1.Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου,  Δεύτερη νεότητα


Η Τώνια Τζιρίτα Ζαχαράτου γεννήθηκε το 1993 στο Ηράκλειο. Σπούδασε νομική στην Αθήνα αλλά μέχρι σήμερα δεν την έχει ασκήσει ποτέ. Αντ’ αυτού, έκανε μεταπτυχιακό στη συγκριτική λογοτεχνία. Ζει στη Θεσσαλονίκη όπου γράφει το διδακτορικό. Τα πρώτα της ποιήματα δημοσιεύτηκαν στο διαδικτυακό λογοτεχνικό περιοδικό Enfermaria 6 στα πορτογαλικά και τα αγγλικά.

Γαλλική λογοτεχνία από μετάφραση


Από καιρό με ενοχλεί ένα σκουπιδάκι στο μάτι,

το γεγονός πως ο George Sand έγινε Γεωργία Σάνδη 

όταν μεταφράστηκε στα ελληνικά.

Θα έλεγε κανείς ψιλοπράγματα,

παρόλα αυτά η ενόχληση παραμένει

όσο και αν προσπαθώ

να κρατήσω το μάτι μου ανοιχτό.

Σκέφτομαι την ισχυρή τάση της φαντασίας

του μεταφραστή προς την αφαίρεση.

Πρώτα, θα αφαίρεσε τα παντελόνια

-έλειπε και η απαιτούμενη άδεια της αστυνομίας-

σίγουρα, θα της πήρε έπειτα το τσιγάρο από τα χέρια

για να το σβήσει στο πλησιέστερο τασάκι.

Αναρωτιέμαι αν έφθασε μέχρι το σημείο να διαγράψει 

τη λίστα των πολυάριθμων ερώτων, την ίδια λίστα

που μου έμαθε όσα ξέρω για τον γαλλικό ρομαντισμό.

Ήταν σαφές.

Ο μεταφραστής ποτέ δεν διάβασε στίχους της Elizabeth Barett Browning

τους στίχους που υπήρξαν η αιτία κάτι να μπει στο μάτι μου

εκείνο το ποίημα που αρχίζει ακριβώς όπως τελειώνει το δικό μου

“thou large-brained woman and large hearted man, Self-called George Sand!”.

Διάλογος με ένα σώμα που κοιμάται 

Αν περνώ τα βράδια λερώνοντας

τα σεντόνια με μελάνι,

είναι επειδή ακούω το σώμα μου

να αλλάζει.

Έλεγες συχνά: η σάρκα μένει πάντα σάρκα

σαμάρι, κούφιο κέλυφος, ρούχο ασιδέρωτο.

Τότε γιατί κάθε που μπήγω τη βελόνα στο δάχτυλο

η πληγή βαθαίνει αλλά το αίμα λιγοστεύει;

Και γιατί οι μελανιές ενώ γίνονται πιο αχνές

θέλουν περισσότερο καιρό για να σβήσουν;

Θυμάσαι εκείνα τα γενέθλια που

η ανάσα μου δεν έφτασε να σβήσει

τα κεριά; Ήταν το στήθος μου μικρό

τόσο που φώλιαζε στη χούφτα σαν πουλάκι.

Ξέρω πως θα μπορούσα να μιλήσω για άλλα

πράγματα πιο πρόσφατα και υπό μια έννοια

αντιπροσωπευτικά: για τις ρυτίδες που

μαζεύονται στις άκρες των ματιών, για εκείνη

την πρώτη λευκή τρίχα στα μαλλιά,

για τον λαιμό που σπάει σε δαχτυλίδια

αλλά τίποτα από αυτά δεν θα συνιστούσε απόδειξη

απέναντι στη σταθερή σου αδιαφορία για τη σάρκα.

Δεν είχες ακούσει ποτέ την ιστορία για εκείνον,

τον ανάπηρο πολέμου που δεν σταμάτησε

να αναζητά το πόδι του στο σφαγείο.

2.Ελένη Λάκη, Μεταίχμια

Κατάγεται από τη Λάρισα. Σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει προς το παρόν. Τα τελευταία 7 χρόνια έψαχνε μια γλώσσα να μάθει, όμως καμιά δεν της πρόσφερε αυτό που ήθελε, να μιλά στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’ αυτό δοκίμασε την ποίηση. Εμπνέεται από τα απλά και καθημερινά, τη θλίψη του αστικού τρόπου ζωής και των σχέσεων μέσα σε αυτή.

 M ε τ α ί χ μ ι α

καθώς γλιστράς πάνω μου

με λιώνεις με την κοιλιά σου

και ‘γω απολαμβάνω τα δευτερόλεπτα

μέχρι να μου γλιστρήσεις πάλι απ’ τα χέρια

στο μεταξύ

αναρωτιέμαι

πού να λιώνεις τα καλοκαίρια

σαρδέλα που τρώγεται ολόκληρη

στο πιάτο σου μέσα μ’ έχεις

να με ξεψαχνίζεις

τα κουνούπια τσιμπάνε πιο άγρια το καλοκαίρι

όταν παίρνει και νυχτώνει

κάνουν τα μπούτια σου κόκκινα

και άσχημα

πάντα έμοιαζες με όλα τα μεταίχμια των εποχών

αλλοπρόσαλλα κι απότομα

να με βρίσκουν

συνήθως

υπερβολικά ντυμένη

τώρα περισσότερο

κλιματιστικό σε αίθουσα χορού μου κάνεις

ίσα που σ’ αισθάνομαι στην ωμοπλάτη μου



υ π ε ρ φ υ σ ι κ ό  π α ι δ ί

προσγειώθηκε πάνω σε μια διαστημική πίτσα πεπερόνι

αρμενοπούλου με δραγούμη γωνία

σε μια σιχαμένη πλατεία

το ίδιο σιχαμένη με το πεπερόνι

κολλάω τον δείκτη μου στο τζάμι

ρωτάω αυτό και εκείνο

χορτάσαμε από υψωμένους δείκτες και περισσότερο από υψωμένα τζάμια

σκαρφίστηκα να έρχομαι λίγο πριν το τέλος

μεταξύ της παράδοσης και της τελευταίας διαστημικής πίτσας

και την αναχώρηση σου για το άγνωστο

κάπου στα αστέρια-ισοσκελή τρίγωνα

που αστροναύτες-πιτσαδόροι αφήνουν στο χαλάκι άλλων αχόρταγων ανθρωποειδών πλασμάτων σαν εμένα

να σου εύχομαι καλό πιτσαρόδρομο

να κάνω καταγγελία για τυχόν κουκούτσια στις ελιές της χωριάτικης

να γελάς και να πληρώνεις την καταγγελία

με δυο πίτσες πεπερόνι στο στόμα

να έρχεσαι να με φιλάς

3.Γεώργιος Μανάδης, Το εργοστάσιο Κραγιόν


Ο Γιώργος Μανάδης είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Γεννήθηκε στις 03/07/1987 στην Φλώρινα. Η παιδική και σχολική του ηλικία πέρασε στην Κατερίνη. Σπούδασε μετάφραση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο της Κέρκυρας με γλώσσες εργασίας τα αγγλικά και τα γαλλικά. Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη κειμένων αλλά από νωρίς τον κέρδισε η λογοτεχνία.

Κείμενα του έχουν δημοσιευτεί στα εξής περιοδικά:

Τεφλόν, τεύχος 5

Chimeres zine,τεύχη 25,26,29,30

Λαμπτήρας Πυρακτώσεως,τεύχος 13

Straw Dogs,τεύχος 2

Μεταφράσεις του έχουν κυκλοφορήσει στα εξής:

Straw Dogs,τεύχος 3, μετάφραση από τα Ημερολόγια του Denton Welch

Straw Dogs, τεύχος 4, μετάφραση μιας επιλογής ποιημάτων του Al Mazarik

Υπό την μορφή βιβλίου:

Παναιτ Ιστράτι, “Τα γαϊδουράγκαθα του Μπάραγκαν”,εκδόσεις Φαρφουλάς

Montaigne, Michel de, 1533-1592, Όπως γελάμε και κλαίμε για το ίδιο πράγμα, Ποικίλη Στοά

Διατηρεί τα εξής ιστολόγια με δικά του κείμενα

http://yparon.blogspot.gr

http://manadisgeorge.blogspot.gr

http://dentonwelchjournals.blogspot.gr

Crayon Fac.

Στο εργοστάσιο κραγιόν η θέση μου είναι να 

ακονίζω τις μύτες.

Η φίλη μου-δύο χρόνια με οφέλη-είναι δοκιμάστρια.

Όλο το χειμώνα αναμέναμε τους κυνηγούς.

Μόνοι.

Άθερμοι.

Της σπάνιας γλυκόριζας.

Με καφέ στυφό που στάδια έχανε την ποτένσα του, 

νερό, μακαρόνια, πατάτες, ταχίνι με κακάο και μέλι.

Ζάχαρη κλέβαμε. Μαζί με αλκοόλ.

Ο καφές ήταν θέμα εγρήγορσης. Και επιβίωσης.

Είχαμε συνδυάσει το άνοιγμα της πόρτας με το

 γαύγισμα των σκυλιών.

Fuchs.

Το πρώτο πράγμα που μας μάθαιναν ήταν να 

περπατάμε αθόρυβα.

Ύστερα καταπίναμε ένα μονό δισκίο στη μέση μιας 

χρυσής ταμπλέτας.

Η κυρία Γουίς, της οικογένειας Ντομ, μας 

επισκέφτονταν συχνά.

Τότε ο διευθυντής πρόβαλε μια ταινία της Γκόλντι 

Χων με εργάτριες στον Β’ Παγκόσμιο και 

αεροπλάνα.

Για ανύψωση.

Οι η-βουάρ, η-βουάρ και έ-μπονυ, έ-μπονυ ήταν οι 

αγαπημένες της ποικιλίες.

Το χόμπι της ήταν να αφήνει τον σκύλο της να 

χώνει τα δόντια του κάθε φορά και λίγο πιο πολύ 

στο δεξί της μπράτσο.

4. Νίκος Παναγόπουλος, Πέρασμα


Ο Νίκος Παναγόπουλος γεννήθηκε το 1986 στην Αθήνα, όπου και ζει. Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Φ.Π.Ψ. της Φιλοσοφικής Σχολής και του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μεταφράζει και γράφει ποίηση, δημοσιεύοντας στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο. 

1953

Χιόνι και παγετός, ένα βενζινάδικο και αυτό σκεπασμένο,

δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο πουλί και τα κλαδιά των δέντρων

είναι βαριά. Βήχοντας και γράφοντας ξυλιασμένους στίχους,

τυλιγμένος με κουβέρτες προσπαθεί να μην απογοητεύσει

το κοινό του, μπορεί να δει μερικά λαμπάκια να αναβοσβήνουν

στην αρχή της χρονιάς, ξαπλωμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου.

Η κάνουλα ακόμη μαγκωμένη στην θέση της έχει παγώσει,

κι μία πυρηνική βόμβα κοιμάται στην εγκατάστασή της.

Προσπαθώ να μην την ξυπνήσω. Οι γραμμές στον δρόμο

συνεχίζονται για αρκετά μίλια καθώς το κρύο καλπάζει.

Σαν σιωπηλοί μάρτυρες τα τηλεγραφόξυλα στέκονται

ακίνητα, μοιάζει να ξεκινάει μία ειρηνική χρονιά.

Κάπου μία μικρή αλεπού μπαίνει γρήγορα στην φωλιά της.

Φαντάζομαι τα σημάδια αχνών βημάτων πάνω στο χιόνι.

2005

Λέξεις ξεπεταγμένες από μαγικά πλήκτρα, το χιούμορ, με μαυρισμένα τα πλευρά

και παραμορφωμένο πρόσωπο στο κάθισμα, κοιτώντας την αυτοκρατορική

παρέλαση με κονσερβοκούτια, τον Γουίτμαν να κοιμάται στο χώμα. Συνήθως μόνος,

καραφλός, υποψήφιος στο Άσπεν με LSD, διασχίζοντας στην έρημο ένα μακρινό δρόμο

βλέποντας και ακούγοντας νυχτερίδες, πάντα με ανοιχτή την τηλεόραση στο σι-εν-εν

και την μοναχική γραφομηχανή, έχοντας διάφορα μπουκάλια αλκοόλ και ένα όπλο

να ιδρώνει διπλά σε σερίφηδες, ουρλιάζοντας σε αγρίους πτεροδάκτυλους του μυαλού του.

Εκτοξευμένος με ορμή μαζί με κοσμικά φαξ και τηλέγραφους. Σαν τα μόρια σκόνης

από ένα κανόνι στον δρόμο.

5.Αναστασία Πούλου, δύο μικρά χέρια 



Γεννήθηκε το 1991 στην Αθήνα. Εκεί ζει και εργάζεται ως φιλόλογος.

Πατημένο μονοπάτι

Φέρνω τον εαυτό μου μπροστά από τον καθρέφτη,

τοπία μιας μελλοθάνατης στο διηνεκές:

γλιτώνω τον πνιγμό από θαλασσινό νερό

το λεκέ των αιμάτων

απλά πιο απλά στήνω τη φυσικότητα,

ετοιμάζομαι εύκολα για μια καινούρια απώλεια.

Ο χειμώνας έρχεται όπως ένας παλιός φίλος στο σπίτι μου,

που ούτε παλιώνει ούτε τρέμει σαν ερωτική ανάσα,

στο ίδιο πάντα κεφάλι κολλάει σαν ψείρα η ύλη

και πάει η ζωή,

όπως ο αλευράς στο μύλο του.


Ε.Λ.Ε.Ν.Η.

«εἰ γὰρ ἔρως ἦν ὁ ταῦτα πάντα πράξας…»

Γοργίου, Ἑλένης Ἐγκώμιον

Η δασκάλα στο σχολείο μας είπε πως πρόκειται γι’ ακροστιχίδα

και μου φώναξε: «Ελένη, προσπάθησε εσύ».

Περίμενε να της πω: «εγκράτεια», «λόγος», «εμπιστοσύνη», «νόμος», «ηθική»,

κι όταν τα ψέλλισα κουτσά-στραβά

άνοιξε διάπλατα τα χέρια της συγκινημένη,

με χειροκρότησε θερμά.

(Ελένης ρεφραίν)

Αναρωτιέμαι γιατί έχουμε βάλει τη ζωή μας σε τέτοιες φασαρίες

δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά

θέλουν να ξέρεις τι σημαίνει συντριβή,

πως το πουκάμισο αυτό ταιριάζει στον διπλανό σου

τα ανθισμένα λουλούδια σε μια κοινωνική συναναστροφή

οι αποφάσεις για τη ζωή στον σύντροφό σου·

και στο τέλος να πέφτεις όπως ο Αχιλλέας,

καρύδα σπασμένη πάνω στο χυμένο γάλα,

ενώ η πολιτεία και χωρίς εσένα τακτοποιεί τις υποθέσεις της με τάξη

ακούγοντας τραγούδια γάμου που φέρνουν σ’ όσους μείναν ευτυχία.

Πήρα τη δική μου, χωριστή πορεία

γνωρίζοντας πόσο αφρόντιστο θα μείνει το παλάτι μου στη Σπάρτη.

Τώρα η νιότη επείγει. Πρέπει να ζήσω σήμερα.





6. Σαπφώ Σούτσου, Μάρτης αγνώστου μήνα

Η Σαπφώ Σούτσου γεννήθηκε το 1993 στην Αθήνα. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στην Αθήνα και το Παρίσι και Γνωσιακή Επιστήμη στο Δουβλίνο. Ποιήματά της απέσπασαν το πρώτο βραβείο στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης ” Γιώργος Ν. Κάρτερ ” του Ιδρύματος Αικατερίνης Λασκαρίδη (2017)


     Malédictions I

Άκου πώς γρυλίζουν

κάτω από τα σεντόνια

ήμουν έτοιμη να ακινητοποιηθώ μα

ημικρανία τραχιά

ξεσκέπασε το φονικό

οι σκιές ξύπνησαν

στη μέθη με προσκάλεσαν να βυθιστώ

τις ώρες που την σκέψη

αιχμάλωτη

φαντάσματα κρατούν

την ξεχαρβαλώνουν

σε δάση ετοιμόρροπα την κρεμούν

Γλιτώνει. Πάντα γλιτώνει

 Malédictions II

Σε ήθελα σεμνό στο μνήμα

ούτε κινήσεις ούτε χάδια

αγγίζεις λυσσομανούν μισώ

το χώμα μου δεν έχει τέλος