Πετούσα πάνω απ’ την πατρίδαμε τις αρτηρίες,
τους κόμβους και τα κανάλια της.
Είχ’ ανυψωθεί
ξαφνικά
μόνος καθώς
περπατούσα
σ’ ένα δρομάκι
στενό της Θεσσαλονίκης.
Στον αέρα καθιστός
πορευόμουν
λες και με
περιέβαλλε
κάποια αόρατη
πτητική μηχανή.
Επειδή είναι όμορφα
να παρατηρείς την
εναλλαγή του ανάγλυφου
από ύψος μικρό
μες στην ανατολική
θαλάσσια αύρα,
προχώρησα
αιωρούμενος παραλιακά
ως τον Βόλο.
Πάνω απ’ την αστική
λεωφόρο
μου απέσπασε την
προσοχή
μια παρουσία
αλλόκοτη
σε μικρή απόσταση
από ’να δυστύχημα
εντυπωσιακό εντελώς.
Χαμήλωσα λοιπόν με
τη σκέψη
και διέκρινα την
κόρη
κοντά στο
αναποδογυρισμένο αμάξι
να κοιτάζει,
χαρούμενη σχεδόν, το συμβάν.
Κόσμος, φωνές και
τριγύρω κομμάτια.
Μες στην ταραχή
σηκώνει προς εμένα
τα μάτια
και λέει:
«Μπορώ να έχω μια
σταχτοθήκη;».
Χωρίς να σκεφτώ,
πιάνω μια πήλινη
αφημένη σε κοντινό
μπαλκονάκι.
Δεν γνώριζα το
κορίτσι εκείνο·
ήξερα όμως ότι δεν
κάπνιζε.
Σε τι θα χρησίμευε
το τασάκι;
Και γιατί να της το
πάω αμέσως;
Πολύ περισσότερο
που την κρίσιμη στιγμή
-πριν την επαφή με
το σκεύος-
συνειδητοποίησα
πως αν άγγιζα
ο,τιδήποτε ακουμπισμένο στη γη
θα τελείωνε η
πτήση…
Χάνοντας ύψος αδέξια
με τα χέρια ανοιχτά
πρηνής βρέθηκα
μπρος της.
Α, πατρίδα αερική
με τη χαρά
φανερωμένη στο τραύμα,
γιατί πρέπει να
καταλήγεις
στην αινιγματική,
παραλογισμένη παρθένα;
Ο Χρήστος Γιαννακός γεννήθηκε το 1966 στην Αθήνα. Από τις εκδόσεις Μανδραγόρας κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική του συλλογή “Έτοιμος Κόσμος”.