Πειθήνια Σώματα και Ιδεολογία: Ένας διάλογος των Foucault, Lacan και Althusser για το υποκείμενο

Γράφει ο Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς

Εισαγωγή

Τα πειθήνια σώματα, δηλαδή τα πειθαρχημένα σώματα, διαμορφώνονται μέσω των πρακτικών που επιβάλλει η εξουσία, ενσωματώνοντας τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού, όπως η ατομική ευθύνη, η αυτορρύθμιση και η έμφαση στην αδιάκοπη παραγωγικότητα, στην ύστερη νεωτερικότητα. Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί διατηρούν την υλική και συμβολική τους τάξη μέσω της αυτοπειθαρχίας και της αναπαραγωγής των κανονικοτήτων. Το άτομο συγκροτεί μια φαντασιακή σχέση με τον εαυτό του, προσδιορίζοντας την ταυτότητά του μέσα στη συμβολική τάξη. Η ετερότητα αποκαλύπτει τα όρια αυτής της κανονικότητας, καθώς η εξουσία επιβάλλεται τόσο εξωτερικά όσο και μέσω της εσωτερικής υποταγής του υποκειμένου.

Αυτοπειθαρχία, γνώση και εξουσία στον εργασιακό χώρο

Η πειθαρχία επιβάλλεται μέσω πρακτικών που σταδιακά καθιστούν τον εξωτερικό έλεγχο αχρείαστο. Το υποκείμενο εσωτερικεύει την κανονικότητα και τη συμβολική τάξη, ενώ το σώμα του λειτουργεί ως μηχανισμός επιτήρησης. Η εξουσία δεν επιβάλλεται πια μέσω καταναγκασμού, αλλά μέσω της επιθυμίας του ατόμου να ενταχθεί στη δομή. Η αυτοπειθαρχία υπερβαίνει τις παλαιότερες μορφές εξωτερικής πειθαρχίας, καθιστώντας το άτομο υπεύθυνο για την επιτήρησή του. Οι σύγχρονοι εργασιακοί χώροι ενσωματώνουν την πειθαρχία ως εσωτερικευμένη διαδικασία. Ο εργαζόμενος προσαρμόζεται στους κανόνες της αδιάκοπης παραγωγικότητας, ενώ η ψυχολογία του διαβρώνεται από τις απαιτήσεις αποδοτικότητας. Το σώμα γίνεται εργαλείο παραγωγής, και η αυτοπειθαρχία ενισχύεται από τη συνεχή παρακολούθηση.

Οι κάμερες ασφαλείας, τα λογισμικά διαχείρισης χρόνου, το HR και οι εταιρικές πολιτικές παραγωγικότητας δημιουργούν ένα περιβάλλον όπου ο εργαζόμενος επιτηρεί τον εαυτό του. Έτσι, αναπαράγει ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, ενσωματώνοντας πειθαρχικές πρακτικές που προέρχονται από την αστική τάξη. Η νέα κανονικότητα μεταδίδει στο υποκείμενο γνώση που το αναπλάθει και το προσαρμόζει στη λογική της μεγιστοποίησης της εργατικής δύναμης.

Ιδεολογική κανονικότητα

Όσο η γνώση δεν συντρίβει την κυρίαρχη ιδεολογία, λαμβάνει a priori τα χαρακτηριστικά του ιδεολογικού πλαισίου μέσα στο οποίο αναδύεται. Η ιδεολογία δεν είναι απλώς σύνολο ιδεών και αξιών, αλλά υλική δυναμική πρακτική που διαμορφώνει την κοινωνική κανονικότητα.Ο καπιταλισμός συνθέτει την κοινωνική ολότητα, καθορίζοντας τις μορφές ύπαρξης. Η αστική τάξη εδραιώνει τον εαυτό της μέσα σε ένα φαντασιακό πλαίσιο πλασματικής ελευθερίας και δικαιοσύνης, ενώ η ιδεολογία της διαμορφώνει το φαντασιακό του υποκειμένου. Οι αναπαραστάσεις πλάθουν την εικόνα του ατόμου και τον τρόπο που βιώνει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Το υποκείμενο προσαρμόζεται στους τρόπους ύπαρξης που του επιβάλλονται και αναπαράγει τις κανονικότητες του νεοφιλελευθερισμού, θεωρώντας τις αυτονόητες.

Οι ιδεολογικές πρακτικές, μέσω της καθημερινότητας, εδραιώνονται ως φυσικές και αδιαμφισβήτητες. Το υποκείμενο υιοθετεί άκριτα τις δομές κυριαρχίας, καθώς η ιδεολογία έχει επιτύχει να ταυτιστεί με την κανονικότητα του.Ο καπιταλισμός είναι ο συνθέτης του γίγνεσθαι και της ατομικής αλλά και κοινωνικής ολότητας, βάζει σε μια σειρά τα κομμάτια που αποτελούν το υποκείμενο ώστε να την εκφράζει ασυνείδητα όσο το δυνατόν πιο άρτια  ενεργά, και παθητικά, μέσω της ύπαρξης του. Κατά κάποιο τρόπο τα άτομα εκφράζουν την υπό κατασκευή υποκειμενικότητα τους  ανάλογα με το πως βιώνουν τον εαυτό τους, αρχίζοντας από το φαντασιακό επίπεδο της αναπαράστασης  της εικόνας του εγώ σε ένα ‘’συμβολικό’’ επίπεδο όπου θεωρείται πραγματικό, ζώντας ενεργητικά μέσα σε αυτό. Ανάμεσα σε αυτά τα επίπεδα όπου το ένα επηρεάζει το άλλο η ιδεολογία αποδέχεται, ή μεταλλάζει τις συνθήκες ύπαρξης τους κάτω από τον διάφανο μανδύα της.

Πως εδραιώνεται και πως τοποθετείται η ταμπέλα του κανονικού πάνω σε αυτό το αφήγημα, όπου οι σχέσεις των ανθρώπων ρυθμίζονται πάντα προς όφελος της κυρίαρχης τάξης; Αρχικά, η ίδια η αστική τάξη εδραιώνει τον εαυτό της σε διαφορετικό φαντασιακό και πραγματικό επίπεδο, οι αστοί δικαιολογούν τις πράξεις τους σε ένα έδαφος πλασματικής ελευθερίας και δικαιοσύνης, όπου ο άνθρωπος της καθημερινότητας  έχει την ελεύθερη βούληση να πραγματώσει τον εαυτό του, δικαιολογώντας την διαχείριση των θεσμών, το δίκαιο της καπιταλιστικής οικονομίας και του νέο φιλελεύθερου κράτους (πραγματικό), στην δική τους φαντασιακή σχέση.

Παρόλα αυτά, το φαντασιακό της αστικής τάξης, καθορίζει το φαντασιακό του υποκειμένου. Η ιδεολογία μέσω των αναπαραστάσεων κατασκευάζει τους ανθρώπους ώστε να ανταποκρίνονται στα αιτήματα των αφεντικών. Ο άνθρωπος βιώνει στους περιορισμούς του ορίζοντα του, όπου αυτός ο ορίζοντας δεν έχει ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα, είναι ο ορίζοντας των συμβόλων, του θεάματος, ενός πλασμένου χώρου από τις πρακτικές της εξουσίας. Όλα συμβαίνουν ως εάν οι ανθρώπινες κοινωνίες να μην μπορούσαν να συγκροτηθούν δίχως αυτούς τους σχηματισμούς, χωρίς αυτό το θέαμα όπου είναι η ιδεολογία. Τα άτομα μέσω της ιδεολογίας φανερώνουν το πως αυτοί οι ίδιοι βιώνουν τις συνθήκες της ύπαρξης τους μέσα στον κόσμο που υπάρχουν. Αυτό το ‘’πως’’ , καθορίζει τους τρόπους με τους οποίους το άτομο υπάρχει, δηλαδή, το πως βιώνει τον εαυτό του στον υλικό κόσμο σύμφωνα με αυτό που φαντάζεται και πως αυτό που φαντάζεται συμβαδίζει με αυτό που φαντάζονται οι άλλοι για αυτόν.

Έτσι, το φαντασιακό του υποκειμένου καθορίζεται από το φαντασιακό της κυρίαρχης τάξης μέσα στον υλικό κόσμο. Σκοπός των νεοφιλελεύθερων δομών είναι να διδάξουν τις πρακτικές με τις οποίες το υποκείμενο υπάρχει μέσα στην κοινωνία αλλά και να τις αναπαράγει, ούτως ώστε μετέπειτα να μπορέσει να τις χειριστεί και να κρατάει μια στάση ζωής προς υπεράσπιση τους.  Οι ιδεολογικές πρακτικές χρησιμοποιούνται κυρίως για την ψυχική καταπίεση και αυτοπραγμάτωση του ατόμου – μπορούμε να πούμε πως οι πρακτικές αυτές είναι αποτελεσματικές την στιγμή που το άτομο δεν τις συνυπολογίζει συνειδητά στην διαμόρφωση του γίγνεσθαι. Σαφώς οι αναπαραστάσεις έχουν υλική υπόσταση στις πραγματικές σχέσεις των ατόμων και στις σχέσεις παραγωγής – όταν αναφερόμαστε σε αναπαραστάσεις και φαντασία, δεν αναφερόμαστε σε αφηρημένες έννοιες ή ιδέες, το φαντασιακό επίπεδο της ιδεολογίας προσαρμόζει και προσαρμόζεται στο υλικό επίπεδο, πλάθει τον τρόπο που παρουσιάζεται η ίδια η παρουσία του υποκειμένου.

Υπερκατανάλωση και αναπαράσταση

Βασικό στοιχείο της σύγχρονης καπιταλιστικής κανονικότητας είναι η υπερκατανάλωση, προερχόμενη από την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής και την αύξηση της παραγωγικότητας, δίνοντας στους ανθρώπους την ευκαιρία να έχουν πιο πολλές  καταναλωτικές επιλογές από ποτέ . Από τις απαρχές του, το καπιταλιστικό σύστημα προωθεί την απόκτηση υλικών αγαθών ως τον δρόμο της ευτυχίας και της επιτυχίας,  ενώ ταυτόχρονα η ιδιοκτησία των υλικών αγαθών μεγάλης αξίας προσθέτει κύρος στον ιδιοκτήτη-καταναλωτή, δίνοντας του την αίσθηση του ’ανήκειν’  στο status quo της εποχής του.  Ως αποτέλεσμα, η κατανάλωση δημιουργεί μια κοινωνική και οικονομική συνθήκη οπού η ευημερία και  η υποκειμενικότητα  ταυτίζονται με την κατοχή-είμαστε όσα κατέχουμε, η κατανάλωση μας ορίζει και μας χαρίζει την ταυτότητα μας, καταλήγουμε να ταυτίζουμε την αξία του ανθρώπου με  την αξία των αντικειμένων που κατέχει. Παύει να αφορά την ικανοποίηση βασικών αναγκών, αλλά τη δημιουργία ατομικών και κοινωνικών ταυτοτήτων. Συνεπώς, στην σημερινή εποχή, η κατανάλωση δεν πρόκειται απλώς για μια καθημερινή οικονομική δραστηριότητα αλλά αποτελεί ιδεολογική πρακτική που ενσωματώνεται στις δομές της εξουσίας και της  κανονικότητας της σύγχρονης κοινωνίας.  Αν αναστοχαστούμε τις πράξεις μας, μπορούμε να βρούμε το ‘γιατί ‘πίσω από αυτές, αυτό που πολλές φορές διαφεύγει είναι: ’τι κάνει’ αυτό που νομίζουμε πως ξέρουμε το γιατί το κάνουμε.

Πως επιδράει η υπερκατανάλωση και πως εδραιώνεται ως την κανονικότητα έχοντας ταυτιστεί με την γενική και αόριστη λέξη που ονομάζουμε ‘’ευτυχία’’; Αρχικά, όπως αναφέρθηκε, η υπερκατανάλωση δεν είναι απλώς ένα φαινόμενο που ξεπετάχτηκε  με την πάροδο του χρόνου- αποτελεί μια πρακτική, ένα μέρος του σύνθετου όλου που μας καθορίζει. Εξυπηρετεί ένα μεγάλο κομμάτι της υποκειμενοποιήσης καθώς καθοδηγεί το υποκείμενο στην ιδανική ιδεολογική μορφή του. Έχοντας ως βασική αρχή ότι το υποκείμενο δεν καταναλώνει το αντικείμενο καθαυτό, αλλά καταναλώνει την ‘’ιδέα’’  που υπάρχει πίσω από το αντικείμενο, η οποία ιδέα  υποδηλώνει τα διακριτά χαρακτηριστικά του. Η κατανάλωση λοιπόν, είναι μια γλώσσα επικοινωνίας η οποία είναι ανεξέλεγκτη και βαθιά ταξική- αν ανατρέξουμε στις προηγούμενες σελίδες (Αυτοπειθαρχία, γνώση και εξουσία στον εργασιακό χώρο) αναδύεται η σύνδεση των δομών που διαμορφώνουν το γίγνεσθαι. Υπέρμετρη παραγωγικότητα και ανεξέλεγκτη κατανάλωση.  Ξοδεύουμε με βάση την ιδέα πίσω από το αντικείμενο, ώστε να εξωτερικεύσουμε την ιδέα που έχουμε και επιθυμούμε  να έχουν οι άλλοι για τον εαυτό μας – έχοντας την απόλυτη ελευθερία της επιλογής. Το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχουν πραγματικές ‘’ιδέες’’ πίσω από τα αντικείμενα στη σήμερον ημέρα παρά μόνο η συμβολική επιφάνεια.

Άρα έχουμε: Προώθηση και επικρότηση της ασταμάτητης κατανάλωσης αντικειμένων με γνώμονα την έννοια, το νόημα,  την ιδέα- αυτό που στα κρυφά υποδηλώνει ένα αντικείμενο. Έτσι ώστε η ίδια η πράξη της κατανάλωσης να βασίζεται σε αυτό που θέλουμε να μας ορίζει. Μόνο που δεν υπάρχει τίποτα πίσω από αυτό που φαίνεται – κανένα βάθος – μονάχα επιφάνειες που σημαίνουν άλλες επιφάνειες· καταναλώνουμε αντικείμενα ως φαντασιακούς φορείς, ως στίγματα μιας εικόνας που δεν παραπέμπει παρά στον εαυτό της, αναπαράγοντας έναν κύκλο αντανάκλασης χωρίς αρχή ή τέλος, αιχμάλωτοι σε έναν καθολικό καθρέφτη αναπαραστάσεων.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τα πιο καθημερινά παραδείγματα σύγχρονης επικοινωνίας. Οι σημερινοί “influencers” προβάλλουν τον εαυτό τους ως καταναλωτικά προϊόντα σε έναν ανεξάντλητο κύκλο θεαματικής παρουσίασης. Ταυτόχρονα, συζητούνται από τηλεοπτικά πρόσωπα, καταναλώνοντας μεγάλο μέρος του χρόνου των μέσων ενημέρωσης. Έτσι, οι αναπαραστάσεις των προσώπων του θεάματος, αναλύονται από διαφορετικά πρόσωπα του θεάματος σε διαφορετικές (ή και όχι) πλατφόρμες, τα οποία  δημιουργούν μη πραγματικά πλαίσια. Αυτή η αλληλεπίδραση διαγράφει τα όρια μεταξύ αληθινού και ψεύτικου, επηρεάζοντας σημαντικά τον τρόπο ζωής των ατόμων. Η επίκτητη ευτυχία που αναδύεται στο κοινό αντλεί τις ρίζες της από έναν τρόπο ζωής που στηρίζεται στην κατοχή υλικών αγαθών και διαμορφώνει την εικόνα της ευτυχίας. Άρα η ευτυχία βασίζεται σε αναπαραστάσεις, όπου τούτες οι αναπαραστάσεις συνδέουν την ευτυχία με την κατανάλωση. Ωστόσο, πέρα από την προώθηση της κατανάλωσης, τα συγκεκριμένα μέσα αναπαράγουν τον νέο φιλελεύθερο λόγο, τον κυρίαρχο λόγο, αυτόν που δομεί και δίνει την ασυνείδητη θέση από την οποία το υποκείμενο δηλώνει την παρουσία του.

Νεοφιλελεύθερος λόγος, υποκειμενικότητα και επιθυμία

Ο λόγος του νεοφιλελευθερισμού είναι ένα συνολικό σύστημα που διέπει αυτό που μπορούμε να πούμε δίχως να έχουμε επίγνωση των κανόνων που μας επιβάλλει. Ανήκει στη συμβολική τάξη, ενσαρκώνεται μέσω αναπαραστάσεων και συμβόλων, ορίζοντας την επιθυμία και εξωτερικεύοντάς την μέσω των σύγχρονων επικοινωνιακών συστημάτων. Τα μέσα επικοινωνίας διαμορφώνουν και συντηρούν συγκεκριμένες δομές λόγου, διασπείροντας επιθυμίες και πλαισιώνοντας την ταυτότητα του ατόμου. Έτσι, διαμορφώνονται υποδουλωμένες ταυτότητες που αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία, επιβεβαιώνοντας τον λόγο της μέσω των άλλων. Η σημασία που προσδίδουμε στις έννοιες καθορίζεται από τη δομή εξουσίας, προσδιορίζοντας τι θεωρείται επιθυμητό.

Μέσω της φαντασίωσης ενός εαυτού γαλουχημένου ανάμεσα στα σύμβολα, το υποκείμενο μαθαίνει να επιθυμεί και να συγκροτείται, υποκείμενο σε ένα υπερεγώ που προστατεύει την απόλαυση αυτής της διαδικασίας. Ωστόσο, όσο περισσότερο το άτομο υποτάσσεται στην επιθυμία του υπερεγώ, τόσο περισσότερο ενισχύεται το αίσθημα ενοχής του απέναντι στην αόρατη ματιά της συμβολικής τάξης. Η τυφλή υπακοή στον συμβολικό νόμο πνίγει τη φωνή του ασυνείδητου στον βυθό της ιδεολογίας. Κεντρικός θεσμός αυτής της διαδικασίας είναι η οικογένεια, όπου η αυθεντία των γονέων εμφανίζεται ως δεδομένη και αναπόφευκτη. Ο πατέρας λειτουργεί ως σύμβολο εξουσίας, διαμορφώνοντας το υπερεγώ του ατόμου. Η προσαρμογή του υποκειμένου στην αυθεντία καθορίζει τη δομή του λόγου στην αστική πραγματικότητα. Τα παιδιά μαθαίνουν να αποδίδουν τις αποτυχίες τους στην ατομική τους ανεπάρκεια, αποκόπτοντας τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες από την εξήγηση της ζωής τους. Το άτομο ενσωματώνει τους οικογενειακούς κανόνες ως απόλυτες αλήθειες, αναπαράγοντας τις σχέσεις εξουσίας.

Οι κοινωνικοί αυτοί παράγοντες ενσωματώνονται στο εγώ και διαμορφώνουν τη συνείδηση του ατόμου, το οποίο εσωτερικεύει τις επιταγές της κυρίαρχης τάξης ως δικές του. Κάθε απόπειρα αμφισβήτησης αυτών των κοινωνικών κανόνων γεννά ενοχή, καθώς η επιθυμία του υποκειμένου συγκροτείται πάντα μέσω των άλλων. Όπως οι γονείς μεταφέρουν τις δικές τους επιθυμίες στα παιδιά τους, έτσι και η γλώσσα των συμβόλων διαμορφώνει την επιθυμία του ατόμου, αφήνοντάς του ελάχιστο χώρο για αυτονομία. Όταν η συμβολική τάξη δεν μπορεί να αφομοιωθεί από το υποκείμενο, αφήνει ένα κενό, οδηγώντας το στην ανακατασκευή του συμβολικού. Η επαφή με αυτό το κενό είναι οδυνηρή, καθώς δεν μπορεί να ενσωματωθεί στο υπάρχον σύστημα σημασιών. Η αποδόμηση του συμβολικού προκαλεί ρήγματα στον ψυχισμό, καθώς το άτομο αντιλαμβάνεται ότι η ταυτότητά του συγκροτείται από εικόνες που δεν αντιπροσωπεύουν το βαθύτερο είναι του, αλλά αυτό που θέλει ο Άλλος. Η δημιουργία νέων συμβόλων καθίσταται αναγκαία για την αποκατάσταση της εσωτερικής ισορροπίας και την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης του υποκειμένου με την «πραγματικότητα».

Επίλογος

Τέλος, είναι σημαντικό να μην εκλογικεύουμε όσα μας καταπιέζουν ούτε να δικαιολογούμε τη βαρβαρότητα ως φυσική συνέπεια της ύπαρξης. Οι κοινωνικές συνθήκες δεν είναι αναπόφευκτες· διαμορφώνονται και αναπαράγονται όταν τους δίνεται χώρος. Η καταστολή των πιο αυθεντικών μας επιθυμιών οδηγεί στον κατακερματισμό. Η εποχή μας μπορεί να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες του υποκειμένου, αλλά παραμένει δική μας, και μέσα σε αυτήν καλούμαστε να αναζητήσουμε νέους ορίζοντες.

 

Ονομάζομαι Εμμανουήλ Μαυροπαλιάς, γεννήθηκα στην Έδεσσα το 1999 και από το 2018 διαμένω μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Είμαι απόφοιτος του προγράμματος Εργοθεραπείας του Πανεπιστημίου Queen Margaret της Σκωτίας και σχεδιάζω να ξεκινήσω ένα δεύτερο προπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών στον τομέα της Φιλοσοφίας, στον οποίο προτίθεμαι να αφοσιωθώ πλήρως. Παράλληλα, δραστηριοποιούμαι συστηματικά στη μελέτη και συγγραφή θεωρητικών κειμένων, ενώ επιπλέον ασχολούμαι με τη συγγραφή βιβλιοκριτικών που εστιάζουν σε λογοτεχνικά, θεατρικά, ψυχαναλυτικά και φιλοσοφικά έργα.