Λόγια για την ποιητική συλλογή Satī της Βάσως Χριστοδούλου, εκδ. Κύμα
Μου είναι αδιάφορο αν στον καιρό μου γράφονται ακόμα στίχοι. Μάλλον γιατί μου είναι αρκετά αδιάφορος ο κόσμος για να αναζητώ ποιητικές φόρμες και γραφή που συνταράζει. Περισσότερο, ίσως, αναζητώ τους λόγους που επιθυμεί κανείς να γράψει και να εκτεθεί.
Με αφορά η έκθεση, όπως και η πρωτοπρόσωπη εξομολογητική αφήγηση. Ιδίως εκείνη που καταγράφει δυσδιάκριτες λεπτομέρειες ή τόσο πασιφανείς που αδυνατούμε να εκφράσουμε.
Βρήκα, πράγματι, κάτι που με αφορά στους καλοδουλεμένους στίχους της Βάσως Χριστοδούλου. Με αφορά πώς μία ερωτική σχεδόν γραφή, γίνεται στοχαστικά υπαρξιακή, ακόμα και αν εκκινεί από κάποιον ιδιότυπο φετιχισμό, όπως τα ίχνη που αφήνουν τα σώματα πάνω στα σεντόνια. Ή πώς το ελάχιστο των λέξεων μπορεί κάποτε να περιγράψει το όλον της ύπαρξης.
Σπίτια καταφύγια / και γι’ άλλους σπίτια / κελιά
Με αφορά όταν οι στίχοι εκκινούν ή επιστρέφουν στον εγκλεισμό, το ξόδεμα και την σκληρή αυτοκριτική της ενηλικίωσης, όταν μες στο απύθμενο της μοναξιάς το στοίχημα παραμένει η συνύπαρξη∙ έστω και η παροδική.
Ένας περαστικός / με φώναξε μοναξιά / και γύρισα
Βαρέθηκα να αναζητώ ποιητές στις στάχτες μιας γενιάς προώρως γερασμένης. Είδα πως ο έρωτας παραμένει ακόμα υπόθεση αυστηρώς προσωπική και είναι ίσως ο μοναδικός μηχανισμός που αναγκάζει –σχεδόν δια της βίας– να βγουν στην επιφάνεια σοβαρές λεπτομέρειες.
Οι νύχτες σου μυρίζουν νεραντζιές / κι εγώ αναρωτιέμαι / στους πόσους έρωτες τρελαίνεσαι
Θα καούμε κάποτε μαζί με τους εραστές, τις ερωμένες και τις ανέκφραστες καύλες μας. Αν δεν έχουμε ήδη καεί.