Η πλατεία του Σαν Μάρκο

Κάτι συμβαίνει, μα δεν γνωρίζω τι.
Η διαστολή ενός στήθους και το σφίξιμο,
Τα συστελλόμενα τοιχώματα της φλέβας, κείνες οι αυλακώσεις
αδένες που αποδεσμεύουνε απέραντη πικρία επάνω από το Ζάγκρεμπ.
είν’ έτσι ο ουρανός αυτές τις μέρες: εφιάλτης
Χωρίς αγιοσύνη λίγη. Ένα μπλοκ σχεδίου όπου πολλά
Έχουν και δεν έχουνε ζωγραφιστεί, το θρόισμα
Των εκατομμυρίων ποδιών εκ κινήσει.
εφιάλτης, επαναλαμβάνουν οι φωνές, εφιάλτης
επαναλαμβάνεις κι εσύ. οι αιχμηρές ρίγες κάτω απ’ τις οποίες
κατεβαίνει η βροχή στ’ αυλάκια της∙ νύχια, ξεκάθαρα νύχια.
φύλλα δεμένα γύρω απ’ τους καρπούς, καθώς είναι φθινόπωρο
και τούτα τα πράγματα περνούν ανώδυνα. Το νερό
βράζει σε κατσαρόλες. σκυλιά ανθίζουν μαύρα. όσοι με προσεγγίζουν
προσεγγίζουνε το αμβλύ κακό: εφιάλτης, επαναλαμβάνω,
εφιάλτης, επαναλαμβάνουνε. Ολόκληρος ο ουρανός έχει χωθεί
μέσα στην κλείδα, και μέσα στον καθαρό τον θόρυβο
κανείς τον άλλον δεν μπορεί ν’ ακούσει. όλα είναι νέα,
κι όλα είναι άσχημα, όλα στο Ζάγκρεμπ. μάτια, πιάτα, πράγματα
απέναντι απ’ τα οποία αλληλοκοιταζόμαστε. όλα τα ιερά κι όλα τα αιχμηρά,
όλα τα σκυλιά, οι πυκνές φωνές μας όλες. ο λόγος
μιας πόλης πρόθυμης να δαγκώσει, πεύκα, ένα κοπάδι, κάτι
στον αέρα, στο υπέδαφος, μέσα στους τείχους, κάτι
από πάνω μας και κάπου αλλού. κάτι συμβαίνει,
δεν γνωρίζω τι.

Μετ. Νικόλας Κουτσοδόντης

Σχετικά με την κακοκαιρία

Εδώ δεν πρόκειται για άνοιξη.
Μόνο λουλούδια που νωθρά συστρέφονται μέσα σε κούπες τόσες δα
Και μέλισσες που τραγουδούνε το λινόλαιο κι ο τάπητας του ανέμου. ο άνεμος,
Βαθύς κι ασήκωτος, τραβάει κάτω απ΄ τα γρασίδια κι ανυψώνει
των ποντικών τα στομαχάκια: σε λιγότερο από μέρα αυτοί
Γυμνώνουν το κορμί καθώς κουρτίνα και διασπείρουν
Κόκαλα κι εντόσθια. εδώ δεν πρόκειται για άνοιξη.
μονάχα ο ποταμός φουσκώνει κι οι αποθήκες
περιμένουν να γεμίσουνε με νέα καθαρά. εδώ κι εκεί θεοί
γουργουρίζουν απ’ τον τάφο, σαν τα περιστέρια. και οι άνθρωποι τους
βγάζουνε τα μάτια άλλων ανθρώπων, μα τη νύχτα, αυτό συμβαίνει
τη νύχτα. μπουμπουκίζει μες στη μέρα κι επιστρέφουνε στην πόλη τα πουλιά:
καλώδια βαριά από τραγούδι και από σκατά γόνιμο χώμα τον λαιμό συσφίγγουν.
μάντρες σέρνονται στον ουρανό. Γκαρσόνια βγάζουν έξω τα τραπέζια
και μύγες πέφτουνε μες στα ποτήρια. γρήγορα το πράσινο τη γλώσσα του μαθαίνει-
του κυπαρισσιού το έμπιστο λεξιλόγιο, τα γράμματα της οξιάς και της σημύδας∙
ακόμα και των νυχιών η βρώμα μέσα είν’ έτοιμη ν’ ανθίσει. Κι ωστόσο εδώ
δεν πρόκειται για άνοιξη. Ένα τίποτα είναι. δίχως εσένα δεν υπάρχει άνοιξη, φτάνει
φτάνει πια με τα ψέματα.

Συντακτικό

Νύχτα τη νύχτα, κατάπιαμε τον ήλιο και τις γροθιές μας.
εμείς, το γιατρικό για τον ιό του θάνατου,
θα ξυπνούσαμε και θα πηγαίναμε στο μάρκετ
θα τηγανίζαμε αυγά με μπέικον,
σε κόμπους μικρούτσικους θα δέναμε τις ώρες
ώστε στο τέλος, όταν όλα τακτοποιηθούν,
θα’ χαμε στη διάθεση μας χρόνο περισσότερο, να τον χαρούμε όπως
χαίρεται ένα αγόρι ο παπάς,
όπως το δάσος πίνει της βροχής το πρώτο πότισμα.
εμείς, θηλαστικά πιστά στ’ αντανακλαστικά μας,
θεσπίσαμε έναν νόμο- την ορθογραφία-
ξεχνώντας πως τελείες στην αγάπη δεν υπάρχουν, μόνο
σειρές από κόμματα.
Με αγκώνες μαύρους από τα χαρτιά εφημερίδων δώσαμε σημασία
Στην ύπαρξη που αποκαλύπτει τα ονόματα τους,
Και νέα ανατριχίλα κάτω απ’ το νότιο δέρμα:
Οι ζωντανοί ήτανε κρύοι, απόμακροι, αυγά βρασμένα, θρόισμα εφημερίδων,
Οι πεθαμένοι ήταν σιμά.

Μετ. Νικόλας Κουτσοδόντης

 

Ο Μάρκο Πόγκατσαρ γεννήθηκε το 1984 στο Σπλιτ της Γιουγκοσλαβίας. Έχει εκδώσει δεκαπέντε βιβλία ποίησης, δοκιμίων και πρόζας, για τα οποία του έχουν απονεμηθεί κροατικά, αλλά και διεθνή λογοτεχνικά βραβεία. Το 2014 επιμελήθηκε την ανθολογία Νέων Κροατών Λυρικών, την οποία ακολούθησε η Άκρη της σελίδας: Νέα Ποίηση στην Κροατία (2019). Υπήρξε υπότροφος μεταξύ άλλων των: Civitella Ranieri, Literarische Colloquium BerlinRécollets-Paris, Passa Porta, Milo Dor, Poeteka Tirana, Landis & Gyr Stiftung and DAAD Berliner Künstlerprogramm. Βιβλία και κείμενα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.