Άτιτλο
Είχα τα χέρια μου κουπιά μ’ απλωτές να σε σκάβω με πετραδάκια να σε βρίσκω ξανά στον βυθό
μα σε κάθε φύσημα του αέρα οι καλαμιές ψιθυρίζαν τ’ απόκρυφα
Εγώ ήμουν πάλι λοιπόν σε ατέρμονες αντανακλάσεις
τώρα φτεροκοπώ μέσα στη λάσπη
δεν ποθείς με
ποθείς δεν με
δεν βγάζω νόημα.
Μου επεστράφη το ασάλευτο των λέξεων
-η σκάφη σκάφη, τα σύκα, σύκα-
χωρίς κανένα ρίγος να τις διαπερνά χωρίς κανένα βλέμμα να σηκώνει τρικυμία.
Ο Οδίποδας και η Ηλέκτρα τρώνε πάντα μόνοι
Όταν είσαι παρών το κορμί μου σκίζει τον αιθέρα. Ο χρόνος απλώνει στο οριζόντιο οκτώ. Αϊνστάιν και τα λοιπά γνωστά. Μα εσύ κοιτάζεις τους δείκτες του ρολογιού. Όταν σημαίνει, επιστρέφεις στον δρόμο τον γνωστό. Και μάτια δεν έχεις παρά για την πεπατημένη, εκεί που σ’ αρνήθηκαν πάλι και πάλι.
Παντζούρια σφαλιστά αεροστεγώς
Κουνούν το δάχτυλο και σκουριασμένες φράσεις /γιατί- τώρα/εγώ-δεν-περιθώριο-ποτέ /γλιστράνε απ’ το μανίκι τους κατρακυλούν πλημμυρίζουν το πάτωμα βρέχουν τα πόδια μου
σκέφτομαι αυτοί δεν το παθαν σκέφτομαι
γι αυτό μιλούν με στόμφο γι αυτό δικάζουν και ρητορεύουν στα σαλόνια κι ύστερα έρχεται ξανά από το βάθος του πηγαδιού η στριγγιά φωνή καταπακτή που διορθώνει
αυτοί δεν το καναν αυτοί δεν
μικρή ανόητη.