Η
Δύναμη της Συμπύκνωσης


 Εξηνταπέντε χαϊκού,
εκδόσεις ΑΩ, 2018.

Έπειτα από
δέκα ακριβώς χρόνια στο χώρο της ποίησης,
η Ασημίνα Ξηρογιάννη, και αφού δοκιμάστηκε
επιτυχώς στον ελεύθερο στίχο, αποφασίζει
να στραφεί και να καλλιεργήσει ένα
ιδιαίτερα δύσκολο, απαιτητικό όσο και
προκλητικό είδος ποίησης. Πρόκειται
για το μικρότερο σε έκταση ποίημα, το
περίφημο χαϊκού, ιαπωνικής προέλευσης
– τώρα πια παγκόσμιας εμβέλειας – που
κέντριζε και συνεχίζει να κεντρίζει το
ενδιαφέρον και τη δημιουργική διάθεση
των ποιητών. Η δοκιμή και η δοκιμασία
πάνω στη φόρμα του χαϊκού μπορεί, είτε
να λειτουργήσει ως πρόκληση και άσκηση
για ένα νέο ποιητή, είτε ως πειραματισμός
για έναν ποιητή περισσότερο έμπειρο
που έχει καλλιεργήσει την ποίηση σε
άλλες μορφές και επιδιώκει τώρα να
τιθασεύσει και να χωρέσει την έμπνευσή
του σε 17 μόλις συλλαβές, αυστηρά
κατανεμημένες στο σχήμα 5-7-5 συλλαβών
σε κάθε στίχο. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση
ανήκει η Ασημίνα Ξηρογιάννη.

Με ένα σύνολο
εξηνταπέντε ποιημάτων – χαϊκού, η
ποιήτρια κατορθώνει να δείξει πως η
μικρή φόρμα είναι ίσως πιο καίρια και
καταλυτική στην έκφραση της ποιητικής
σκέψης και στη μορφοποίηση της ποιητικής
έμπνευσης. Κι αυτό γιατί η δέσμευση του
χώρου, αλλά και του χρόνου, δημιουργεί
την ανάγκη για συντομία και αφαίρεση,
έτσι που να μένει μόνο ο πυρήνας και η
ουσία που, λειτουργώντας ακριβώς σαν
σπόρος, μπορεί να δώσει αφορμή για έναν
χείμαρρο σκέψεων και συσχετισμών από
την πλευρά του αναγνώστη.

Η θεματολογία
των ποιημάτων της συγκεκριμένης συλλογής
εκκινεί από διάφορες κατευθύνσεις. Ένας
πρώτος μεγάλος κύκλος αποτελείται από
τα ποιήματα που μιλούν και ορίζουν την
ίδια την ποίηση και την ποιητική
δημιουργία. Οι λέξεις ως πρώτη ύλη της
ποίησης και η αγάπη του ποιητή γι’ αυτές
(«Αρκεί ν’ αγαπάς / τις λέξεις για να
είσαι / ποιητής;» Ρωτάς!), η έμφυτη τάση
του τελευταίου να βυθίζεται στη σιωπή
(Πάντα τη σιωπή/αναζητάς. Γνήσιος/είσαι
ποιητής.), η έμπνευση και η φύση της (Η
παραφορά/δεύτερη φύση είναι/για σένα,
Μούσα), η λειτουργία της φαντασίας (Ό,τι
δυνατό/μέσα στη φαντασία/πάντα υπάρχει),
η σημασία της ποίησης για τον ποιητή
(Την γραφή σου λες/ουσία της ύπαρξης/που
έχεις ντυθεί), η διαδικασία δημιουργίας
του ίδιου του χαϊκού (Με τις Ιδέες/φλερτάρεις
και τις Λέξεις./Φτιάχνεις χαϊκού), η
ανατρεπτική λειτουργία της τέχνης, η
ποίηση ως αντίδοτο στο πέρασμα του
χρόνου, ο σκοπός και το ζητούμενο κάθε
ποιητικής δημιουργίας, αλλά και η ποίηση
ως υποκατάστατο του έρωτα (Γεια σου,
εραστή!/Καλή μας αντάμωση/μες στο ποίημα.)
είναι μερικά από τα θέματα που θίγει η
ποιήτρια σε σχέση με την τέχνη του λόγου,
ενώ κοντά σε αυτά στέκουν τα χαϊκού που
μιλούν για την τέχνη του θεάτρου (Κάνεις
θέατρο./Υπερβαίνεις το ψέμα/μιας ρηχής
ζωής.).

Έναν δεύτερο
κύκλο αποτελούν τα ποιήματα που αφορμώνται
από τυπικά και αγαπημένα – υπαρξιακά
κυρίως – θέματα των ποιητών όπως είναι
η μοναξιά (Φάε μοναξιά!/Θα γίνεις πιο
δυνατός!/Φάε μοναξιά), η φθαρτή φύση του
ανθρώπου (Είμαστε τρωτοί./ Αν το
αποδεχθείς,/όμορφα θα ζεις.), η αγάπη
(Αγάπη είναι:/αληθινή έκφραση./Μόνο
αυτό), ο έρωτας, η ηδονή, η μνήμη και η
λήθη, το όνειρο, η αμαρτία, οι εμμονές.
Η προσέγγιση των θεμάτων αυτών, μόνο
και μόνο λόγω της φόρμας του χαϊκού,
γίνεται με έναν τρόπο τελεσίδικης
απόφανσης ή αποφθέγματος, με μια φιλοσοφία
και θυμοσοφία ζωής που αποδεικνύει
περίτρανα ότι μια σκέψη απλή και αβίαστη
μπορεί να μορφοποιηθεί σε ποίηση και,
αντίστροφα, η ποίηση να προσφέρει το
όχημα σκέψεων που ενώ φαντάζουν
περίπλοκες, στην πραγματικότητα είναι
τόσο απλές, όσο και η ίδια η ζωή.

Μια άλλη,
μεγάλη ομάδα αποτελούν τα διδακτικά –
συμβουλευτικά χαϊκού με τα οποία η
Ξηρογιάννη είτε δίνει γενικές συμβουλές
για τη ζωή (Την άλλη ζωή/περιμένοντας
πάντα,/ποτέ σου δε ζεις) και για τον τρόπο
με τον οποίο πρέπει ο κάθε άνθρωπος να
αντιμετωπίζει τον εαυτό του, είτε
προτρέπει τον ποιητή να λειτουργεί
αφυπνιστικά των συνειδήσεων (Ξεβόλευσέ
τους/με τους στίχους, ποιητή!/Βάλε τους
φωτιά!), αλλά και τον κάθε άνθρωπο να
μιλά γιατί μόνο έτσι μπορεί να αισθάνεται
ζωντανός. Άλλοτε πάλι αποφαίνεται για
την αληθινή φύση του καλού και του κακού
(Καλό και κακό/συχνά την ίδια μάσκα/φοράνε,
ακούς;), για την έννοια και το νόημα της
αληθινής θρησκείας (Θρησκεία είναι:/όπως
εσύ θέλεις να/ζεις τη ζωή σου.), αλλά και
για τη ματαιότητα των προσπαθειών του
ανθρώπου, ένα θέμα που έχει διαχρονικά,
από τον Όμηρο κιόλας, δώσει σπουδαία
ποιήματα με κορυφαίο τους «Τρώες» του
Καβάφη.

Τέλος, αν και
λιγότερα, ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι
τα ποιήματα με τα οποία η Ξηρογιάννη
αποτίει φόρο τιμής σε μεγάλους καλλιτέχνες
– ζωγράφους, λογοτέχνες, θεατρανθρώπους,
σκηνοθέτες. Μοντιλιάνι, Μουνκ, Λόρκα,
Σαίξπηρ, Καβάφης, αλλά και Βογιατζής,
Γούντι Άλλεν είναι τα πρόσωπα εκείνα
στα οποία απευθύνεται ή με τα οποία
συνδιαλέγεται η ποιήτρια εντασσόμενη
με αυτόν τον τρόπο σε μια παράδοση και,
το κυριότερο, αναγνωρίζοντας τις οφειλές
της σε μια σειρά μεγάλων δημιουργών που
με τον έναν ή τον άλλο τρόπο υπήρξαν
δάσκαλοι και εμπνευστές της.

Εκείνο που,
συνολικά, αξίζει να παρατηρήσει κανείς
είναι η σαφής προτίμηση της ποιήτριας
στη χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου.
Είναι πολλά τα ποιήματα στα οποία η
Ξηρογιάννη απευθύνεται σε κάποιον, που
θα μπορούσε να είναι και ο ίδιος της ο
εαυτός, άλλοτε για να αναρωτηθεί και
άλλοτε για να αποφανθεί ή να ζητήσει
κάτι. Η προτίμηση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί
από μια τάση της ποιήτριας, ενδεχομένως
ενδόμυχη, λόγω της ενασχόλησής της με
το θέατρο στο οποίο το β΄ ενικό είναι
το κατεξοχήν πρόσωπο και το οποίο
συγκροτεί τους διαλόγους. Στην ποίηση,
βέβαια, το β΄ ενικό χρησιμοποιείται
κυρίως για να προσδώσει έναν συμβουλευτικό
χαρακτήρα και να καταστήσει τη σχέση
δημιουργού – αναγνώστη αμεσότερη και
στενότερη.

Με τη Δεύτερη
Φύση

η Ξηρογιάννη εισέρχεται σε έναν ποιητικό
χώρο ιδιαίτερα απαιτητικό, όσο και
γοητευτικό, πετυχαίνοντας έναν διπλό
σκοπό. Αφενός μεν να βαθύνει, να εξελίξει
και να δώσει νέα κατεύθυνση στην τέχνη
της, αφετέρου δε να προσφέρει στον
αναγνώστη ένα εγχειρίδιο ζωής και να
τον κάνει κοινωνό της δικής της βιοθεωρίας,
των δικών της αντιλήψεων, αλλά και των
δικών της συναισθημάτων, εμπειριών και
βιωμάτων. Η ποίησή της, κι σε αυτή τη
συλλογή διακρίνεται για την αλήθεια
και την ειλικρίνεια της και φυσικά για
την οικονομία και τη λιτότητα του
ποιητικού λόγου. Από αυτήν την άποψη
βαθαίνει κι πλουτίζει την μακροχρόνια
παράδοση των χαϊκού, προσφέροντας όμως
παράλληλα και μια απόλαυση αισθητικής
τάξεως που προκύπτει από την απλότητα,
τη συμπύκνωση και την ευστοχία.