Από τη μνήμη στη λήθη: το παιδικό τραύμα και η ιστορική εμπειρία
Γράφει η Νίκη Μισαηλίδη
(Για το βιβλίο Τον πατέρα στην πλάτη της Μαγδαληνής Θωμά)
Η νέα συλλογή διηγημάτων της Μαγδαληνής Θωμά, Τον πατέρα στην πλάτη, η οποία κυκλοφορεί από τις εκδόσεις των Φίλων (2025) (ISBN:978-960-289-227-5) συνιστά ένα πολυφωνικό σύμπαν γύρω από τη μνήμη, το τραύμα και τη δια-γενεακή μετάδοση των βιωμάτων, όπως αυτά εγγράφονται στη συλλογική και ατομική συνείδηση. Οι ήρωες –ο Μαθιός, ο Σαράντης, ο Αρίστος, η Μαλαμίτσα, ο κύριος Φώτης, ο Τζοβάνης, ο Δημάκης, ο Αργύρης και άλλοι– κινούνται μέσα σε έναν κόσμο όπου το προσωπικό τραύμα διαπλέκεται με την Ιστορία, όπου η οικογένεια λειτουργεί ταυτόχρονα ως πεδίο αγάπης και καταπίεσης, και όπου η παιδική ηλικία αποτελεί συχνά το κατώφλι μέσα από το οποίο εισβάλλει το άχθος της ζωής.
Κεντρικό θεματικό άξονα της συλλογής αποτελεί η διερεύνηση του τραύματος ως μιας εμπειρίας που εγκαθίσταται στην παιδική ηλικία και καθορίζει την πορεία του υποκειμένου στην ενήλικη ζωή. Η συγγραφέας αναδεικνύει με οξύτητα τη λεπτή, αλλά βαθιά καθοριστική γραμμή που χωρίζει –και ταυτόχρονα ενώνει– θύτη και θύμα, με αποτέλεσμα οι ρόλοι αυτοί να αντιστρέφονται ή να συγχέονται. Η παιδική ηλικία δεν παρουσιάζεται ως αθώος ή ιδεαλιστικός χρόνος, αλλά ως περίοδος έντονης ψυχικής καταπόνησης, όπου η βία, η στέρηση και η απώλεια αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη, εγκαθίστανται και διαμορφώνουν τη μετέπειτα ενήλικη ταυτότητα. «Τα χρόνια περάσαν, αλλά η γεύση από το λάδι εκείνο μου μαλάκωνε τον λαιμό. Το λάδι του Τζοβάνη ήταν η λιπαντική ουσία που συνέδεε το παρελθόν με το παρόν, το γράσο της μνήμης μου. Απάνω της κυλούσανε και κάνανε βαρκάδα οι αναμνήσεις. Άλλο δεν έχω να πω.» (σ. 51), θα δηλώσει σε εξομολογητικό τόνο η ανώνυμη αφηγήτρια στο διήγημα «Το κανάτι του Τζοβάνη» (σσ. 47 – 53), δηλώνοντας τη δύναμη της μνήμης στη διαμόρφωση της ζωής του ατόμου. Η σωματική βία, ως πτυχή της ενδοοικογενειακής ζωής, αποτυπώνεται με έντονες οπτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «[…]ξέλυνε ο πατέρας το λουρί από το παντελόνι του και έπαιρνε μ’ αυτό να τον βαράει με τη μεριά της αγκράφας. Το λουρί τον ξέσκιζε όπου έβρισκε – μούτρο, πλευρά, διάκριση δεν έκανε και η αγκράφα του κοπανούσε το κεφάλι. Έβαζε ο Δημάκης το χέρι να προφυλαχτεί και τα δάχτυλά του ματώνανε, ένα χέρι τόσο δα, πόσο να κρατήσει…» (σ. 57). Η Θωμά, μέσω αυτής της σκηνής, φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο η βία, αντί να παραμένει κρυφή και σιωπηλή, εισχωρεί στην ίδια την υφή της μνήμης. Η ενδοοικογενειακή βία δεν παρουσιάζεται μόνο ως πράξη στιγμιαία, αλλά ως τραύμα εγγεγραμμένο στο σώμα και στον ψυχισμό του παιδιού, αναδεικνύοντας παράλληλα τη διάσταση της σιωπής και της ανοχής που συχνά περιβάλλει την ενδοοικογενειακή βία: το γεγονός δεν καταγγέλλεται, δεν ανακόπτεται, αλλά βιώνεται ως μέρος της «κανονικότητας» της οικογένειας.
Ο χώρος που εκτυλίσσονται τα γεγονότα, ζουν και δρουν οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι πολύ-επίπεδος και κινείται ανάμεσα στην ελληνική ύπαιθρο, στις πόλεις και τη Μικρά Ασία. Η αναπαράσταση της φύσης λειτουργεί διττά: αφενός, ως αισθητηριακή εμπειρία με ισχυρή λυρική φόρτιση –«Η κληματαριά κουνάει τα φύλλα της νωχελικά» (σ. 10)«Και πάνω που θα χάραζε, ο ουρανός σκοτείνιασε και έφτασε η καταιγίδα. Άνοιξαν οι κρουνοί, τριχιές ολόκληρες κατέβασαν το στερέωμα στο χώμα. Τα λουλουδάκια της ρεματιάς φύτεψαν το κεφάλι τους στη γη» (σσ. 49-50), «Ήταν φθινόπωρο, τα φύλλα από τα πλατάνια είχαν αρχίσει να πέφτουν και η θάλασσα μολύβωνε αγριεμένη» (σ. 76), «Όπως έστριψε από την άκρη του γκρεμού, είδε τη θάλασσα αγριεμένη, κύματα άσπριζαν το σκοτάδι. Μέσα από τα ξασμένα σύννεφα έβγαινε το φεγγάρι» (σ. 28).– και αφετέρου, ως καταφύγιο απέναντι στην ανθρώπινη σκληρότητα. Η φύση αναλαμβάνει τον ρόλο ενός χώρου ανθεκτικότητας, ενός πεδίου που φιλοξενεί τα παιδικά παιχνίδια, τις μνήμες, τα μυστικά των προσώπων, αλλά και ως η πηγή έμπνευσης και καλλιτεχνικής έκφρασης.
Ωστόσο, η ομορφιά του τοπίου αντιπαραβάλλεται συχνά με την οδύνη της ιστορίας, καθώς η Σμύρνη και η Μικρά Ασία –τόποι θαλπωρής και πατρίδας– αντιτίθενται βίαια στον Βόλο και τα «Τετράγωνα» των προσφύγων, όπου η προσφυγική εμπειρία βιώνεται ως χώρος συνωστισμού, στέρησης και εξαναγκαστικής προσαρμογής: «Περιμέναμε στην ουρά διψασμένοι. Μας οδήγησαν σε μια μεγάλη αποθήκη, όλο κιβώτια και παλιοσίδερα σκουριασμένα. Και στριμωχτήκαμε όπως όπως. Και μείναμε εκεί κοντά δυο χρόνια» (σ. 81). Η Θωμά επιτυγχάνει να αποδώσει με ρεαλιστική ακρίβεια και συναισθηματική ένταση τις ιστορικές συνθήκες που διαμόρφωσαν τον 20ό αιώνα: τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον ξεριζωμό, αλλά και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από τις αφηγήσεις των χαρακτήρων, αναδεικνύεται το πώς το συλλογικό τραύμα εισχωρεί στο ατομικό βίωμα, πλάθοντας μια μνήμη που δεν αφορά μόνο την Ιστορία, αλλά και τη διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας.
Η έννοια του παιδικού τραύματος, όπως τη συναντούμε εμφατικά στη συλλογή, συνομιλεί με τις θεωρίες της σύγχρονης ψυχολογίας και λογοτεχνικής τραυματολογίας. Το παιδικό τραύμα δεν αποτυπώνεται απλώς ως παρελθοντική εμπειρία, αλλά ως μια αέναη παρουσία που δομεί τον ψυχισμό και επανεμφανίζεται σε κρίσιμες καμπές της ζωής. Η συγγραφέας δείχνει πώς το τραύμα επιβιώνει, μετασχηματίζεται και ανακυκλώνεται μέσα από τη σιωπή, τη μνήμη, αλλά και την αφήγηση. Η λογοτεχνική πράξη λειτουργεί έτσι ως διαδικασία μνημόνευσης, αλλά και εν δυνάμει θεραπείας.Τα παιδιά στους κόσμους της Θωμά γίνονται φορείς ενός δυσβάσταχτου φορτίου –ενός «πατέρα στην πλάτη»– που κουβαλούν σε όλη τους τη ζωή, και η οικογένεια, αντί να λειτουργήσει ως τόπος προστασίας, συχνά καθίσταται τόπος συγκρούσεων. Ο θύτης και το θύμα εναλλάσσονται και συγχέονται, φανερώνοντας τη ρευστότητα των ψυχικών ρόλων. Έτσι, το τραύμα δεν ανήκει αποκλειστικά στο παρελθόν, αλλά παραμένει ενεργό, μεταβιβάζεται στις επόμενες γενιές και αποκτά διαγενεακό χαρακτήρα.
Η γραφή της Θωμά διακρίνεται για την έντονα περιγραφική και συναισθηματικά φορτισμένη χρήση της γλώσσας, η οποία δημιουργεί ένα πυκνό πλέγμα εικόνων, ήχων και συναισθημάτων. Η γλώσσα αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της συλλογής. Απλή, καθημερινή, με πλούσιους ιδιωματισμούς και έντονο λαϊκό χρώμα, κατορθώνει να αποδώσει με αυθεντικότητα τόσο τον προφορικό λόγο όσο και τη συλλογική νοοτροπία μιας ολόκληρης εποχής και κοινωνίας. Εκφράσεις και λέξεις όπως «Ας το, ρε χαϊβάνι», «πλήθος που αράζει», «αχταρμάς», «σαλεύουμε», «Ρούπι δεν το κουνάγανε» δεν λειτουργούν μόνο ως εικονογράφηση της λαϊκής μιλιάς, αλλά συμβάλλουν στη σκιαγράφηση της ψυχοσύνθεσης των χαρακτήρων, στην απόδοση του κοινωνικού τους υπόβαθρου και στη διαμόρφωση μιας ζωντανής, σχεδόν θεατρικής ατμόσφαιρας. Η γλωσσική επιλογή λειτουργεί ταυτόχρονα ως στοιχείο ιστορικής τεκμηρίωσης: μεταφέρει το ήθος και το ύφος μιας κοινωνίας που βίωσε την προσφυγιά, τη στέρηση, αλλά και τη δύναμη της συλλογικότητας. Ο λαϊκός λόγος καθίσταται έτσι γέφυρα ανάμεσα στη γραπτή και την προφορική παράδοση, ανάμεσα στην αφήγηση και τη μνήμη, ανάμεσα στο προσωπικό βίωμα και την κοινή ιστορία. Η ιδιωματική έκφραση προσδίδει ζωντάνια, αμεσότητα και αυθεντικότητα στην αφήγηση, καθιστώντας τη γλώσσα φορέα τόσο της καθημερινότητας όσο και του τραύματος που αποτυπώνεται στις ψυχές των χαρακτήρων. Η οικογένεια, η φιλία, οι σχέσεις εξουσίας στον χώρο του σχολείου, αλλά και οι σχέσεις ενηλίκων-παιδιών προσεγγίζονται με ψυχολογικό βάθος και κοινωνική οξυδέρκεια, αποκαλύπτοντας πώς οι μικρές και μεγάλες καθημερινές πράξεις συνδέονται με το μεγάλο ιστορικό πλαίσιο.
Η Θωμά αξιοποιεί ένα πολυδιάστατο αφηγηματικό οπλοστάσιο. Οι αναδρομικές αφηγήσεις επαναφέρουν με τη δύναμη της μνήμης το παρελθόν στη ροή της αφήγησης. Οι διάλογοι αποδίδουν την προφορικότητα και την κοινωνικότητα των προσώπων, αναπαριστώντας την καθημερινή επικοινωνία. Ο εσωτερικός μονόλογος αποκαλύπτει τις σκέψεις και τον ψυχικό κόσμο τους, ενώ η αφήγηση και η περιγραφή πλαισιώνουν το έργο με ρεαλιστική λεπτομέρεια και αισθητηριακή δύναμη. Οι τεχνικές αυτές δεν λειτουργούν απλώς ως αφηγηματικά εργαλεία, αλλά ως τρόποι εγγραφής και διαχείρισης του τραύματος, το οποίο επανέρχεται συνεχώς στη ροή του λόγου.
Η συλλογή Τον πατέρα στην πλάτη αναδεικνύει με ευαισθησία και στοχαστικότητα τη σχέση μνήμης, τραύματος και ταυτότητας. Η Μαγδαληνή Θωμά κατορθώνει να συνδέσει το ατομικό με το συλλογικό, την παιδική εμπειρία με την ιστορική συνθήκη, και την οδύνη με την ανθεκτικότητα. Η παιδική ηλικία αποτυπώνεται ως καίριο πεδίο ψυχικών εγγραφών και φωτίζει τη σχέση ανάμεσα στη μνήμη, την οικογένεια και την Ιστορία.
Η Νίκη Ι. Μισαηλίδη κατάγεται από την Πάτρα. Έχει σπουδάσει Φιλολογία και είναι κάτοχος Μεταπτυχιακού διπλώματος στη Δημιουργική Γραφή του ΕΑΠ. Εργάζεται ως Φιλόλογος στη δημόσια εκπαίδευση. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια για τη γραφή, τα Νέα Προγράμματα Σπουδών στη Λογοτεχνία στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, τη Διαφοροποιημένη Διδασκαλία και συμμετέχει ως επιμορφώτρια σε εργαστήρια πεζού και ποιητικού λόγου. Κριτικά της κείμενα για τη σύγχρονη λογοτεχνία, καθώς και ποιήματα και διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά, σε ιστοσελίδες και στον έντυπο τύπο. Με ποιητικά και πεζά κείμενα συμμετέχει σε συλλογικά έργα και τόμους: α. Ιστορίες με γάτες …για γάτες. Γατονανοδιηγήματα. Εκδόσεις ΟΤΑΝ, 2025, β. Μικρά για τη μητέρα. Εκδόσεις αλάτι, 2025, γ. Ταξίδι. Εκδόσεις παρέμβαση, 2025. Τον Νοέμβριο του 2024 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24 γράμματα το βιβλίο της (ποιητική συλλογή) Σχολικές Ποιητικές διαδρομές – Μια κυψέλη όλο μέλισσες και μέλι που συνέγραψε με την Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου.