ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ
Το Γκιάκ του Δημοσθένη Παπαμάρκου είναι ένα βιβλίο που ανασταίνει την τραχιά προσωπικότητα των ανθρώπων μιας εποχής που έχει εκλείψει εδώ και πολύ καιρό. Διαβάζοντας τα διηγήματα, μου έκανε εντύπωση η σκληρή, ατόφια υφή των πρωταγωνιστών που υπηρετούν μια δικαιοσύνη σπάνια πια στις μέρες μας, όπου οι περισσότεροι κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους, αδυνατώντας φοβισμένοι να έρθουν αντιμέτωποι με τον εαυτό τους και με τον κόσμο που τους περιβάλλει.
Θα ήταν αδιανόητο σήμερα κάποιος να εξομολογηθεί στον μέλλοντα πεθερό του, όπως κάνει ο πρωταγωνιστής του πρώτου διηγήματος, ότι πριν του δώσει την ευχή του να παντρευτεί την κόρη του, έπρεπε να γνωρίζει πως κάποτε δολοφόνησε με άγριο τρόπο τον δολοφόνο της αδερφής του. Μου αρέσει αυτή η ντομπροσύνη που είχαν οι παλιοί. Κανείς δεν θα μπορούσε να μάθει τι είχε συμβεί στην Μικρά Ασία, μιας και είχε σκηνοθετήσει έξυπνα την δολοφονία: “Τώρα Αντώνη, ξέρεις και συλλογίσου καταπώς θες αν θα μου δώσεις την κόρη σου ή όχι. Αυτή είναι η αλήθεια όμως. Ούτε περηφανεύομαι ούτε ντρέπομαι. Εγώ έκανα αυτό που έκρινα για τη δικιά μ΄ οικογένεια. Εσύ κρίνεις για τη δικιά σ΄”.
Αυτό το τέλος με συγκλόνισε. Σε αυτό το πρώτο διήγημα ξεδιπλώνεται όλος ο ανθρώπινος πόνος μπροστά στην αδικία, στην αναζήτηση να εξαγνιστεί, ακόμα και σκοτώνοντας, έχοντας βαθιά μέσα του μια δικαιοσύνη που δεν μπορεί να εξηγηθεί μέσα στα πλαίσια των νόμων, αλλά που έχει αφετηρία και κατάληξη στα αισθήματα, όσο και σκληρά να φαίνονται. Στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, διακρίνω μια αθωότητα, όσο και παράδοξο να ακούγεται. Μια τρυφερή ψυχή, τραυματισμένη από το ότι δεν μπορεί να παραδεχτεί τον θάνατο.
Θα έλεγα πως η γραφή του Παπαμάρκου είναι Βιβλική. Σαν τους ήρωες της παλαιάς διαθήκης που η εκδίκηση, η βία, ο θάνατος, η τιμωρία ανήκουν στην καθημερινότητά τους. Δεν είναι όμως βίαιοι άνθρωποι. Δεν είναι εγκληματίες. Δεν είναι παράνομοι. Βρίσκονται στο μέσο πάντα ενός σκληρού κόσμου που είναι απαραίτητο να πάρουν την απόφαση να τον αντιμετωπίσουν το ίδιο σκληρά.
Στο τρίτο διήγημα με τίτλο ο Αρραβώνας ο πρωταγωνιστής εξομολογείται στον παπά τι συνέβη και κρεμάστηκε ο Ανάργυρος ο οποίος ευθυνόταν για τον θάνατο του καλύτερού του φίλου. Ο πρωταγωνιστής, ο Γιάννης φεύγει για τον πόλεμο και ο φίλος του Βασίλης παίρνει τα βουνά, μιας και ο θείος της αρραβωνιαστικιάς του τον κατηγορεί για κλεφτοκοτά, γεγονός που τον στιγματίζει στο χωριό. Μην αντέχοντας την προσβολή αντί να ακολουθήσει τον Γιάννη και τους άλλους νέους του χωριού αφήνει την αρραβωνιαστικιά του την Τούλα και ακολουθεί τους ληστές στα βουνά. Όσο ο Γιάννης έλειπε στον πόλεμο, ο Βασίλης κατεβαίνει στο χωριό, σκοτώνει τον θείο, και η χωροφυλακή τον επικηρύσσει. Τότε έρχεται στο προσκήνιο ο Ανάργυρος, ο πεθερός του, που είχε χάσει τον αδερφό του εξαιτίας του γαμπρού του, μαρτυρά την κρυψώνα του Βασίλη με αποτέλεσμα να τον δολοφονήσουν οι χωροφύλακες. Όταν επιστρέφει ο Γιάννης και μαθαίνει τα καθέκαστα, αποφασίζει να πάρει εκδίκηση, αλλά τελικά μετανιώνει: “Την κόρη σ΄ δεν τη σεβάστκες κι άφησες και τη χάλασε ο Βασίλης, για να μάθεις το λημέρι τ΄….Γι΄ αυτό θα την δώσεις σε μένα. Για το χατίρι του βλάμη μ΄ κι επειδή είναι κορίτσ΄ άξιο, θα την παντρευτώ εγώ. Κι ό,τι έχεις, όλα, και το σπίτ΄ ακόμα, θα της το γράψεις προίκα“.
Αναφέρω αυτά τα παραδείγματα για να δείξω με πόσο καίριο τρόπο ο Παπαμάρκος εισχωρεί στην προσωπικότητα των χαρακτήρων του. Είναι απόλυτα αληθινοί, καθόλου μυθιστορηματικοί. Με την επιλογή του ιδιωματισμού των Αρβανιτών, τολμηρή επιλογή θα έλεγα, αλλά κατάλληλη για να δώσει άλλη υπόσταση στους ήρωές του, ο συγγραφέας μας ταξιδεύει στην εποχή των αρχών του 20ου αιώνα, με έναν υποδειγματικά λιτό τρόπο, άμεσο, που απογειώνει ακόμα περισσότερο την γραφή του.
Κάτι άλλο που δεν πρέπει να παραλειφθεί είναι πως επηρεάζει ο πόλεμος τους ανθρώπους. Για παράδειγμα ο πρωταγωνιστής του διηγήματος Ταραραρούρα αναφέρει κάπου: “Έχασα την πίστη μ΄ κείθε πέρα. Μπορεί γι΄ αυτό. Έκαμα κι είδα πράματα και κατάλαβα ότι οι χειρότεροι δαιμόνοι είναι οι άνθρωποι”. Το θεωρώ πολύ σημαντικό αυτό το σχόλιο, γιατί φανερώνει με τον πιο καίριο και δραματικό τρόπο πως οι άνθρωποι στρέφονται ενάντια στο ίδιο τους το γένος, κάνοντας αυτά τα διηγήματα να ακούγονται σήμερα επίκαιρα όσο ποτέ, ζώντας σε μια εποχή παραφροσύνης και βίας σε όλα τα επίπεδα.
Όλα τα διηγήματα περιστρέφονται γύρω από αυτό το θέμα, στο πως επηρεάζουν τον άνθρωπο η βία, η αστάθεια, ο φόβος. Παρ΄ όλα αυτά είναι ένα ελπιδοφόρο βιβλίο γιατί το μήνυμα που αφήνει είναι πως υπάρχει ελπίδα όταν οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τα σκληρά τους χαρακτηριστικά, γιατί αυτή είναι η πρώτη μαγιά αυτογνωσίας, απαραίτητη να καταφέρουμε κάποτε να καθυποτάξουμε τα άγριά ένστικτά μας.
Ο Παπαμάρκος είναι ένας σπουδαίος συγγραφέας. Διεισδύει στον βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Και συνάμα ένας σπουδαίος αφηγητής που καταφέρνει να ζωντανέψει στο χαρτί αληθινούς χαρακτήρες. Ένα βιβλίο που προτείνω ανεπιφύλακτα.