Ο τελευταίος
εναπομείνας Βικτωριανός




Το
καλύτερο για την ποίηση του Γιώργου
Μαρκόπουλου έχει ειπωθεί από τον ίδιο.«Η αγαπημένη μου συλλογή
είναι «Οι πυροτεχνουργοί» (1979). Τα
ποιήματα αυτά είναι παιδάκια με
καλοκαιρινό μακό μπλουζάκι και
φυσαρμόνικα, έτσι τα θυμάμαι. Στη συλλογή
του 1998 «Μη σκεπάζεις το ποτάμι»
(Κρατικό
Βραβείο Ποίησης 1999)τα
παιδιά αυτά μεγάλωσαν και έγιναν
καλοντυμένοι κύριοι. Στον «Κρυφό κυνηγό»
έχουν γίνει πονεμένοι άνθρωποι με
πιτζάμες στο νοσοκομείο»
[1].


Και
έχει δίκιο. Είναι τρεις συλλογές ορόσημα
του συνολικού τού έργου. Στον
«Κρυφό
κυνηγό» όμως το μακρινό πια 2010, τα
πράγματα διαφοροποιούνται λίγο. Κάνει
ένα άλμα από τα άλλα ποιητικά τού βιβλία,
τα οποία ήταν η μαγιά για να μας μιλήσεις
ως Κρυφός Κυνηγός. Η συλλογή, είναι
δημοσιευμένη 12 χρόνια μετά από το «Μη
σκεπάζεις το ποτάμι», αλλά φαίνεται ότι
κάτι έχει, μια αψάδα, δίνει μια γροθιά
στο στομάχι που αφήνει ένα περίεργο
σημάδι. Δεν είναι μόνο ο χρόνος που
συνετέλεσε. Άλλωστε αν τα βάλουμε κάτω
χρονολογικά, δημοσιεύει κατά κανόνα
ανά δεκαετία περίπου. Λέω περίπου γιατί
στα πρώτα βιβλία του είναι μικρότερο
το διάστημα που μεσολαβεί. Μετά τους
«Πυροτεχνουργούς», «χτυπάει» σε ορίζοντα
δεκαετίας. Και δεν είναι το τι άσχημο
μπορεί να συμβαίνει σε κάποιον ώστε
δοθεί το εισιτήριο για ένα αξιόλογο
ποιητικό βιβλίο. Είναι το πώς θα γίνει
όχι απλώς η μεταβολή αλλά η μετουσίωση
του βιώματος, του αισθήματος που σε
διακατέχει -εσένα που υποφέρεις- σε
λέξεις. Ακόμα ένα βασικό, η δημιουργία
μιας ατμόσφαιρας που θα υπηρετεί το
αισθητικό αποτέλεσμα συνολικά. Μεγάλο
το στοίχημα για έναν ποιητή, αναμφίβολα.
Στον «Κρυφό κυνηγό» το κερδίζει. Δεν
σημαίνει θέλω να πω εν τέλει το τι θα
συμβεί μα πώς θα αξιοποιηθεί, πως θα το
λάβεις ως δέκτης και μετά πως θα το
στείλεις ως πομπός..


Επικρατεί
μια ομιχλώδης κατάσταση στον νου μου
από τα ποιήματά του. Επανέρχομαι. Στο
προλογικό σημείωμα της συγκεντρωτικής
του διαβάζουμε: «από τότε που ξεκίνησα
να γράφω επεξεργάζομαι μία και την αυτή
συλλογή». Αυτό λοιπόν με απαλλάσσει από
μια άχαρη διαδικασία, να βάλω δηλαδή
στη σειρά τις συλλογές να εντοπίσω το
ύφος, τα θέματα, τα μοτίβα και την εξέλιξή
τους, σε τι αλλαγές έχει προβεί, συγκριτικά
με τις πρώτες εκδόσεις και άλλα παρόμοια
μιας και πρόκειται για επιλογή (αναγράφεται
στο εξώφυλλο) και επεξεργασμένο εκ νέου
υλικό. Η φράση δε ότι είναι μία η συλλογή
που γράφει και επεξεργάζεται (βλ. σελ.
9, προλογικό σημείωμα) σε κάνει να την
διαβάσεις ως έργο ενιαίο και αδιαίρετο.
Αυτό λοιπόν, μου θύμισε τον
Γουώλτ
Γουίτμαν και το έργο τουΦύλλα
Χλόης,
(Leaves of
Grass
). Ο Γουίτμαν συμπλήρωνε,
τροποποιούσε και ανανέωνε τα ποιήματα
τωνΦύλλων.Εξέδιδε όχι κάθε φορά μια άλλη νέα
συλλογή αλλά την ίδια διαφορετική. Με
το να γράφει και να σβήνει, να προσθέτει
και να αφαίρει και τούμπαλιν αυτά τα
ποιήματα, ταLeaves of Grass.
Κάθε συλλογή έχει τη δική της υπόσταση
και ταυτότητα, αυτό θέλω να πιστεύω πως
είναι κοινή παραδοχή. Κατανοώ όμως την
άποψη του ποιητή να θέλει να αντιμετωπίζεται
το έργο του ως μια ολότητα.

Σημαντικά είναι
βέβαια και τα κριτικά του κείμενα. Θα
ξεχωρίσω από όλα ένα που είχε γράψει
στο περιοδικό Οδός Πανός το 1997 για τον
«μεγάλο θεωρητικό της μοναξιάς» όπως
εύστοχα τιτλοφορείται ένα άλλο κείμενο
του Μιχάλη Λυμπερέα στο εν λόγω αφιέρωμα
για τον σπουδαίο Νίκο – Αλέξη Ασλάνογλου
Του Μαρκόπουλου είναι με τίτλο: «Ο
Μύρωνας θα δεσπόζει, ακόμη και αν δεν
υπάρχει εκείνος που είχε ορκισθεί να
κρατήσει τη μνήμη του άσβεστη και
ζωντανή».

Ο Γιώργος
Μαρκόπουλος γράφει για τους παρίες τους
ταπεινούς και καταφρονημένους. Σε μια
Ελλάδα ρημαγμένη, με έναν εμφύλιο στην
πλάτη και μια δικτατορία εν εξελίξει
με ό,τι συνεπάγεται αυτό. Μιλούν πιο
καλά τα ποιήματα:

(απόσπασμα από
το ποίημα Παλιός καθρέφτης)

Οι άνθρωποι
είναι πάντα μόνοι και φοβούνται.
Και
κάθε ένας τους κρύβει μια πολιτεία ή
μια φυλακή.

Όλοι είναι
τρίτοι.

Όταν τους
ερευνάς. Όταν ζητάς από αυτούς
εκείνο
που δεν σου έδωσε ποτέ η μάνα όταν ήσουν
παιδί
ή έστω ο αδελφός όταν ήσουν
νέος
που σκέφτηκε και αυτός με τη σειρά
του
αλήθεια, τι μου έδωσε εμένα ο
αδελφός μου;

Και από το
υπαρξιακό τέλμα, σε μια συνάντηση με
τον Ρήγα Φεραίο, «Τραγούδι» ο τίτλος
(σελ.21-22).

(ένα απόσπασμα):

Πώς να σου πω
ένα τραγούδι, Ρήγα Φεραίε, /μέσα από ένα
τρόλεϊ/ και μεσ’ από χιλιάδες μάτια που
με καρφώνουνε καχύποπτα./Ρήγα Φεραίε,
σκληρό μεθύσι της σάρκας μου/και της
ψυχής μου πυρκαγιά./Μείναμε μόνοι το
βράδυ στους δρόμους της Αθήνας/καπνίζοντας
αμίλητοι απανωτά αμερικάνικα τσιγάρα./Σε
αποχωρίστηκα το πρωί όπως δυο άγνωστοι
επισκέπτες/χωρίζουν ανικανοποίητοι/
στην πόρτα του μπορντέλου, χωρίζουν./
Ρήγα Φεραίε, πως τάχατες να σε φωνάξω/στην
έρημή μου χώρα.


Επί της ουσίας
το ποίημα είναι μια απεύθυνση. Μια
απεύθυνση σε ένα πρόσωπο που συμβολίζει
ότι έχουμε όλοι ή σχεδόν όλοι, στο μυαλό
μας για αυτό. Με σκοπό να μιλήσει για
όσα πάλεψε ο Ρήγας και την συνειδητοποίηση
της απουσίας τους, μια βραδυά στην Αθήνα
του ’73. Διαβάζοντάς το δεν νοιώθω να
πέρασαν 46 χρόνια από τότε, μάλλον 46 λεπτά
τόσο ζωντανοί στίχοι, τόσο τραγικά
επίκαιροι!

Η σχέση του με
την ιστορία αποτυπώνεται με ένα πιο
απλό βλέμμα στο ποίημα «Μέσα στα ερείπια»
απομονώνω δυο στίχους: Η ιστορία που
πορεύεται αχάριστη/και η ζωή μου απρόσωπη.
Και στο επόμενο ποίημα «Επί πιστώσει»
οι τρεις τελευταίοι στίχοι: Αλήθεια,
τι ντροπή/να πεθαίνουμε στα άσπρα μας
σεντόνια/ ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν
στο πεζοδρόμιο.
Όπου εδώ βγαίνει ο
πολιτικός αναβρασμός που απηχεί και
στον ίδιο προσωπικά.

Στους
«Πυροτεχνουργούς», οι ποιητές τα βράδυα,
ο ξένος, το παιδάκι της μπάντας, τα επικά,
ο ποιητής ένας δήθεν αδιάφορος στο ίδιο
ποίημα τα ποιήματα, ένα ποτάμι. Ο πόλεμος
και οι δεκάδες του νεκροί. Το τοπίο και
το ποίημα που έλεγε ότι γνωρίζει τον
Μήτσο μα και ο ήσυχος πολίτης στις
κάμαρες των εργένηδων είναι ένα κράμα
μιας ποιητικής που λυπάται και άλλοτε
χαίρετε σαν μικρό παιδί. Συμπυκνώνεται
όλη η ποίησή του στο «Τα ποιήματα, ένα
ποτάμι, ο ποιητής» (σελ.:54) και πιο πολύ
στην πρώτη στροφή. Τα ποιήματα είναι
δύσκολα, το ξέρετε./Και αν σηκώσεις τις
λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα,/ σαν δάχτυλα
που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες.


Ύστερα στην
«ιστορία του ξένου και της λυπημένης»,
το παιδάκι σε μια παραλία το 1960, και η
γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας όπου
διαβάζουμε: Το πρόσωπό της μισό/ είχε
κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.

Και από τη μάντρα του ασύλου, στο
αινιγματικό πεζόμορφο ποίημα «Νατάσα
Πανδή» από τα αρτιότερά του -επανεμφανίζεται
στον Κρυφό κυνηγό- ας μη συνεχίσω με την
παράθεση και τη νοηματοδότηση των
στίχων. Άλλωστε λίγο ενδιαφέρει το πώς
εισπράττει κάποιος άλλος ένα ποίημα.
Το ζήτημα και το ζητούμενο, δεν είναι
το πώς το λαμβάνεις εσύ; Εκεί ανάγεται
και η ντέκα αυτού του ντεμοντέ και
μανταμέ ερωτήματος «Τι θέλει να πει ο
ποιητής»; Άσε ρε φίλε τι είπε, τι έκανε
και τι θέλησε ο ποιητής. Αυτός ένας
άνθρωπος είναι κοινότατος, που μπορεί
να μην σκεφτόταν όταν έγραφε ή να μην
ήθελε να πει, κάτι γιατί πρέπει να
ευνουχίσεις το ποίημα…

Επειδή μου αρέσει
να φτιάχνω εικόνες στο μυαλό μου, άνετα
μπορώ να φανταστώ τον δεκατετράχρονο
Μαρκόπουλο ως παιδί, με λαχτάρες και
όνειρα, απόρροια εσωτερικής μετανάστευσης
μα και νεότητας (για την ιστορία στα
δεκαεννιά της ήρθε και η Πολυδούρη στη
πρωτεύουσα από την κοινή τους πατρίδα,
στα 1922). Εικονίζω λοιπόν το έφηβο αλάνι
να τριγυρνά στα σφαιριστήρια και τα
αναψυκτήρια της πλατείας Κυριακού νυν
Βικτωρίας. Ή στον Πειραιά. Ένας μάγκας
παλιός αυθεντικός από τους τελευταίους,
ίσως ο τελευταίος που συμβολίζει και
μια εποχή που έδυσε. Μιας Αθήνας που την
κατάπιε η μαύρη τρύπα του χρόνου. Τα
γραπτά μένουν. Έτσι έχουμε δυο ποιήματα
το «Ζιγκουάλα – Αθήνα» και «Βράδυ βαθύ
να μπαίνεις στον Περαία». Από τη συλλογή
«Η θλίψις του προαστίου» (με τον κάπως
προφητικό τίτλο), να αντισταθμίζουν
-όσο μπορούν να το κάνουν αυτό τα ποιήματα-
την τωρινή θλίψη που κατακλύζει το
πάλαι ποτέ όμορφο άστυ. Περιμένοντας
ένα νέο ποιητικό βιβλίο που θα εμπλουτίσει
αυτή την απλή και λαϊκή ποιητική σε
αυτούς τους μαστροπούς -κυρίως για τους
ευαίσθητους- καιρούς.

Γιώργος Κατραούρας

Ποιήματα 1968-2010
(Επιλογή), Γιώργος Μαρκόπουλος, Κέδρος

[1]
https://www.tovima.gr/2012/02/05/books-ideas/giwrgos-markopoylos-o-poiitis-tis-plateias-biktwrias/