Τα Κειμήλια

– Τ’ ασημένια βάλε, τ’ ασημένια, τα καλά σου σκουλαρίκια, μου φώναξε σαν
μέσα από όνειρο μια φωνή. Οικεία ήταν και ταυτόχρονα ακαθόριστη.

Δεν ήξερα ούτε τι ρούχα να φορέσω, σάμπως είχα και τίποτα της προκοπής;
Τίποτα. Όλα ξαναφορεμένα, αποφόρια τα πιο πολλά, κι εκείνη να μου φωνάζει μέσα
στ’ αυτιά ξανά και ξανά το τι θα τα στολίσω.

Άνοιξα το κρυφό μου ντουλαπάκι και τα κοίταξα στο βάθος του. Χρόνια αφόρετα.
Στο θαμπό φως του δωματίου αστραποβολούσαν εποχές.

Ναι. Εποχές!

Τι χρόνια κι εκείνα… Αξέχαστα! Και τώρα; Να τυλίγομαι σε κουβέρτες τρύπιες
και να βάζω κουβάδες στη μέση του δωματίου. Η φθαρμένη στέγη δεν με λυπόταν
καθόλου όταν έβρεχε.

Τακ τακ τακ, σταγόνα τη σταγόνα στο παμπάλαιο μωσαϊκό.

– Βιάσου! Άκουσα ξαφνικά τη φωνή να με ξυπνάει από τον όρθιο ύπνο μου.
Φόρεσέ τα! Ήρθε η ώρα! Δικά σου είναι! Τώρα πια είναι πραγματικά δικά σου!

Το μυαλό μου όμως πάντα έστρεφε αλλού τη σκέψη όταν κάποια φωνή μου μιλούσε
και φωνάζοντας στα σκουλαρίκια για ν’ ακούσει κι εκείνη, ξέσπασα…

-Τα κειμήλια δεν είναι ποτέ δικά μας…

 

Μαρία Ανδρεαδέλλη