Εφτασες Καλά Σπίτι;
«Έφτασες καλά σπίτι;» Η Κλαίρη ρίχνει τ’ αριστερό της
χέρι στο πλάι του καθίσματος του αυτοκινήτου και τραβάει το κινητό που έχει
πέσει εκεί. Της φαίνεται τόσο βαρύ όσο κενή
και η φράση, αυτή η τυπική ερώτηση της μητέρας της που ακούγεται μάλλον
εκνευρισμένη παρά ανήσυχη, εκνευρισμένη που αναγκάζεται να αναστατωθεί, να μπει
στη διαδικασία να μαντέψει πώς έφτασε στο σπίτι της αργά το βράδυ η κόρη της, ολομόναχη,
φεύγοντας απ’ το δικό της στο ανατολικό άκρο της Πρέβεζας.
«Ναι. Όλα καλά».
Σπρώχνει τον στριμωγμένο αέρα έξω απ’ τα πνευμόνια της που πονάνε φριχτά με
κάθε της ανάσα, που γδέρνει το λαιμό της καθώς φτύνει λέξεις σα να φτύνει
κολημμένα ψαροκόκαλλα που κροταλλίζουν καθώς χτυπάνε το ένα το άλλο κι όλα μαζί
τα δόντια της που τρέμουν σαν κρεμαστά, σπασμένα γυαλάκια κουδουνίζοντας στον
άνεμο.
«Χασμουριέσαι;
Ακούγεσαι περίεργα».
«Όλα καλά, μαμά».
«Εντάξει τότε.
Καληνύχτα». Ο ήχος του κινητού της σηματοδοτεί το τέλος της σύντομης,
διεκπεραιωτικής αυτής συνομιλίας.
Η Κλαίρη κοιτάζει
μπροστά, με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, τους καπνούς που βγαίνουν απ’ τη μηχανή
του αυτοκινήτου της, ποιό αυτοκίνητο δηλαδή, μοιάζει σαν αχνιστός, δαγκωμένος,
στραπατσαρισμένος λουκουμάς, καθώς έχει αγκαλιάσει τον χοντρό κορμό του ευκάλυπτου
μπροστά της. Στην οδό Καρυωτάκη, λίγα χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι της
μητέρας της. Ούτε που κατάλαβε πώς έγινε αυτό. Σκιές ανεβαίνουν, σχηματίζουν
πρόσωπα στραβά, ανάποδα, ή αυτή είναι ανάποδα; Η φάτσα της μάνας της,
πανικόβλητη ή εκνευρισμένη μάλλον που αναγκάζεται να πανικοβληθεί, θυμωμένη με
τη μαύρη μοίρα της που τη χτυπάει αλύπητα, πώς τη βρήκε αυτό το κακό τώρα,
βραδιάτικα; Πόσα λεξοτανίλ να πάρει; Να λιποθυμήσει ή να στηριχτεί ασθμαίνοντας
στον τετράγωνο και άκαμπτο σα τσιμεντόλιθο ώμο της κυρά Γιωργίας της
γειτόνισσας για άλλη μια φορά, που το μόνο που ξέρει να λέει είναι, «’Ολα
περνάνε Τόνια μου, όλα, μη βάζεις πάντα το κακό στο μυαλό σου», που
παρεπιπτώντος, αυτό το ‘κακό’ είναι το πρώτο πράγμα που πλημμυρίζει σα τσουνάμι
το κεφάλι της μαμάς της, το μυαλό, τους νευρώνες και κυλάει στις φλέβες,
παραλύει όλους τους μύες της, οτιδήποτε διαταράσσει αυτό που αποκαλεί ‘την
ησυχία της’, που μόνο ησυχία δεν είναι βέβαια και ποτέ δεν υπήρξε. Όλα
εγκυμονούν κινδύνους γι’ αυτή, όλα μπορούν να φέρουν την καταστροφή, κι άντε να
συνέλθει πάλι, όπως μετά το μεγάλο σοκ πριν πέντε χρόνια, το θάνατο του μπαμπά,
την κολώνα του σπιτιού και προστάτη της, άντε να συνεχίσει να πηγαίνει τις
εκδρομές της με το ΚΑΠΗ στα θέατρα και τα θέρετρα της Ελλάδας, να βρει την όρεξη
να κατέβει στο κέντρο της Πρέβεζας για φαγητό ή καφέ με τις φίλες της ή να
γυρίσει τα μαγαζιά για καινούρια έπιπλα ή κουρτίνες.
Και μετά βλέπει το
πρόσωπο του Αντρέα, του άντρα της. Απαθέστατο. Ότι και να δει μπροστά του, το
ταβάνι να τρίβεται να να πέφτει πάνω τους, τη γη ν’ ανοίγει και να τους
καταπίνει, ή οποιαδήποτε άλλου είδους βιβλική καταστροφή, δεν έχει σημασία,
αυτός θα βγει απ’ τα συντρίμια αλώβητος, ατάραχος, ανέκφραστος. Κάποτε τη
θαύμαζε την τόλμη του αυτή, ήταν ο σούπερμαν της, το στήριγμά της, ο άντρας από
ατσάλι, αλλά όχι πια. Τώρα το σιχαίνεται, το απεχθάνεται, την πνίγει, την
αναγκάζει γι’ άλλη μια φορά να μπει σ’ αυτό το θεόστενο, αεροστεγές καλούπι,
που δεν επιτρέπει ούτε τρίχα να σηκωθεί, ούτε αχ, ούτε ο παραμικρός
αναστεναγμός να βγει από μέσα της. Έτσι την κοιτάζει και τώρα και της λέει,
«Σήκω πάνω κι άσε τις μαλακίες. Τα εμπόδια είναι εδώ για να μας κάνουν
δυνατότερους, όχι για να κλαψουρίζουμε. Μια χαρά είσα». Και η αλήθεια είναι ότι για πρώτη φορά στη
ζωή της η Κλαίρη νιώθει μια χαρά. Μέσα της, γιατί απ’ έξω, άστα… Η μισή
κρέμεται απ’ τη ζώνη, έξω απ’ την πόρτα του οδηγού, το κεφάλι έχει πέσει κάτω,
και με δυσκολία τ’ ανασηκώνει για να κοιτάξει πάνω. Αϊμα βγαίνει απ’ τη μύτη
της, κυλάει στο κεφάλι και λερώνει το μέτωπο, πάει στα φρύδια, στα μαλλιά. Το
στομάχι της πονάει πολύ. Το κινητό πέφτει στο χώμα. Το δεξί της χέρι δεν το
νιώθει, πού να βρίσκεται άραγε;
Ανασηκώνει τα
μάτια στον ουρανό. Το ολόγιωμο φεγγάρι σαν το χλωμό, σπυριάρικο πρόσωπο του εφήβου
γιού της καρφωμένο εκεί ψηλά, αναγκάζεται να σκύψει να την κοιτάξει καταπρόσωπα, υποτιμητικά, ξαφνιασμένο,
θυμωμένο ή και φοβισμένο, κακότροπο, περιμένει, απαιτεί κάτι απ’ αυτή, κάποια
αντίδραση, δεν ξέρει τι, τα σπυριά του κακοφορμίζουν, γίνονται κρατήρες. Ψηλά,
ανάμεσα απ’ τα κλαδιά του δέντρου σχηματίζεται μία σκάλα ως το φεγγάρι, αλλά τι
να κάνει κι εκεί; Φαίνεται σαν ένα αφιλόξενο, στρογγυλό κεφάλι χιονάνρθωπου με
μαύρες οπές, που παιδιά το ‘χουν πετροβολήσει. Πού να περπατήσει μ’ όλες αυτές
τις κοτρόνες πάνω του, και με τι πόδια; Δεν ξέρει, κι ούτε θέλει να μάθει πού
βρίσκονται κι αυτά.
Προσπαθεί ν’
ανασηκώσει τον κορμό της, αλλά ματαίως, Αν υπήρχε κάποιος, κάτι να τη σηκώσει
για λίγο. Νιώθει σαν αυτά τα γυαλιστερά, πράσινα σκαθάρια που όταν πετάνε στον
ουρανό μοιάζουνε με τραγουδιστές πανηγυριών με φανταχτερά πράσινα σακάκια που
λαμποκοπούνε σα γυαλιστερό χαρτί περιτυλίγματος και λαδωμένα με μπριγιαντίνη,
κατάμαυρα μαλλιά, που όταν ομως πέφτουν ανάσκελα, τα μικρά, κατάμαυρα ποδαράκι
τους παλεύουν αδύναμα με τον αέρα και το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να
στριφογυρίζουν στην πλάτη τους και να κάνουν άσκοπους κύκλους. Τίποτα άλλο.
Νυχτώνει, το βουνό
μπλάβιασε όπως και τα μπαρουτοκαπνισμένα κλαδιά του ευκάλυπτου με τα φύλλα-σπαθιά
και ενώ ο κορμός στην αρχή έμοιαζε με στολή παραλλαγής – για σκέψου, φαντάρος
δυνατός, στοιβαρός μπροστά της που της λέει, «σήκω, μη φιδιάζεις, όρθια, μπρος
μαρς», χωρίς καν ν’ απλώσει το χέρι του να την πιάσει όμως – την εκνευρίζει
τόσο αυτό, την κουράζει – τώρα μοιάζει με μελανή στήλη, ακίνητη, αμίλητη.
Περιμένει κάτι κι αυτή, όπως το σκοτάδι που
ξεδιπλώνεται γύρω της, το φεγγγάρι μια ακανόνιστη μάζα γραφίτη που
σκιάζει τον ουρανό, τη γη, το σύμπαν, όλα ησυχάζουν, αλλά καλύτερα έτσι, δεν είναι
το σύμπαν νεκρό, όχι, απλά ίσως να περιμένει τα νεκροζώντανα να φύγουν μακρυά ,
η φύση ξέρει τι ‘ναι αυτό που πραγματικά αναπνέει, τι ζει και τι όχι, τι ρίχνει
ζεστές ανάσες πάνω σου και τι όχι, τι συνυπάρχει και τι απλώς υπάρχει και τι
μπορεί να υπάρχει χωρίς να συνυπάρχει ή όχι. Κι όλα ξεδιαλύνονται, ξεχωρίζουν,
μπορεί ν’ ακούγεται νεκρική σιγή στο δρόμο, αλλά η Κλαίρη ακούει τραγούδια,
τραγούδια ανάτασης και χαράς, αληθινά, εκφραστικά, σαν τρυφερό νανούρισμα,
επιτέλους, αυτό που πάντα ήθελε, κάτι της λέει, ναι, έφτασε καλά σπίτι.