Σταματήστε για λίγο, θέλω να
κάμψω τις αντιστάσεις σας, είπε ο αρτίστας στον εργάτη. Αφήστε με να σας
ψυχαγωγήσω. Ο εργάτης ξεκόλλησε την τσάπα από το χώμα. Σκέφτηκε πως το χώμα ήταν
αρκετά σκληρό μα δεν μίλησε. Αφήστε με σας λέω, συνέχισε ο αρτίστας. Να,
ορίστε. Αυτά εδώ είναι τα χέρια μου. Δεν έχουν ρόζους, δεν ξέρουν από
χτισίματα, μα μπορούν να καταγράψουν όλα τα διαδικαστικά επί των έργων σας.
Θέλω να σας ψυχαγωγήσω με τις καλλιτεχνικές καταγραφές μου. Με έχετε ανάγκη
όπως κι εγώ άλλωστε. Ω ναι, σας έχω τόση ανάγκη. Γι’ αυτό σας λέω, σταματήστε
για λίγο και χαλαρώστε. Αφήστε με να σπάσω το κέλυφος και να μπω μέσα σας. Ο
εργάτης, πότε γογγύζοντας πότε φτύνοντας, τελούσε το έργο του. Σκέφτηκε πως το
χώμα ήταν αρκετά σκληρό μα δεν μίλησε. Κύριε, του έκανε ο αρτίστας, εσείς κύριε
με το γεωργικό εργαλείο, ναι εσείς. Ο εργάτης σταμάτησε να τσαπίζει. Γιατί δεν
με ακούτε; συνέχισε ο καλλιτέχνης. Σταματήστε για λίγο και ακούστε με παρακαλώ.
Ο εργάτης, πάντα άνθρωπος ουσίας, σήκωσε την τσάπα και την κάρφωσε με δύναμη
στον κρόταφο του αρτίστα, ο οποίος με μια κοφτή κραυγή σωριάστηκε κάτω,
σπαρτάρισε για λίγο, ώσπου ξεψύχησε μέσα στο αίμα. Ο εργάτης κράτησε κόντρα το
κεφάλι του αρτίστα με τη γαλότσα του, ξεκόλλησε την τσάπα και συνέχισε το
τσάπισμα. Το αίμα μαλάκωσε το χώμα, κάτι που διευκόλυνε τον εργάτη να τελέσει
το έργο του.