Μαθήματα Μοίρας

(Στη μνήμη της Caroline Crouch, και ευελπιστώ όχι και στη δική μου)

 

Caroline, Caroline,
Πες μου τι να προσέχω.
Σώσε με.
Ενιωθες τη φονικοτητα στο χέρι του;
Εγώ δεν τη νιώθω Caroline,
Αυτός είναι το μαξιλάρι,
Μαλακός και απαλός, τρυφερός,
Με βάζει για ύπνο,
Με χάδια,
Μου κλείνει το στομα,
Μου πνίγει το πνεύμα.
Τα συναισθήματά μου
τα παίζει με άνεση και χάρη μαξιλαροπόλεμο.
Έμενα με διαβεβαιώνει, δεν
υπάρχει πια λόγος να φοβάμαι.
Εσένα σου είχε πει ποτέ κάτι τέτοιο;
Πόσες φορές νόμιζες ότι γλίτωσες για να σε προδώσει η καρδιά σου ίσως και λεπτά
αργότερα;
Και το σώμα σου μπορεί να σε πρόδιδε.
Όλη μας η ύπαρξη μας προδίδει, σύσσωμη.
Και σίγουρα το ήξερες.
Μπορεί να κάνω και λάθος, όλες τόσο ίδιες και τόσο και τόσο διαφορετικές,
συγνώμη (υπάρχει κάτι που να ξέρουμε να λέμε καλύτερα;),
αλλά εσύ έμαθες τον χειρότερο φόβο όλων μας.
Τον θάνατο τον μαξιλαρένιο, τον ύπουλο, τον αναπόφευκτο.
Οι σκέψεις δια-
σταυρώνονταν και μαχαιρώνονταν θανάσιμα,
για πάντα στο ίδιο σταυρο-
δρόμι.
Ο Σίσυφος είναι τυχερός που δεν ήταν γυναίκα.
Έβλεπες το τέλος,
μα ήταν ανέλπιστα πιο τέλος.
Χάθηκες, χανόμαστε.
Σε παρακαλώ, δείξε μου,
πότε και από πού έρχεται το τέλος;