Κυπριακές ηθογραφίες, 1991.


Κυριακή

Έλληνα – για να μείνουν δικά σου
αυτά τα κείμενα, θα πρέπει να διαλέξεις

από την αμφισβήτηση ως την
αποδοχή υπάρχουν δεκατρείς γωνιές

στην κάθε μια λυγίζεται μια
καρποφόρα πέτρα. Εσύ

θα πρέπει ν’ αρνηθείς τις δώδεκα
φτερούγες σου, να μείνει μοναχή

η νίκη της αποστολής: ροδάκινο
φουστάνι. Και να ντυθείς

σαν φαλαγγίτης δάσκαλος, να
μάθεις απ’ τους μαθητές έφηβα φώτα.

Σημείωσε, οι ξένοι άλλα εννοούν
κι εχθρεύονται – εσύ, δίχως οργή

άχρηστη πια – συνέχισε να
παίζεις:

Το δαχτυλίδι πλούσιο στην κόψη
του χεριού

το δίκαιο στην κουπαστή κι εσύ
βουνοκορφή

το μάτι σου ολοφάνερο, το χάδι,
χάδι αντάρτη

και θα σ’ ακούσει, θα εξισώσει,
την ορθή γωνία με την αντοχή

η σοφία του κόσμου – αν υπάρχει
– θα είν’ εφάμιλλη

μ’ ένα κορμί, που περικλείει τον
θάνατο και τη ζωή – σε ίσα μέρη.

Σε πάσχα ελληνικό – δίχως Χριστό
δίχως σταυρό

αλλά με την εξαίσια στιγμή που
διασταυρώνονται αντίθετες έννοιες

στο σώμα του χρόνου.

Αστροναύτες

Ιδρώνει ο έρωτας – όταν
αφομοιώνεται

μέσα στους κήπους, τους τσιμεντόλιθους,
μες την αναμονή

του όμορφου χρόνου. Γίνεται ένα
– όπως λεν’ στην αγορά των ιδεών

εξαφανίζεται – κανένας δεν
υποψιάζεται, ότι είναι στοιχείο βασικό

στη βουλή, στην πράσινη γραμμή,
στις κοινωνικές ασφαλίσεις.

Μεταμόρφωση: Φωτός σε νυχτερινό τηλεφώνημα

και δακρύων σε ανοδική μουσική

από το χάος εξέβηκε, ως το απάνω
χείλι του παντός – ιδρωμένο.

Κι από το πάθος στάξε – έσταξε,
λάσπη κινητή

μια κινητήρια δύναμη – γεφύρι
είν’ ο έρωτας

να βρέθουνται να γίνονται η
κάβλα με το νου,

Το αντρικό παράθυρο – έγκυο με
σύμβολα απτά

το γυναικείο τόξο – στόχαστρο
μαζί, να χύνει ανάριθμα άστρα.

Κι εμείς που ευτυχήσαμε να
χάσουμε το νόημα

να γίνουμε πετούμενοι πατώντας
χώμα ξένο

πετούμενοι – πατώντας χώμα.
ξένο, ανοίξαμε τα σώματα

και σφάξαμε τον έρωτα  – στις φλέβες του το μυστικό

το μέλλον (όπως και στο παρελθόν):
κολυμβητές επί της γης.

Θεριστές


Ας μείνει η πραγμάτωση του ονείρου τελευταία

πρώτα να γίνει το μηδέν και ο
κανένας δύσκολοι σύντροφοι

μαζί τους να περάσουμε μες απ’
τ’ αόρατα ψέματα

για να δούμε προ του τέλους
δεχτικά, την έλξη του κακού που μας δέρνει.

Σε περιμένω – νύχτα μέρα κι
ανασαίνω

παράξενα κοντάκια γι’ ακίνητα
βούρλα

ήχους μυρωδάτους που δοξάζουν τη
γλίνα.

Αν μελλοντικοί ιστορικοί
αποφανθούν, ότι στην εποχή μας,

ο πλανήτης έγινε τεράστιος
απόπατος και θρύψαλα στα οικόπεδα

θα έχουν λάθος.

θα είναι οπωσδήποτε παιδιά των
τωρινών βασανιστών του εδάφους

θα σκουπίζουν το λίπος απ’ τα
χείλη τους,

πάνω στις κεντημένες πετσέτες
του παππού

θα έχουν κέρδος – απ’ το χοντρό
έντερο του παρελθόντος

καν θα κρύβονται καλλυντικά,
κάτω απ’ τη σκληρή επιφάνεια των λέξεων.

Θα είναι η καταγραφή της
ιστορίας επίπονη – απάτη ευφυής

γιατί ως τότε (στο μέλλον που
έρχεται) θα ξέρουν στα σίγουρα

ότι ζουν ακόμα οι έρωτες και
χαίρονται, παρ’ όλες τις αποβολές

κι ότι τα λόγια είναι ζωντανά –
πουλιά μες στους πνεύμονες

και κρατούν σε δίσκο το κεφάλι
που μιλά – τις υποσχέσεις τους.

Περιμένω να σκύψουμε, γράμμα κενό
σώμα κλειστό, συνυπεύθυνοι όλοι

για την άνοστη φύση ενός κόσμου
που εσυμφώνησε

να πάψει να παραμιλά.

ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

Εξ ίσου δάκτυλο -η σκέψη που
άγγιξε- του ύπνου τέλος.

Έφερε φως -αργών κινήσεων την υψηλή επαφή- πάνω στο μεταίχμιο

διάπλατης κλωστής. Φαίνεται κίτρινη στο μαύρο φως

και πράσινη στον ηλιακό -είναι πολύχρωμη- τ’ ουρανού παιδί

δεμένη ανεπαίσθητα στον δείκτη του χεριού: “α! ναι θυμάμαι”

που αναποδογύρισε, με μια σφενδόνα θηλυκή, το θεόρατο σύμπαν

και είναι πλατύ -σαν μια κλωστή- γεμάτο εφόδια -φανταστικός πηλός

λαλεί μύθος αρχέγονος- και σουπερμάρκετ στη σειρά -χαχά

χαχά να κουβαλείς, σα δούλος και πριγκήπισσα μαζί

την προσθήκη της ισότητας.

Κόψε στα δυο τον σύνδεσμο των παλαιών αγωνιστών -να πάρεις τα καλά:

την αντοχή, το όραμα, το θάρρος για ζωή στη σκέψη του θανάτου

τα τολμηρά τραγούδια που εσκαρώναν στα κρησφύγετα

για να περνά ευχάριστα η ώρα της αναμονής, πριν την επώδυνη σύγκρουση.

Ανάλογο τραγούδι προσπαθώ
-μόνος μου (αλλιώτικο αν είμασταν μαζί)

να σκαρφιστώ -για να σταθώ- μόλις πριν- την τελευταία μας ήττα.