Τα χέρια μου,

είναι η άμμος της Παλαιστίνης,

το σώμα, ο ήλιος, τα μάτια των παιδιών,

είναι η απέραντη φωνή της στέπας,

είναι το κεφάλι μιας νεκρής κοπέλας,

ακουμπισμένο στο στήθος μιας άτυχης καμήλας,

Τα χέρια μου

έπαιξαν με τον αέρα, έπαιξαν με τη θάλασσα,

με τα μπούτια μιας βρώμικης πουτάνας,

κι έγιναν λέξεις που δεν λυτρώθηκαν

στο στόμα σφηνωμένες,

κι έγιναν καράβια που έφυγαν χωρίς ανθρώπους,

έτσι είναι τα χέρια μου,

έτσι σβήνω κι εγώ τα τσιγάρα στην καρδιά σου,

σαν τον πατέρα που θάβει ένα-ένα τα παιδιά του,

κι ακουμπάω τα χέρια μου πάνω στο τραπέζι,

ανταλλάσσουμε σιωπές, ανταλλάσσουμε νοήματα και βλέμματα,

χωρίς αλήθειες,

παρά μονάχα υποψίες,

έτσι έσβησα κι εγώ

βροχή, τα χέρια μου απλωμένα,

βροχή, τα μάτια μου πλημμυρισμένα,

Τα χέρια μου δεν νοιώθουν ντροπή.

δεν έχουν μνήμη,

δεν έχουν συναισθήματα,

είναι τα θλιμμένα κύτταρα ενός καρκίνου της σιωπής,

τα χέρια μου δεν έχουν χώρο,

δεν έχουν θέση πάνω στο τραπέζι,

ξέπεσαν στο χώμα,

από τα κλαδιά ενός ανάπηρου χειμώνα,

τα χέρια μου, δεν είναι πια τα χέρια μου,

είναι τα άρρωστα παιδιά μου,

κι έφυγαν από ‘μένα

κι έφυγα κι εγώ χωρίς αυτά