Το κείμενο αφιερώνεται στα αγαπημένα μου αδέλφια και στη
μονάκριβη ανιψιά μου που με την χαρούμενη αθωότητα της «νοτίζει» τις νύχτες στοDortmund.
«Το κτίριο τα δωμάτια οι χώροι υποδοχής δε λένε τίποτε όπως και τα παλιά
σου ρούχα. Όμως, όλα μαζί αναπαλαιώνουν το ξενοδοχείο». (Γιάννης Βαρβέρης,
‘Αναπαλαίωση’).
Ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης(1955-2011) άφησε πίσω του το
‘χάσμα’ της ποίησης και της ποιητικής γραφής. Καίριος, ευθύς και υπαινικτικός
όπου και όποτε χρειαζόταν, ανανέωσε την ελληνική ποιητική πράξη. Στην ποιητική
του συλλογή ‘Βαθέος Γήρατος’, μεταφέρει και αποτυπώνει στο χαρτί μνήμες μίας
ολάκερης ζωής, μνήμες και χρόνια που προσδιόρισαν τον ποιητή. Η ίδια η διάσταση
του χρόνου αποτυπώνεται στην ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη. Ο χρόνος που «σκεπάζει»
το παρελθόν και «κυλάει αβίαστα» στο
μέλλον. Το παρόν προσλαμβάνει την μορφή της «χειρουργικής» ποίησης και της
γραφής. Η ποιητική εκφορά του Γιάννη Βαρβέρη αποκτά μία «κρίσιμη» και
«κρισιακή» υπόσταση, ακριβώς διότι δύναται να διαβαστεί ως ποιοτικός
«αντίλογος» στο ζοφερό παρόν.
«Μεγάλωσα μαζί σου με τα βαριά μαύρα τηλέφωνα σαν νέγρες
καλλονές το ακουστικό σαν τα μαλλιά τους και το καντράν με δέκα ερωτογόνες
ζώνες για τις διαθέσεις των δακτύλων. Περάσανε τα χρόνια ήρθαν στα πράγματα του
ασύρματου ή του κινητού τα δίχως θέρμη πληκτρολόγια και σ’ άφησα στο σπίτι σου
να ζεις και να τηλεφωνείς απ’ την παλιά σου συσκευή στον νέο δικό μου κόσμο.
Μιλάμε πάλι όπως και πριν· όμως αυτό που μας ενώνει αυτό και μας χωρίζει».[1]
Η τεχνολογική διάσταση της νέας εποχής, της εποχής του
καινούργιου και του σύγχρονου, αφήνει πίσω «τα βαριά μαύρα τηλέφωνα», με τα
οποία έζησε, μεγάλωσε και εν πολλοίς ταυτίστηκε ο ποιητής. Η τεχνολογική
«επιτάχυνση» φέρει εντός της μηχανές και πληκτρολόγια. Ο ποιητής ουσιαστικά
καλεί την ζωή, την ζωή που «κυοφορεί» την μεγάλη αλλαγή. Η δική του ποιητική
κίνηση είναι ένας τρόπος «συνομιλίας» με την ζωή και με τον χρόνο. Η ποίηση του
«συνδιαλέγεται» με την μεγάλη τεχνολογική αλλαγή, μόνο που τώρα, αντί για την
ανάσα και το βλέμμα του στο χαρτί, ο ποιητής αφήνει το «στίγμα» του πάνω στο
πληκτρολόγια ενός υπολογιστή. Η ζωή του αλλάζει, ο ίδιος αλλάζει, το αμφίσημο πρόσωπο με το
συνομιλεί αλλάζει.
Και το πρόσωπο μπορεί
να είναι η μητέρα, η ερωμένη του φιλιού και του αγγίγματος, μπορεί να είναι ο
καθένας από εμάς που βιώνει τις ριζικές μεταβολές που φέρνει ο χρόνος. Κι η ποίηση
«συλλαμβάνει» τον παλμό, τον «καυτό» παλμό της εποχής. «Μιλάμε πάλι όπως και
πριν· όμως αυτό που μας ενώνει αυτό και μας χωρίζει». Και αυτό το χάσμα της
μνήμης και μίας ολόκληρης εποχής, έρχεται να το καλύψει η ποίηση, η πάντα
παρούσα και ανθοφορούσα, η ποίηση του Γιάννη Βαρβέρη. Η ποίηση του έρχεται να
καλύψει τα κενά και τα «χαλάσματα» που «παράγει» η μετάβαση και η βίωση του
χρόνου.
«Μου χάρισες μια ζωή και γλώσσα μία. Μόνος μου δόθηκα μετά σε
γλώσσες ξένες άλλων, εξωτικών ανθρώπων. Σπούδασα ως και τα πιο ακραία επιφωνήματα τους ώστε ν’ αναγνωρίζω
την βαθύτερην οδύνη τους. Εφόσον όμως ζεις κανένας ούτε κι η φαντασία μπορεί να
πει στα ελληνικά ποιο θα’ ναι της στιγμής εκείνης το επιφώνημα μου».[2]
Η μητρική γλώσσα ως «γέφυρα» και ως «ένωση» με άλλες γλώσσες
και πολιτισμούς. Όμως, πριν και πάνω απ’
όλα η γλώσσα αποκαλύπτει τα μυστικά και τα κάλλη της στον νεαρό που μεγαλώνει.
Που μεγαλώνει για να γίνει μύστης και ποιητής της ερωτικής στιγμής. Ο ποιητής
Γιάννης Βαρβέρης ανοίγεται και ανάγεται στο άπειρο των γλωσσών και των
πολιτισμών, στο άπειρο της «ολότητας».
Δεν μαθαίνει και δεν χαρίζει «εύκολα» και απλά χαμόγελα σε άλλες γλώσσες,
μόνο θα θέλει να βιώσει και να ενσαρκωθεί τον πόνο και το πάθος.
«Σπούδασα ως και τα πιο ακραία επιφωνήματα τους ώστε ν’
αναγνωρίζω την βαθύτερην οδύνη τους». Έγινε ένα με το άπειρο, με τον κόσμο μίας
άλλης γλώσσας για να μπορεί να μετουσιώνει το ανθρώπινο δάκρυ σε ποίηση. Σε
ποίηση που χαράσσει τα σύνορα της δικής του μητρικής γλώσσας. Σε ποίηση που
«αναζητεί» την λέξη και το επιφώνημα, το παιδί και την γυναίκα, την μητέρα και
την μνήμη. Ωσάν αιωνίως ερωτευμένος «δόθηκε» σε άλλους κόσμους και θάλασσες
μόνο και μόνο για να μπορέσει να βρει την ποιητική λέξη στη γλώσσα του, μόνο
και μόνο για να ξεκλειδώσει τα «μυστικά» της ζωής του.
«Πως ψάχνω κάθε λεπτομέρεια πως επενδύω αισθήματα σε γεγονότα
κοινότατα του απωτάτου παρελθόντος της πως εξοργίζομαι πως συγκινούμαι με
συμπεριφορές της τώρα βαθέος γήρατος.
Έτσι, καμιά φορά κατασκοπεύονται με πάθος απλές, ανάξιες λόγου και ιερές
γυναίκες».[3] Το ποίημα ‘Βαθέος γήρατος
Ι’ ανήκει στο μεγάλο γυναικείο χορό. Απευθύνεται στη μορφή και στο πρόσωπο της
μητέρας, όμως δύναται να υπερβεί τον άμεσο περίγυρο και να «αγκαλιάσει» τις
γυναικείες μορφές που καθόρισαν την ζωή του ποιητή.
Γυναίκες μικρές και μεγάλες, λυπημένες, και «απούσες» πλέον
από την ζωή του, όχι όμως και από την ποίηση του. Με την ακρίβεια αρχαιολόγου,
ο ποιητής τοποθετεί λέξεις και νοήματα, όνειρα και μνήμες στης γυναίκας την
τελευταία πράξη. Που μπορεί να είναι ένα φιλί, ένα χάδι, ένας χωρισμός και ένας
θάνατος. Με αυτόν τον τρόπο, με τον μοναδικό τρόπο της ποίησης συγκροτούνται οι
μορφές των «απλών», των «ανάξιων λόγου» και των «ιερών» γυναικών, που εκκινούν
από την μητέρα και φθάνουν μέχρι τα γυναικεία σημεία του έρωτα. Θαρρείς και το
γυναικείο σύμπαν «χώρεσε» μέσα σε ένα μικρό ποίημα.
«Πάμε εκδρομή όπως άλλοτε. Θέλεις απ’ το δωμάτιο στ’ ορεινό
σαλόνι ή μήπως προτιμάς στη λαοθάλασσα της βεράντας;».[4] Ο ποιητής τέμνει και
ανατέμνει το παρελθόν. Ανακαλεί μνήμες της παιδικής του ηλικίας και τις
μεταπλάθει σε «ενεργή» ποιητική εκφορά. Καλεί την μητέρα του και την παιδική
του ζωή, τότε που «απ’ το δωμάτιο στ’ ορεινό σαλόνι» ή από την «λαοθάλασσα της
βεράντας», «χάιδευε» τους «κυματισμούς» της ζωής.
Δωμάτιο ή μεγάλη βεράντα λοιπόν; Ένα ολόκληρο πλαίσιο ζωής
«ξαναζωντανεύει». Η «λαοθάλασσα της «βεράντας» ανοίγεται στον μικρόκοσμο της
γειτονιάς, σε όλη την πόλη και σε όλον τον κόσμο. Εκεί όπου η κάθε λέξη, το
κάθε χαρούμενο γέλιο επικαλύπτει τις δραστηριότητες της γειτονιάς. Αντίθετα, το
«δωμάτιο στ’ ορεινό σαλόνι», νοηματοδοτεί τις χαμηλόφωνες και εσωστρεφείς
κουβέντες της ζωής και της στιγμής. Κι αυτό ακριβώς το ερώτημα-δίλημμα που
νοηματοδοτεί και ορίζει την ζωή του, ο ποιητής το «χωρά» σε ένα ποίημα, σε ένα
ποίημα που εξωτερικεύει στιγμές που συνθέτουν βήμα-βήμα, το παλίμψηστο της
ζωής. Το δωμάτιο της μητρικής στοργής και αγάπης ή η βεράντα του κόσμου όλου;
Γιατί αυτός είναι ο Γιάννης Βαρβέρης. Ο ποιητής των υπόκωφων
νοημάτων που τριγυρίζουν στις «γωνίες» της πόλης και εν τέλει καταλήγουν στη
μορφή της ποίησης. Μίας ποίησης της πόλης και των ρυθμών της, της γειτονιάς και
του «χωροχρόνου» της. Ως πλέριος ποιητής, ανασημασιοδοτεί την «αποστολή» της
ποίησης, που είτε χαμηλόφωνη είτε έντονη, αποτελεί «σαρξ εκ της σαρκός» της
ανθρώπινης ζωής και της «διάβασης» του κόσμου.
[1]
Βλ.σχετικά, Βαρβέρης Γιάννης, ‘Τηλέφωνα’,
Ποιητική Συλλογή ‘Βαθέος Γήρατος,’ 2η Έκδοση, Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα, 2011, σελ. 16.
[2]
Βλ.σχετικά, Βαρβέρης Γιάννης, ‘Επιφώνημα…ό.π, σελ. 14.
[3]
Βλ.σχετικά, Βαρβέρης Γιάννης, ‘Βαθέος γήρατος Ι’…ό.π, σελ. 22.
[4]
Βλ.σχετικά, Βαρβέρης Γιάννης, ‘Βουνό ή Θάλασσα…ό.π, σελ. 47.