[Όμως] 

Μέσα σε δέκα στρέμματα διάσπαρτα μελίσσια 

με τα ονόματα Αθήνα, Βενετία, Βερολίνο, 

Πράγα, Βαρκελώνη, Λισσαβώνα, Νέα Υόρκη – 

ογκόλιθοι που χάνονται στην γεωμετρία 

του μέρους που υπερβαίνει το όλον, 

μελισσουργοί –χειρουργοί του κλεινού άστεως 

υπεξαιρούν τον υπερβολικό όγκο σωμάτων 

τα ελευθερώνουν λίγο πριν την άνοιξη 

ονειρεύονται την ευτυχία ενάντια στο ρεύμα 

το χορτάρι φυτρώνει μες στα μελίσσια -πόλεις 

ανάμεσα στα ζωντανά περιστύλια και τους σταυρούς 

τουρίστες που είναι μεταβαλλόμενος χρόνος 

ξεχύνονται σαν ολιγόλεκτοι νοηματισμοί 

στα μνημεία και στα περιγράμματα των φανταστικών 

μουσείων -σ’ ένα απογευματινό υπόλοιπο ζωής 

μέλι κυλάει στο σώμα μου 

αίμα απλώνεται έξω από το περίγραμμα των ματιών 

(πρωινό στο Βίλνιους ) 

μια αλόγιστη ελπίδα με συνεγείρει 

κοκκινίζω σε όλο το εύρος της Βαλτικής 

χαρτογραφώντας υδάτινα χωράφια 

με το παιδικό μου ποδήλατο 


που πήγε ο παράδεισος; 

που χάθηκαν οι θεοί; 

(θυμάμαι τον παππού να λέει: 

αν θέλεις το κορίτσι, ξεκίνα και κυνήγα το 

μα στον σοσιαλισμό αγόρι μου 

φτάνεις μόνο με ποδήλατο 

-και στις σύγχρονες πόλεις; 

-για εκεί, καβάλα την μεταφυσική του μηδενός ) 



τελειώνοντας η μέρα, τεμαχίζεται 

σε βραδυκίνητη ευτυχία 

το μόνο που θέλω είναι να δω τον αγώνα στην τηλεόραση 

(σε μια στιγμή αποκλειστικά δική μας) 

μια στιγμή που διαρκεί πιο πολύ από την διάρκεια μιας πόλης 

(να με λατρέψεις μια φορά με τους δικούς μου όρους) 

σε έναν κόσμο όπου δεν είμαστε πια ποιητές 

μα ποδηλάτες με γόνατα πρησμένα_ 

[ εκεί που τελειώνει ο δρόμος, υπάρχει ένας άλλος κόσμος όπου παιδιά παίζουν κουτσό πάνω στο στήθος μου / πριν χαθούν μέσα στο πρωινό χωράφι / προτού φανερώσω το σώμα μου σε μια έκλαμψη κοσμολογίας / πριν τις πρωινές εφημερίδες, κλπ, κλπ] 

*από το υπό έκδοση βιβλίο «Κυψέλες» που πρόκειται να κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Κίχλη.