Με τους αφρούς
πλεγμένους
Ταξιδεύουμε
χτυπώντας το κατάρτι με τα κύματα
ίσως είναι σπαθί
με τη λεπίδα του πετσοκόβει τον ουρανό
ίσως συγκρατεί τον
ουρανό με χέρια τόσο μεγάλα σαν τον Κρόνο
ίσως γιατί η φέτα
που κόβει από τον ήλιο είναι τόσο πλατιά
όσο το απλωμένο
στον ήλιο αμπέλι
που ταξιδεύει στα
ερμάρια και στα ντιβάνια με τον άνεμο των βαποριών
ίσως στα είκοσι
της χρόνια έμοιαζε με περιδέραιο
που κάλυπτε την
παρθενική της γύμνια
δεν ήταν άλλο από
το στεφάνι μιας κηδείας
που έπεσε με
παφλασμό μαζί με τα συμπράγκαλα του νεκρού
ξεριζωμένα, ίδια
με τα αγριόχορτα που σέρνουν τη φωτιά
καρφωμένα στο
προαύλιο μιας πόλης
το κλαδί όλος ο
φόβος