τριγυρίζουν το πεζοδρόμιό του, λουφάζει με σκυφτό κεφάλι, δήθεν αφοσιωμένος στα
βιβλία του. Όμως κάθε Σάββατο πάει στο μπουρδέλο της γειτονιάς που δουλεύουν
μόνο αφρικανές.

Δηλώνει εθνικιστής, μα αν τον ρωτήσεις
μήπως ανήκει στα χρυσαύγουλα, ανακοινώνει με απέχθεια ότι αυτοί είναι
αμόρφωτοι. Συμπληρώνει ωστόσο ότι πηγαίνει στα γραφεία τους γιατί πρέπει να
τους επιμορφώσει, «το χρωστάω στην πατρίδα» μουρμουρίζει καθαρίζοντας τα νύχια
του με οδοντογλυφίδα.

Τώρα που άρχισαν οι συλλήψεις των Ναζί φοβάται.
Έπαψε να βγάζει λόγους, έπαψε να χτυπάει με το ματσούκι, κάθεται μόνο πίσω απ’
τον πάγκο, χωρίς βιβλίο μπροστά του και κοιτάζει έξω με γουρλωμένα μάτια.