Ακατανόητο κενό
Το παντζούρι της κάμαρας – που για χρόνια οι μεντεσέδες
το κρατούσαν κλειδωμένο στη θέση του –
τους τελευταίους μήνες
ξεκρεμάστηκε κι έπεσε αβοήθητο σ’ ένα ακατανόητο κενό.
Τα επόμενα πρωινά το φως διείσδυε όλο θράσος στο υγρό
δωμάτιο μας.
Σπασμωδικά παραπονιόσουν πως δε σ’αφήνει να κοιμηθείς
το φως της ακόμη άβγαλτης μέρας· με τρόπους αντίθετους
στα ευγενικά χαρακτηριστικά σου, καταφερόσουν σε ‘μένα – στα άδικα πρωινά.
Κάποιο πρωινό του Ιούνη έφυγες.
Έριξα όλο το φταίξιμο στο φως.
Στην αλήθεια που δεν αντέξαμε —
ΥΓ. Τα παράθυρα από τότε τα ‘χω ορθάνοιχτα.
Στα περβάζια των παραθύρων τοποθέτησα γλάστρες με νεογέννητα ηλιοτρόπια· στον καθρέφτη
αντικριστά παρατηρώ τις αυλακιές που έσκαψε στο πρόσωπο μου ο ήλιος
ή εσύ.