ΤΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ,
1996

ΕΞΟΔΟΣ


Δίπλα μας κάποιοι Εβραίοι
κουτσοπίνοντας

κοιτούσαν σιωπηλοί κατά το
πέλαγος

τα πλοία που θα πήγαιναν στη
χώρα τους τη μυθική

την επιτέλους πρώτη επιστροφή

χιλιάδες χρόνια αναμονής – σε
πόλεις άγνωστες

              αλλόθρησκες και εχθρικές

χιλιάδες χρόνια αναλλοίωτη –
παράδοση και ηθική

η επιβίωση – και τώρα πίσω
χαλαροί στον τόπο το δικό τους.

«Οι τελευταίοι μισητοί
αλλόθρησκοι κάθονται δίπλα μας» – είπε

ένας από αυτούς στη γλώσσα τους
– και δίπλα τους

κάποιοι Παλαιστίνιοι
κουτσοπίνοντας

κοιτούσαν μοχθηροί κατά το
πέλαγος

πλοία να πηγαινοέρχονται
συνέχεια – ζαλισμένα μεσ’ στην

               ασταμάτητη κίνηση

γεμάτα μπαρούτι.

Γεμάτα
πέτρες-ξύλα-αξίνες-αίματα-τρέλλα και ηρωισμούς

χιλιάδες και ανάμικτα αισθήματα
απελπισμένοι και θυμωμένων

              προσφύγων.

Δίπλα τους, Κυπραίος καβλωμένος
μοναχός, πίνοντας μόνος του

βαρύ γλυκύ βραστό, εκρυφοκοίταζε
– σώματα έτοιμα για πόλεμο

για σκάψιμο της ξένης γης δικής
– σώματα έντονα

μεσ’ στη ζωή τη ζωτική, του μίσους,
πάθους, διεκδίκησης

του σπόρου, της διασποράς, της
επανασυγκρότησης

σώματα Αράπικα κι Εβραίικα –
σώματα δίπλα του όμορφα-    .

              πολεμικά χτηνά

σηκώνει αργά αργά το ράσο του
(Κυπραίος καβλωμένος και ίλαρος)

και διαδοχικά – πάνω από τον καθένα
– το κατεβάζει χαϊδεύοντας.

ΡΥΤΙΔΕΣ


πως εγέρασε φαφνικά,

μια
ερωτική δεσποινίς

στην
εφηβεία της)

Όποιος
έζησε χωρίς φραγμούς και χωρίς οικόπεδο

φτωχός
δηλαδή – πουτάνας γιός – αλήτης – μέθυσος – φονιάς

να
ουρλιάζει μεσ’ στους δρόμους για την καλοσύνη μεταξύ

των
ανθρώπων

είναι
ένα βάλσαμο – παράδοξο βάλσαμο

είναι
και αμνός θεού που αίρει τις αμαρτίες του κόσμου

ή και
το τέλειο προϊόν της εταιρείας: «Μπράβο στους μαλάκες

που
βλέπουν πολύ τηλεόραση». Εύγε δηλαδή

που
κάθεσαι, σκέφτεσαι – φυλλομετράς (ακούεται πιο καλά)

τις
χαμένες ευκαιρίες της νιότης σου.

Και
θυμώνεις – θυμώνεις με τους νέους μας άγρια – ναι, αυτούς

που
ζουν χωρίς φραγμούς – πουτάνας γιούς

κι ενός
μαλακισμένου πατέρα τα τέκνα. Αυτά θυμώνουν και

σκορπίζουν
τα κορμιά τους ζεστή τηλεπάθεια. Αν θέλεις – κοίταξε

πετούν

σαν
πληγωμένα πουλιά – κι εσύ δεν είσαι γιατρός

δεν
έχεις επίδεσμο – ούτε πίστεψες – ούτε κι ορκίστηκες ποτέ

στον
οποιονδήποτε θεϊκό υπουργό της υγείας.

Και
μόνο ζεις – δίχως φραγμούς – και δίχως ηθική

και συμφωνείς
– με τη δύστροπη φωνή των γερόντων

γερόντων
στα είκοσι.

Μια
ήπια φωνή μπαίνει στο κείμενο:

«Δεν
σου είπα να περιμένεις στην αυλή;

Αν
θέλεις – είναι μουσική – μαζί – με τα βυζιά μας»

Τέλος
της φωνής. Κομμένα τα στήθη – και το πέλαγος

γάλα
ξινισμένο – και φύκια ξυδάτα στη Χλώρακα

όπου
σύσσωμος ο Ελληνικός Κυπριακός λαός κάθεται ατάραχος

και με
λάμποντα μάτια απ’ τα δάκρυα κοιτάζει

την
αβύθιστη πράξη της ένωσης – να φανεί στον ορίζοντα.

Ε! ΔΗ-ΜΗΤΡΙΕ

Πουλιά της βρατσέρας ακίνητα
στέκουν

κορνίζα – στο βάθος μια βάρβαρη
γη

δεκάδες εικόνες στον τοίχο
προσμένουν

το μάτι να ρίξει φευγάτη στιγμή

                          Έτσι είπεν η κυρία
Αργυρού.

                          Έτσι επρόσταξεν ο
κύριος Αμπελίδης.

                          Να καεί το φως

                          Να λιώσει η θάλασσα

                          Να μπουν τα λεφτά του
μαζί του στον τάφο.

Καρδιά της απόχης παράθυρο
στέλλει

καλάμι που γράφει γλυκά το παρόν

ακίνητη νύχτα στο φως θεριεύει

κυπάρισσος κτίζει στη ρίζα βωμό.

                           Έτσι είπεν η κορνίζα.

                           Έτσι είπεν η ρίζα.

                           Έτσι είπεν ο βωμός.

                           Να μην ξεχνάτε το
μίσος

                           Ούτε τον άγιο
Φανούριο

                           Ούτε το νερό των Πλατρών.

Βυζί στον υπόγειο έξω και στάζει

σταγόνες στη ζέστη του πλήθους
γυμνού

τρέχει – και η σύμβαση άγραφτη
βράζει

στο ευαίσθητο κι όμορφο κράνος
του νου.

                          Έτσι είπαν όλοι. 

                          Εψήφισαν όλοι.

                          Αγαπήθηκαν όλοι.

                          Ακάλυπτοι όλοι.

                          Οι όμορφοι κώλοι.

ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ

Κάθονται γύφτοι στη θάλασσα

της γης φαλακρό περιστέρι

δροσίζει ανίατο μύθο

το σάβανο: κήπος – Λονδίνο και
τσάι

η   Κύπρος αχνίζει – κατάμαυρο αστέρι

και ποιος εμποδίζει τα λόγια
καλώδια

το φόβο να γίνει μία δίκαιη
οργή;

Η χλωμή εξουσία – χλωμή και
γιορτάζει

τον κόσμο τρομάζει, με τούρκικα
όπλα:

Απεργία; Προδοσία. Η Ελλάδα;
Μαινάδα.

Το κράτος; Προστάτης,
Εργάτης  της Τέχνης Ιδεών ο χαράκτης

γιατί – γεμάτοι αηδία επήγαν οι
γύφτοι μαζί με τους Τούρκους;

Γιατί – Κυπραίοι    φασίστες

φτύνω και βρίζω κίβδηλος πούστης

μπορώ να προσφέρω – εραστής των
ομοίων

και είμαι και λάμπω – περήφανος
Έλληνας Κύπριος.

Περίεργοι άνθρωποι αυτοί οι
Κυπραίοι

καλοί μορφωμένοι – έμποροι
πρόσκοποι – ιερόδουλοι πρώτοι

φαντασμένοι φουσκώνουν-φοβούνται
μιμούνται-όλοι μιλούν Αγγλικά

ηθικοί προσποιούνται – πρόστυχοι
ψεύτες – πουλούσιν  τα πάντα:

Τη γη τους – τη γλώσσα – την
τιμή – την αφή τους

γιατί – γεμάτοι αηδία, έφυγαν οι
Τούρκοι

οι γύφτοι μαζί τους, στην Αθήνα
οι αδερφοί μου

εξόριστοι όλοι, μειονότητες όλες

φεύγουν και φτύνουν, Κυπραίοι
φασίστες, ελεεινοί προικοθήρες

ελεήστε τη χώρα, το μικρό εαυτό μας,
το ελάχιστο μέλλον

γιατί – ο όμορφος κόσμος μας
σήμερα χάνεται και «η ψυχή μας αύριο κάνει
πανιά».