Η Αγία Μάνα
Η Μάνα άοκνη κι αόρατη
πάνινη κούκλα στα χέρια μου
άβαφη κι αχτένιστη
τιμωρημένη
μεγαλώνει
και αντί να ψηλώνει,
χαμηλώνει
στην τσακισμένη απ’ το χρόνο
φωτογραφία. Αγιογραφία
με τ’ ακανθώδες στέφανό της
η Μάνα βγάζει τις ακίδες
απ’ τα πόδια μου μία-μία
για να ψηλώσω
μέχρι τον ουρανό
κι ακόμα πιο πάνω
να χωρίσω τη θάλασσα στα δυο
να την περπατήσω
και να ξεμακρύνω
ώσπου ν’ ατενίσω το χάος
κάτω απ’ τα πόδια μου
κι όλο να πέφτω, να πέφτω
σαν θείο βρέφος στα χέρια της.
Αληθινή ιστορία
Κάποτε γέννησα τη Μάνα μου
σε μια ταραγμένη θάλασσα
και την έντυσα Γυναίκα⸱
φύτρωσαν τα μαλλιά της
πυκνά, στιλπνά, τόσο μακριά-
θηλιά στο λαιμό κάθε δήμιού της.
Κολυμπούσε στη σκιά της χρόνια
βροντούσαν στα χέρια της
τα βραχιόλια τα προγονικά
κι ένας σταυρός δεμένος στα πόδια
τη βύθιζε μέχρι που τα μάτια της
το σκοτάδι συνήθισαν.
Μια φορά πέφτοντας σε ύφαλο
ο σταυρός κόπηκε στα δυο.
Το ίδιο και εκείνη.
[Κάθε βράδυ…]
Κάθε βράδυ πιο έρημοι από ποτέ
επιστρέφουμε στη μήτρα⸱
από εκεί ξεπηδούν τα όνειρα
πριν να κοιμηθούμε.
Tότε η καρδιά φύλλο ξερό
που τρέμει το χειμώνα
σαν το πατούν ζευγάρια πόδια
διατάζει το νου να μη φοβάται.
Ο νους, όμως, φοβάται
κρύβεται κάτω απ’ τα σκεπάσματα
σιωπά μέχρι που αποκοιμιέται.
Οι πωλήτριες
Κορίτσια
καλοφτιαγμένα,
με πρόσωπα ευειδή
κορμιά ευθυτενή
καλοντυμένα-
μονόχρωμα,
στα μαύρα-
καλοχτενισμένα,
με κοτσίδες σφιγμένες
μέχρι τα μηνίγγια
έξω να πεταχτούν,
κορίτσια καλά.
Αγωνιούν
για την ατσαλάκωτη
κούκλα της βιτρίνας
για το καθαρό πλατύσκαλο
για το ταμείο
να πουλήσουν
χωρίς να πουληθούν.
Μένουν μετέωρες
στο ένα πόδι
για ώρες
έτοιμες να πετάξουν.