Το συντακτικό του Δημήτρη Λεοντζάκου: Διάρκεια, ήχοι και αντικατοπτρισμοί

Γράφει η Ελένη Τσαντίλη

(Για το βιβλίο Ιωνάς του Δημήτρη Λεοντζάκου, Ενύπνιο, 2023)

 

«Η κραυγή και η νύχτα σου

υπήρξαν πάντοτε

η χλωρίδα και η πανίδα μου –

σαν πουλί υψώνομαι

τώρα

και ισορροπώ

πάνω απ’ την απύθμενη άβυσσό σου

σαν να είμαι εγώ

της στεντόρειας φωνής σου

– της σιωπής σου –

η ηχώ.» (σ. 9)

Ο κόσμος είναι άδειος. Είναι μόνο φύση. Ο ουρανός, τα σύννεφα, οι βράχοι, η θάλασσα με τα κύματά της, δέντρα που θροΐζουν στον άνεμο. Ο άνεμος -ιδίως ο άνεμος- ως χρονικός προσδιορισμός. Αυτά χαρακτηρίζουν το βιβλίο του Δημήτρη Λεοντζάκου, Ιωνάς (Ενύπνιο, 2023). Δηλαδή, πώς η φύση γίνεται αντιληπτή από ήχους και αντικατοπτρισμούς και πώς αυτή, με την κίνησή της ή την ακινησία της, διαμορφώνει αυτό που ονομάζουμε χρόνο και διάρκεια. Ο Λεοντζάκος αναφέρει ότι το βιβλίο είναι μία σπουδή στην αίσθηση του αφόρητου, της δυσφορίας, που προέκυψε από την εμπειρία της υγειονομικής καραντίνας λόγω κορονοϊού (ηλ. περ. Χάρτης, νο 71, Νοέμβριος 2024). Είναι ένα συναίσθημα που δεν περιγράφεται με συμβατικό τρόπο, γι’ αυτό μπορούμε μόνο να το συλλάβουμε ως διάρκεια.

«Σφαγείο:

ένας τρόπος κυρίως

της όσφρησης

που συμβαίνει αργά το απόγευμα.

Μία ιώδης αίσθηση

ότι ο χρόνος βρίσκεται γύρω σου,

πανταχού παρών» (σ. 18)

Εδώ, ταιριάζει να παραθέσουμε ένα απόσπασμα της Νόρας Αναγνωστάκη (που αναφέρεται στην ποίηση της Βακαλό):

«Με σχηματικές γραμμές και άπειρες προεκτάσεις που φτάνουν ως τα σύνορά του, μας δίνεται κι ο κόσμος που ζούμε σαν μια μαγική εικόνα, με βασική διαφορά πως δεν μας ονομάζεται αυτό που πρέπει να βρούμε. Ο καθένας μας ψάχνει κι ανακαλύπτει ο,τι μπορεί· το ονομάζει όπως έμαθε ή όπως θέλει· του δίνει μιαν αξία που αποθησαυρίζει σαν γνώση ζωής […] (Αναγνωστάκη Νόρα, Διαδρομή, «Προοίμιο στην ποίηση της Ελένης Βακαλό», Νεφέλη 1995, σ. 11).

Έτσι κι ο Λεοντζάκος δίνει σε αυτή την αίσθηση ένα νέο όνομα («Ιωνάς / ο ασυντρόφευτος ύπνος», σ. 54). Θα ήταν μάταιος κόπος να ανατρέξω σε ερμηνευτικές παραλληλίες με το μυθολογικό πρόσωπο. Είναι απλώς ένα όνομα, στη θέση οποιουδήποτε άλλου. Είναι μία αντικατάσταση, παραπέμποντας στον Ferdinand de Saussure και την έννοια της γλωσσικής αντικατάστασης που προσιδιάζει στη λογοτεχνική μεταφορά. Για αυτό τον λόγο δεν θεωρώ και το όνομα του τίτλου ως σύμβολο για κάτι. Προτού όμως μείνουμε λίγο παραπάνω στον Saussure – καθότι οι μεταφορές και οι μετωνυμίες είναι το ποιητικό modus operandi του Λεοντζάκου – ας δούμε, πάλι, τι γράφει η Αναγνωστάκη:

«Ο σύγχρονος καλλιτέχνης περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχει πλουτίσει τον κόσμο που ζει, διεισδύοντας μ’ έναν τρόπο πιο υποχθόνιο στις επιφάνειες των πραγμάτων που σχεδόν τις αρνείται σαν αληθινές. Κρατάει μονάχα τον σκελετό των σχημάτων και των εννοιών (πολλές φορές τον καταργεί και αυτόν ολότελα σαν ένα πρόσχημα περιττό) και εισχωρεί στην βαθύτερη αφανή του ουσία, προσπαθώντας να βρει με τρόπο, κάθε άλλο παρά μεταφυσικό, τις πραγματικές ρίζες κάθε φυσικού δεδομένου». (σ. 12)

Κάνω αυτή την παρέκβαση προς της ποιητική της Βακαλό μέσα από τη ματιά της Αναγνωστάκη, διότι νομίζω ότι η Βακαλό είναι από τις σημαντικότερες επιρροές σε ορισμένους σύγχρονους ποιητές, και αυτό ίσως να μην έχει προσεχθεί από την κριτική τόσο, όσο παραδείγματος χάριν η επίδραση του Σαχτούρη (από το οποίο, επίσης, επηρεάζεται η Βακαλό). Όπως και στον Λεοντζάκο από προηγούμενα ποιητικά βιβλία, η επιρροή του Σαχτούρη νομίζω ότι αφορά κυρίως στην κατασκευή της ποιητικής εικόνας, το περίγραμμα, ενώ η επίδραση της Βακαλό αφορά ένα νοηματικά μετασχηματιστικό επίπεδο, προς ένα μέρος από όπου έρχεται ή πηγαίνει η ποιητική συνειδητότητα και στο οποίο οι λέξεις μετασημασιοδοτούνται. Λειτουργεί κάθετα, ως κατάβαση, και δεν είναι τόσο συντακτική, όπως είναι η εικονοποιεία του Σαχτούρη. Λογικό βέβαια, διότι το βιωματικό υλικό του Σαχτούρη είναι ιδιάζων, έτσι η επίδρασή του σε νεότερους ποιητές αφορά το σχήμα και λιγότερο το περιεχόμενο. Να, ένα σαχτουρικό παράδειγμα από τον Δ.Λ.:

«Τα πουλιά σου τραγουδούν

πετούν

και πλέκονται μες στα

μακριά

και ελεύθερα μαλλιά μας» (σ. 52)

Και εδώ μία ηχώ από την ποίηση της Βακαλό στον Δ.Λ.:

«Ασήκωτος παραμένει αυτός

ο βράχος

αυτό το βάρος

ο άεργος ουρανός –

ο αδερφός μας που έμεινε

κάπως χαζός

και δεν μιλάει

παρά μόνο με πουλιά

με μετέωρα θαύματα.» (σ. 42)

Και στους δύο πάντως υπάρχει μια αναζήτηση της αλήθειας σε ένα περιβάλλον παράλογο. Τώρα, η αλήθεια έχει φιλοσοφικό χαρακτήρα, αλλά θα την αφήσω εδώ. Οπωσδήποτε, λέγοντας τα παραπάνω, δεν εννοώ καθόλου ότι η ποίηση προκύπτει από ενατένιση, κάθε άλλο παρά μεταφυσικό, λέει η Αναγνωστάκη. Αντίθετα, προκύπτει μέσα από μία δομή, τη δομή της γλώσσας.

Η γλώσσα νοείται ως διαμεσολάβηση μεταξύ αισθητού κόσμου και εννοιών. Η ποίηση, αντίστοιχα, είναι ένας διαμεσολαβητικός λόγος. Ένας ακουστικός τρόπος να προσδιορίσουμε μία ιδέα. Και τα δυο αυτά μαζί δημιουργούν το γλωσσικό σημείο. Μία βασική έννοια των αρχών της γλωσσολογίας του Saussure είναι η αυθαιρεσία του γλωσσικού σημείου. Δηλαδή, η λέξη και η έννοια στην οποία η λέξη αναφέρεται, συνδέονται αυθαίρετα, και αυτό είναι αποδεκτό για χάρη της επικοινωνίας. Ο Λεοντζάκος στο ποιητικό του έργο χρησιμοποιεί κατά κόρον αυτή τη θέση της αυθαιρεσίας, π.χ. προσωποποιώντας ένα συναίσθημα. Εκμεταλλεύεται την λειτουργία της αντικατάστασης των λέξεων που περιγράφει την λειτουργία της μεταφοράς. Επίσης, ακόμη κι ένα ολόκληρο ποίημα, μπορεί να είναι μια μετωνυμία. Σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε παράξενες ομοιότητες οι οποίες, ωστόσο, μάς είναι εντελώς οικείες. Οι μετωνυμίες είναι φανερότερες σε αυτό που, λίγο πιο κάτω, θα ονομάσουμε αντικατοπτρισμό.

Συνολικά, η ροή του ποιητικού λόγου του Δ.Λ. αναδεικνύει την γλώσσα ως αυτόνομο σύστημα και εξαφανίζει πράγματι τον συγγραφέα του, έτσι που αφήνεται κανείς στον ποιητικό ρυθμό και την εναλλαγή των εικόνων. Λέει ο Φουκώ:

«[…] η γλώσσα διαφεύγει του τρόπου ύπαρξης του λόγου – δηλαδή της δυναστείας της αναπαράστασης – και ο λογοτεχνικός λόγος αναπτύσσεται με αφετηρία τον εαυτό του, σχηματίζοντας ένα δίκτυο, κάθε σημείο του οποίου, διακριτό από τα άλλα, σε απόσταση μάλιστα από τα πιο κοντινά, τοποθετείται, σε σχέση με όλα, σε έναν χώρο ο οποίος τα υποδέχεται και, ταυτόχρονα, τα χωρίζει» (Ο Στοχασμός του Έξω, σ. 12-13). Και στη συνέχεια: «Το “μιλάω” λειτουργεί ως το αντίθετο του “σκέπτομαι”. Το “σκέπτομαι” οδηγούσε, πράγματι, στην αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα του Εγώ και της ύπαρξής του. Το “μιλάω”, αντίθετα, οπισθοχωρεί, διασκορπίζει, εξαλείφει αυτή την ύπαρξη και δεν αφήνει να φανεί παρά μόνο η άδεια θέση» (Φουκώ, ό.π., σ. 13-14). Εδώ, ας θυμηθούμε ένα τίτλο που είχε χρησιμοποιήσει παλιότερα Ο Δ.Λ και ο οποίος αναδεικνύει ακριβώς την ιδιότητα του “ομιλώ” που κρύβει το συγγραφικό εγώ πίσω από την παντοδυναμία του γλωσσικού σημείου: Χλόη, ή ομιλώντας ακατάπαυστα σαν δέντρο (εκδ. Κουκούτσι 2020). Στον Ιωνά, εάν δηλώσουμε ότι ο ποιητής μιλά για το αφόρητο, σημαίνει ότι το υποκείμενο εξαφανίζεται για να πάρει θέση το περιγραφόμενο, το πράγμα για το οποίο μιλάμε.

Είναι μια αρχή που διέπει όλο το έργο του Δ.Λ. (και είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ποίησης γενικότερα), ότι η γλώσσα είναι («όχι αυτό που θέλει να πει, όχι η μορφή με την οποία το λέει») [Φουκώ, ό.π., σ. 65, Πλέθρον 1998]. Ο ποιητής αφήνεται σε αυτόν τον στοχασμό όπου το συναίσθημα αυτοδιαμορφώνεται.

«Η αγωνία σου

είναι η μόνη λογική

με την οποία μπορώ

να καταλάβω

τον κόσμο

τον ουρανό

τα άγονα αστέρια

την άδεια φωνή

και το ορθάνοιχτο στόμα

που εκλιπαρεί

για μία λέξη

ή

λίγο φως» (σ.10)

Οι ποιητικές εικόνες προέρχονται από τον φυσικό κόσμο. Επειδή ό,τι συμβαίνει στη φύση παίρνει τον χρόνο του -η φύση έχει ένα χρόνο δισεκατομμυρίων ετών κι όχι δευτερολέπτων όπως τον αντιλαμβάνεται ο ανθρώπινος νους- το συναίσθημα είναι η συνήθεια που επιβάλλει η φύση και τα φαινόμενά της. Έτσι, μέσω της παρατήρησης, αποκτούν ποιητικό νόημα τα σύννεφα, η βροχή κτλ. Συνεπώς, το αφόρητο νοείται ως μια μεταβαλλόμενη ύλη.

Στον τίτλο αυτού του κειμένου υπάρχουν κάποιες έννοιες-κλειδιά για την ανάγνωση του βιβλίου. Όσον αφορά την διάρκεια, για την οποία κάτι υπαινιχθήκαμε στον πρόλογο, θα πρότεινα να ανατρέξει κανείς σε όλο το το δοκίμιο του Gaston Bachelard «Ποιητική στιγμή και μεταφυσική στιγμή» (στο Η εποπτεία της στιγμής, Καστανιώτης, 1997). Διαβάζουμε π.χ.: «Για τους ποιητές που πραγματώνουν με τέτοια άνεση τη στιγμή, το ποίημα δεν εκτυλίσσεται: πλέκεται, υφαίνεται κόμπο κόμπο. Το δράμα τους δεν ολοκληρώνεται. Το κακό που υφίστανται είναι ένα ήσυχο άνθος» (σ. 159). Συνεπώς, στον Δ.Λ.:

«Ο χρόνος σου έχει ρίζες και κλαδιά

όπως ένας κήπος

όπου

ο θάνατος δεν είναι

παρά μόνο μία μεταφυσική συγκομιδή

εάν όχι

ένα αλαζονικό κελάηδισμα.» (σ. 38)

Το τελικό κελάηδισμα είναι η στιγμή που συμπυκνώνει τον χρόνο. Το πιο σταθερό πράγμα στον χρόνο των δισεκατομμυρίων δευτερολέπτων που αναφέραμε παραπάνω. Με αυτόν τον τρόπο η διάρκεια, είναι μια αλληλουχία παρόμοιων, οδυνηρών, στιγμών για τον ποιητή, που συγκροτούν αυτό που λέμε συνήθεια. Να, πώς η απομόνωση γίνεται συνήθεια:

«Η ασθένεια αυτή μοιάζει

με ένα δέντρο

που φυτρώνει ολομόναχο

κάπου στην ύπαιθρο.

Ό,τι πιο κοντινό έχει στη γη

ο άνεμος είναι

και το φως.» (σ. 39)

Η στιγμή δεν είναι στατική. Υπάρχει κίνηση η οποία γίνεται αντιληπτή μέσω ηχητικών εικόνων.

«Η προσποίησή σου

ιδωμένη γλωσσικά:

διάχυτοι

μικροί αντικατοπτρισμοί στο

σκοτάδι.

Μισόλογα από ερπετά

έντομα σαν κλαδάκια

ακίνητα.

Δέντρα ψηλά

που κρύβουν το φεγγάρι.» (σ. 14)

Έτσι λοιπόν αναπαράγεται ο ήχος της φύσης:

«Μισόλογα από ερπετά / έντομα σαν κλαδάκια / ακίνητα».

Και αλλού πάλι ο ήχος ως κίνηση:

«Μην ταραχτείς

μην κοιταχτείς στην ηχώ

στον ήχο

που κάνει το νερό της

που πέφτει από ψηλά

που πέφτει από απελπισία, ταραχή

ή θάνατο

(της νύχτας εννοώ)» σ.47

Και ακόμα:

«Αμμόλοφοι της παραλίας / και άρπες των λεπτών αφρών» (σ. 21)

«λεύκες γάργαρες / με αεράκι» σ. 27

Κτλ.

Οι αντικατοπτρισμοί, από την άλλη, είναι συμπληρωματικοί των ήχων όσον αφορά τη συγκρότηση μιας ποιητικής εικόνας. Τους ονομάζω αντικατοπτρισμούς διότι ως τέτοιοι φαίνονται πάνω στα μάτια:

«Κουνώντας άπειρα καθρεφτάκια / και / κυματίζοντας / προς τα υπόγεια νερά / του τοπίου σου» (σ. 51 ).

Οι παραπάνω στίχοι μοιάζουν σαν να περιγράφουν την διάθλαση του φωτός πάνω στα αντικείμενα και το παιχνίδισμά του με τις σκιές.

Και άλλος αντικατοπτρισμός των πραγμάτων πάνω στα μάτια:

«Τα δροσερά σύννεφα

είναι τα μάτια μου που δακρύζουν

για εσένα

και φεύγουνε διάφανα

χωρίς

να γνωρίσουν χαρά» (σ. 11)

Και αλλού:

«Τίποτε δεν συγκρατεί το σημαίνον

εκεί

εκτός απ’ τα δάκρυά μας

που τρέχουν χρόνια

όχι απ’ τα μάτια μας

αλλά απ’ τα πράγματα» (σ. 32-33)

Κατά τα άλλα έχουμε γνώριμα διακειμενικά μοτίβα, μυθολογικά και από τη φύση όπως η Άρτεμις-κυνηγός (την είχαμε συναντήσει στα Σκυλιά του Ακταίωνα), εδώ στο ποίημα στην σελίδα 46, και τα σκυλιά στην σελίδα 32.

Επειδή είπαμε ότι ένα ολόκληρο ποίημα μπορεί να είναι μια μετωνυμία, ας δούμε μία τέτοια εκδοχή. Θα κλείσω στίχο-στίχο με το τελευταίο του βιβλίου:

«Λάδι από την άβυσσο:

ρυάκι

απ’ την αλφάβητο

κι αλάτι από τα μάτια.

Υπέρ των ονείρων μας

ποτέ ακίνητος

ποτέ ακατοίκητος

Ιωνάς

ο ασυντρόφευτος ύπνος.»

Εάν στον πρώτο στίχο προσθέσω ένα άρθρο και ένα ρήμα, το λάδι από την άβυσσο είναι:

ρυάκι απ’ την αλφάβητο, δηλαδή η ίδια η γλώσσα, το αλφάβητο ως το μέρος αντί του όλου που είναι η γλώσσα. Και αλάτι από τα μάτια, δηλαδή δάκρυα, αλλά κι ένας αντικατοπτρισμός για τη θάλασσα, θαλασσινό νερό μέσα στα μάτια. Και πάλι μετωνυμικά, το λάδι ως μέρος αντί του όλου, είναι το καντήλι που συντηρεί αυτή τη γλώσσα από το, ας πούμε, υποσυνείδητο -την άβυσσο του ποιήματος-, η οποία ως ρυάκι εκβάλλει στη θάλασσα, δηλαδή στις άπειρες δυνατότητες. Ο Ιωνάς, που βγαίνει από τα όνειρα, ως συναίσθημα που ανατροφοδοτεί τη γλώσσα μέσα στην οποία κατοικούμε. Και ιδού, ο Ιωνάς ως ποιητικό γεγονός.

*

Η Ελένη Τσαντίλη είναι φιλόλογος από τη Λίμνη Ευβοίας με σπουδές στη συγκριτική γραμματολογία και τη θεωρία λογοτεχνίας. Έχει δημοσιεύσει κείμενα κριτικής σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά.

Σελίδα στη Biblionet