ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΟΥΛΙΟ ΘΕΣΑΡ ΓΑΛΑΝ

Palabras

Parábolas
en el tiempo

sangre
de sueño realizado.

Siento,
sentimos

yo,
yo el otro,

deseos,
vivimos

Posibilidades
extendidas

a
aptitudes que se reconocerán

La
orquestra de mi yo se purifica

Mis
memorias grabadas

en
líneas paralelas

Escribo
luego descompongo

Camino
luego yoizo

Existo
y autentifico mi otredad

Mis
venas son las tuyas

y
mi muerte también.

Λέξεις

Παραβολές
μέσα στο χρόνο

αίμα
ονείρου πραγματοποιημένου.

Νιώθω,
νιώθουμε

εγώ,
εγώ ο άλλος,

επιθυμίες,
ζούμε

Δυνατότητες
ξεδιπλωμένες

σε
επιτηδειότητες που θα αναγνωριστούν

Η
ορχήστρα του εαυτού μου καθαίρεται

Οι
μνήμες μου καταγεγραμμένες

σε
παράλληλες γραμμές

Γράφω
άρα διασπώ

Βαδίζω
άρα εαυτώ

Υπάρχω
και επιβεβαιώνω την ετερότητα μου

Οι
φλέβες μου είναι οι δικές σου

και
ο θάνατος μου και αυτός.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΧΟΥΛΙΟ ΘΕΣΑΡ ΓΑΛΑΝ

Julio Cesar Galán (Cáceres,
España, 1978). Doctor en Ciencia de la Educación. Ha sido lector de español de
la Universidad de Árgel, profesor de la Universidad de las islas Canarias y
actualmente lo es en la Universidad de Extremadura. Autor de los siguiente
poemarios: Tres veces luz (2007), Márgenes (Premios de Poesía
Villa de Cox, Pre-Textos 2012), Inclinación al envés (Pre-Textos, 2014)
y El primer día (2016).

          Además
ha publicado como heterónimo los siguientes libros de poemas: Gajo de sol (2009),
La llanura (Premio de Poesía Vicente García de la Huerta, 2016) y Para
comenzar todo de nuevo
(2017) de Luis Yarza; ¿Baile  de cerezas o polen germinado? (2010) de
Pablo Gaudet; e Introducción a la locura de las mariposas (2015) de
Jimena Alba.

          Entre
sus obras teatrales podemos destacar las siguientes: Eureca (2014) y La
edad de paraíso
(2016).

Ο Χούλιο Θέσαρ Γαλάν (Κάθερες,
Ισπανία 1978). Διδάκτορας στην Επιστήμη της Εκπαίδευσης. Υπήρξε, λέκτορας
ισπανικών στο Πανεπιστήμιο της Άλγερίας, καθηγητής του Πανεπιστημίου των
Κανάριων Νήσων.Τώρα είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Εξτρεμαδούρα.
Συγγραφέας των ακόλουθων ποιητικών συλλογών: Tres veces luz (Τρεις φορές
φως) 2007, Márgenes (Όρια. Βραβεία Ποίησης Villa de Cox) Pre-Textos
2012, Inclinación al envés (Ροπή προς το αντίστροφο) Pre-Textos,
2014   και El primer día (Η πρώτη μέρα) 2016.

          Επίσης
ως ετερώνυμος δημοσίευσε τα ακόλουθα βίβλια ποίησης: Gajo de sol (Φέτα ηλίου) 2009, La llanura (Η πεδιάδα).
(Βραβείο Ποίησης Βισεντε Γκαρθία δε λα Ουέρτα) 2016 και Para comenzar todo
de nuevo
(Για ένα ολοκληρωτικό ξεκίνημα) 2017 του Λουίς Γιάρθα. Baile  de cerezas o polen germinado? (Χορός
κερασιών ή γύρη που βλασταίνει;) 2010 
του Πάβλο Γκαουντέτ· και Introducción a la locura de las mariposas (εισαγωγή
στην τρέλλα των λεπιδόπτερων) 2015  της Χιμένα Άλβα.

         Ανάμεσα στα θεατρικά του έργα
μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα ακόλουθα: Eureca (Έυρηκα) 2014 και La
edad de paraíso
(Η ηλικία του παραδείσου) 2016. 

Sobre
el nivel del mar

Ansío toda luz
porque un día fijé el mundo

con mi dedo
índice,

          y
amo

el correr de los
ríos porque de algunos peces

aprendí hondura.

Fueron mis ojos
quienes miraron por primera vez

que en la caída
de los astros se escondían

          un
niño y una rueda.

Siempre me hice
invisible cuando los hombres

pusieron sus
manos

         sobre
mi fingida presencia,

y cuando tuve un
brazo que parecía a un ala,

las flores que
brotaban en los tejados me otorgaron

           las
dádivas de un vientre,

ésta es la única verdad
que he conocido.

A dos mil pies
sobre el nivel del mar

la marcha de los
pasos deja de orbitar,

          el
frío aumenta toda lucidez,

y la respiración
es lenta

como la vida en
las montañas

y en las ermitas,
el corazón renuncia

a cualquier
renuncia,

y la única doctrina es la fecundidad.

Nuestro propósito
es crecer cuando creamos

y amar a cuanto
no desgarre,

alimentarnos de
nosotros mismos y no golpearnos

en soledad

y que cada vez
que el mundo sea la primavera

nos despojemos de
cuanto fuimos

y seremos,
formando

la columna que
une nubes, espacios y semillas.

El truco no es
difícil ni complejo, sólo se necesitan

algunas dosis de
serenidad, concentración y sencillez.

A seis mil pies
sobre el nivel del mar-y subiendo-

los ojos van
perdiendo su nostalgia y para no cegarnos

tengo que
demostrar

mi
destreza en las diferentes artes de la distancia

y para que no se
dilaten las venas el oxígeno

tiene que ser lo
más escaso posible.

Se aligeran,

se aligeran las
manos, los pies, el pecho, los lastres se reducen:

las personas que
un día me nombraron hacen el mismo

ruido que las
hormigas.

Sigo el rastro de
los cometas,

de las galaxias
que comienzan cuando un huevo se rompe,

de esa gracia tan
tuya de armonizar

mis extremos.

Sólo me he dado
opción a mudarme en un hoy,

en un hoy que
renace, confirma y desprecia.

Poco importa la
muerte ahora. Poco importan las palabras ahora.

Poco importa que
el mar haya expulsado a quien

movía su
repetición.

Los restos de la
fiesta quedan aún en mi boca, aún

me ofrecen mucho
juego, aún brillan como miel secreta.

A seis mil pies
sobre el nivel del mar

sólo quedan los
labios,

el nacimiento de
unas risas entre las sábanas

y las luces que como
gotas de rocío resbalan

sobre este
mármol.

(Tres veces luz,
La Garúa, 2007)

Πάνω
από την στάθμη της θάλασσας

Αδημονώ κάθεφως γιατί μια μέρα,
καθόρισα τον κόσμο

με τον δείκτη μου,

                              
και αγαπώ

τη ροή στα
ποτάμια γιατί από ορισμένα ψάρια 

         έμαθα
το βάθος.

Ήταν τα μάτια μου που για πρώτη φορά είδαν

ότι στη βροχή των
άστρων κρυβόντουσαν

                      ένα
παιδί και μια ρόδα.

Γινόμουν πάντα
αόρατος όταν οι άνθρωποι

ακουμπούσαν τα χέρια τους,

                                                πάνω στη δήθεν παρουσία μου,

και όταν απέκτησα ένα χέρι που έμοιαζε φτερό,

τα άνθη που ανέβλυζαν στις σκεπές μου απένειμαν

           
τις δωρεές ενός
σπλάχνου,

αυτή είναι η μόνη αλήθεια που γνώρισα.

Στα δύο χιλιάδες
πόδια πάνω από τη θάλασσα

το βάδισμα παύει να περιστρέφεται,

το κρύο αυξάνει κάθε διαύγεια,

και η αναπνοή
είναι αργή

όπως η ζωή στα
βουνά

και στα
ερημητήρια, η καρδιά απαρνείται

                   τηνκάθε
απάρνηση,

και η μόνη διδασκαλίαείναι η γονιμότητα.

Ο σκοπός μας
είναι να μεγαλώσουμε ενώ δημιουργούμε

              και
να αγαπήσουμε όσα δεν συντρίβουν,

να τραφούμε από
εμάς τους ίδιους και να μη χτυπηθούμε

          μονάχοι μας

και κάθε που ο κόσμος είναι άνοιξη

να απογυμνωθούμε
απ’όσα είμασταν

             και
θα είμαστε, σχηματίζοντας

             τον
κίονα που ενώνει σύννεφα, χώρους και καρπούς.

Το τέχνασμα δενείναι δύσκολο
ούτε περίπλοκο, το μόνο που χρειάζεται είναι

μερικές δόσεις
ηρεμίας, συγκέντρωσης και απλότητας.

Σε έξι χιλιάδες
πόδια πάνω από τη θάλασσα-και
ανεβαίνοντας-

τα μάτια χάνουν
τη νοσταλγία τους και για να μην τυφλωθούμε

                 πρέπει
να αποδείξω

την δεξιοτεχνία μου στις διάφορες τεχνικές της απόστασης

και για να μην
διασταλθούν οι φλέβες το οξυγόνο

           πρέπει να είναι το ελάχιστο δυνατόν.

Χάνουν το βάρος,

Χάνουν το βάρος τα χέρια, τα πόδια, το στήθος, τα έρμα
λιγοστεύουν:

οι άνθρωποι που μια μέρα με ονόμασαν κάνουν την ίδια

           
τύρβημε τα μυρμύγκια.

Ακολουθώ τα ίχνη των κομητών,

των γαλαξιών που αρχίζουν στο σπάσιμο ενός αυγού,

της τόσο δικής
σου χάρης να εναρμονίζεις

                    τα
άκρα μου.

Ως μόνη επιλογή
επέλεξα να μετακομίσω σε ένα σήμερα,

σε ένα σήμερα που
αναγεννιέται, επιβεβαιώνει και περιφρονεί.

Ποσώς ενδιαφέρει
τώρα ο θάνατος. Ποσώς ενδιαφέρουν τώρα τα λόγια.

Ποσώς ενδιαφέρει
το ότι η θάλασσα εξοστράκισε αυτόν που

                  κινούσετην επανάληψη της.

Τα κατάλοιπα της γιορτής
παραμένουν στο στόμα μου, ακόμη

μου προσφέρουν
πολλά, ακόμη λάμπουν ως κρυφό μέλι.

Σε έξι χιλιάδες
πόδια πάνω από τη θάλασσα

μένουν μόνο τα
χείλη,

κάποια γέλια που
γεννιούνται ανάμεσα στα σεντόνια

και τα φώτα που
σαν δροσοσταλίδες γλιστράνε

σε αυτό εδώ το
μάρμαρο.

(Tρεις φορές φως,
La Garúa, 2007)

LA ALONDRA SUBE…

               Abridle las ventanas
para que

               cada
luz responda en su costado.

Pocas palabras¹³se precisan para apartar

la fronda de la
esencia.

              Arden
más hojas. Crepitan

              más
plumajes. Arden los bordes.

  El
mundo se relaja. Gozo que se desata,

que▫  que armoniza:

vive
mientras respiran los demás

y
silba siempre junto al cementerio.

               Su
fiesta se resume

en unos labios.
De sus labios proviene

                                         la
abundancia.

             Sólo tus manos
saben cómo

la alondra sube y
los trigos se espigan.

                Abridle
las ventanas, el rostro

                se
deshace de su máscara:

                                   auroras
y sonrisas.

_______________________________

¹³Ángel
Cerviño corrige este pasaje de la siguiente manera: “Maduras y bien troceadas
ya

fermentan
en el lagar / aunque mejor hicieran / las más alborotadas / en callar de otra
manera

/
¡circulen! ¡circulen! / sosieguen esas voces / rebañadoras de afueras / palabras
/ centauras

de
potro y balandro / cierre la boca el poema / gallinazo sin vuelo / kiwi /
avestruz / ñandú /

alicorto
enredo / marabú / ángel carroñero / ¿no teníamos un pacto de silencio?

le
lancé un palo / y me trajo la espalda de un nombre / ¡el muy perro! / le tiré
un ocho y lo

enredó
en los pliegues de la noche / eight night / otto notte / oito noite / acht
nacht / huit nuit

/
ocht oíche /…/ ahora sólo lo azuzo con palos de ciego / piétinement sur place
del chamán

lisiado
/ prosodia renga / alondra estrábica que se cayó del verso / postigos que
cocean / el

diablo
no sabe cantar / sus himnos coz y tijera.”

La piel acoge la
frescura de aquellos lirios. Lirios

que lucen en sus
amarillos,

                 zureo
que blanquea el aire,// manos que achican límites y sube…

Llevé a tu tierra
vino, moras y miel,

                                                   
y sube…

              Tus
latidos tan sólo pueden sonar

              con
lo naciente, raíz del júbilo,

fidelidad al
alba, a quien la satisface, goza

de esta ternura
de clamores lumínicos,

              se
enlaza con aquello

que germina y
relumbra y sube;

coronada de
pámpanos y con el tirso

                                                    
que libera.

              una
vez más renace, una vez más

la observo en las
primeras luces (ojivales),

una vez más es
quien ha sido siempre:

esos ojos que
vienen de los límites

de su vista y
sube…

               Alegría
en la hierba, alegría

     por
el camino que nadie ha caminado;

dame tu mano para
que perciba

         más
estas huellas, para que fluya

         por
el trote de las honduras,

para
que me alimente más de la leche

del
pecho que me aniña.

Dame tu mano.
¡Vine! Vine hasta aquí

                  después
de haberme

roto los labios
en el tedio y la vergüenza,

                  de
renegar de mí

y de herirme sin
compasión, de tirar el cobijo por el iris y detener al río

                que
me afila y sube.

Estoy aquí para
decir que germiné

con este cuerpo.
Así tiene que ser

la infancia y aún
no se ha marchado.

         Tiene
el perfil de mi amante. Así tiene

            que
ser como se desangró el alba

                            
en esta boca.

He
hecho de la palabra un abrigadero,

un oído de
estrellas, una ceguera

de
claridad.

          He
hecho de la palabra aquel campo

        de mi niñez y resucito aquel muchacho

                   al crear y creamos y sube;

de ti aprendí el
oficio de estremecer

en mi garganta
flores.

          Por
ser música dentro de sí misma 

y acallar las horarios
con destinos y festejar

la tierra con la
lluvia, no quiero que

                              
dejemos de vivir

                              
en este poema.¹⁴

(Inclinación al
envés, Pre-Textos, 2014)

__________________________________

 ¹⁴Este
texto es una recreación del poema “Sobre el nivel del mar” incluido en el
poemario Tres

veces luz. Roland
Barthes expone en “Escribir la lectura” nuestro propósito: “En otras

palabras,
interrogar a mi propia lectura ha sido una manera de intentar captar la forma
de todas las lecturas (la forma: el único territorio de la ciencia), o, aún
más, de reclamar una

teoría de la
lectura.”. También lo hemos presentado con la denominación Intrapoesía en http:

http://www.dvdediciones.com/cronicas_bastardasnotas.html

y //www.pretextos.com/prensa/?tag=julio-cesar-galan.
Tengo mis dudas sobre la autoría real de

 estos
artículos y sus ejemplos poéticos ya que creo que he confundido mi voz con la
de Jimena

 Alba.
Quizás, aquí, sea una fusión de autor y heterónimo, no un semi-heterónimo, sino
una

 nueva
figura autoral: un interónimo.

Η
γαλιάντρα υψώνεται…

                Ανοίξτε
της τα παράθυρα, κάθε φως

               
ν’αντιδρά στο πλευρό της.

Ελάχιστες λέξεις¹³χρειάζονται για να απομακρυνθεί 

η φυλλωσσιάαπό την ουσία.

                Πιο πολλά φύλλα φλέγονται. Πιο πολλά

                φτερώματα τριζοβολούν. Οι παρυφές φλέγονται.

Ο κόσμος
καταλαγιάζει. H τέρψη ξεσπά,

και  ▫και εναρμονίζει:

ζει
καθώς οι υπόλοιποι αναπνέουν

και
σφυρίζει πάντα πλησίον του κοιμητηρίου.

                Η
γιορτή της συνοψίζεται σε

 κάποια χείλη. Από τα χείλη της απορρέει

                                                   
η αφθονία.

                
Μόνο τα χέρια σου ξέρουν
πώς

υψώνεταιη γαλιάντρα και πώς ψηλώνουν τα σιτάρια.

                 Ανοίξτε
της τα παράθυρα, το πρόσωπο

                 απωθεί
τη μάσκα του:

                            
ανατολές και μειδιάματα.

―――――――――――――――――――

¹³Ο Άνχελ Θερβίνιο διορθώνει αυτό το
απόσπασμα με τον εξής τρόπο:”Ώριμες και πλέον καλά κομμματιασμένες αναβράζουν
στο πατητήρι / αν και καλά θα έκαναν / οι πιο ταραγμένες / να σωπάσουν αλλιώς
/  κυκλοφορείστε! κυκλοφορείστε! /
ηρεμήστε αυτές τις πτωματοφάγες  φωνές / από τα περίχωρα / λέξεις /
κενταύριες από πουλάρια και καίκια / το ποίημα, να
κλείσει το στόμα του
 / γύπας
δίχως πτήση / ακτινίδιο / στρουθοκάμηλος / ρέα / μπέρδεμα με κομμένα φτερά /
μαραμπού / αχρείος άγγελος / δεν κάναμε συμφωνία σιωπής; /

του πέταξα ένα ξύλο / και
μου έφερε την πλάτη ενός ονόματος / ο μπάσταρδος! / του έριξα ένα οχτώ και το
μπέρδεψε στις πτυχές της νύχτας / eight night / otto notte / oito noite / acht
nacht / huit nuit/ ocht
oíche /..
./  τώρα μονο το τσιγκλάω άσκοπα, στα τύφλά /
piétinement sur place του λειψού σαμανού / κουτσή
προσωδία / αλλήθωρη
γαλιάντρα που έπεσε από το στίχο / παραθυρόφυλλα που λακτίζουν / ο διάβολος δεν
ξέρει να τραγουδάει / οι ύμνοι του λάκτισμα και ψαλίδι.”

Το δέρμα
αγκαλιάζει τη δροσιά εκείνων των κρίνων. Απαυγάζοντα

κρίνα στα κίτρινα
τους,

                 γουργουρισμα που κάνει τον άερα λευκό//

             χέρια
που λιγοστεύουν τα όρια και υψώνεται…

Κρασί, μούρα και
μέλι, έφεραστη γη σου

                                               
και υψώνεται…

                
Οι παλμοί σου μπορεί
μόνο να ηχήσουν

                 με το ανατέλλον,ρίζα αγαλλίασης,

πίστη στην Έω, σε
αυτόν που την ικανοποιεί, εύφραινεται

τούτη την
τρυφερότηρα των φαεινών ωρυγών,

                 υφαίνεται με αυτό

που βλασταίνεικαι
καταυγάζει και υψώνεται∙

στεφανωμένη με
αμπελόφυλλα και με τον θύρσο

                                                                  
που αναβρύζει.

                  Για
μια φορά ακόμα αναγεννιέται, για μια φορά ακόμα

την παρατηρώ στα πρωτότοκα φώτα (γωνιόκορφα)

για μια φορά ακόμα είναι αυτή που πάντα ήτανε:

εκέινα τα μάτια που έρχονται από
τα όρια

της όρασης της και υψώνεται…

                  Χαρά στη χλόη, χαρά

           
στομονοπάτι που κανείς δεν περπάτησε·

δώς μου το χέρι σου για να αντιληφθώ

             
πιο πολύαυτά τα χνάρια, για να γλιστρήσω

στον καλπασμό του βάθους,

για
να τραφώ περισσότερο με το γάλα

του στήθους που με
κάνει παιδί.

Δώς μου το χέρι σου. Ήρθα! Ήρθα ως εδώ

                    με σπασμένα

τα χείλη στην
ανία και στην αιδώ,

                    στην
αυταπάρνηση,

και πληγώνοντας
με ανελέητα, πετώντας

την προστασία από την ίριδα και
σταματώντας

το ποτάμι που με
ακονίζει και υψώνεται.

Είμαι εδώ για να
πω ότι φύτρωσα

με αυτό το σώμα.
Έτσι πρέπει να είναι

η
παιδική ηλικία και δεν έχει ακόμη φύγει.

                Έχει
την όψη της ερωμένης μου. Έτσι πρέπει

                                   να
αιμορράγησε η ανατολή

                                 σε
αυτό το στόμα.

Μετέτρεψα τη λέξη σε κρησφύγετο,

σε
αυτί από άστρα, σε τύφλωση

διαύγειας·

             Μετέτρεψα
τη λέξη σε εκείνο το πεδίο της παιδικής
μου

           ηλικίας
και ανασταίνω εκείνον τον νεαρό

                 ενώ
δημιουγώ και δημιουργούμε και υψώνεται·

από σένα έμαθα
την τέχνη του να ριγούν

άνθη στο λαιμό
μου.

      

             Κι αφού μέσα της είναι μουσική

και σωπαίνει
τα καθορισμενα ωράρια και γιορτάζει

τη γη με τη βροχή, δεν θέλω

                               να πάψουμε να ζούμε

                               σε αυτό το ποίημα¹⁴.

(Ροπή προς το αντίστροφο, Pre-Textos,
2014)

________________________________________________

 ¹⁴Αυτό το κείμενο είναι αναδημιουργία του ποιήματος ”Sobre el
nivel del mar” (Πάνω από τη σταθμή της θάλασσας) μέρος της ποιητικής συλλογής
”Tres veces luz” (Τρείς φορές φως). Ο Roland Barthes εκθέτει το σκοπό μας στο
”Η Γραφή της ανάγνωσης” : “Με άλλα, λόγια το να εξερευνήσω τη δική μου
ανάγνωση ήταν ένας τρόπος να προσπαθήσω να αντιληφθώ τη μορφή όλων των
αναγνώσεων (η μορφή: το μόνο έδαφος της επιστήμης) ή,
ακόμα περισσότερο, να απαιτήσω μια θεωρία της ανάγνωσης.”. Το έχουμ
ε
επίσης παρουσίασει με την ονομασία ένδοποίηση στο

http://www.dvdediciones.com/cronicas_bastardasnotas.html

και //www.pretextos.com/prensa/?tag=julio-cesar-galan.
Έχω κάποιες ενστάσεις για την πατρότητα αυτών των άρθρων και για τα ποιητικά
τους παραδείγματα αφου πιστεύω ότι μπέρδεψα τη φωνή μου με τη φωνή της Χιμένα
Άλβα. Μπορεί, εδω, να είναι μια συμπτηξη συγγραφέα και ετερώνυμου, όχι ένός
ήμι-ετερώνυμου, αλλά μια νέα συγγραφική φιγούρα: ένας ενδώνυμος.

Después del cisne

En la biblioteca
del bosque

olvidamos el
rostro por otros rostros

                             
[más aniñados,

por la estrella
escuchada entramos

de puntillas en
la claridad;

escuchamos el
zig-zag de los azores

aún por nacer,
las moras aún

                             
[por enrojecer el aire,

las moras que
cada                        

noviembre llenan
los versos.

   Converger
es abrir el día desde

la llanura. Los
muertos que arrastramos,

          [aquellos
que tuvieron nuestra voz

y aquellos que
confundimos

con nuestra máscara,

comprenden
nuestra inclinación

                                                
al envés,²⁰

nuestro gusto por
saborear márgenes,

nuestra nube
solar sin tiempo.

Ojeo cómo
atardece el río,

si es que un río
puede salir de un cisne

y por los ojos
cruza la noche de verano

                             
[con sus promesas juveniles,

la imagen del
primer hombre

sorprendiendo su
imagen en la corriente,

            los
añosluzde las luciérnagas,

el anonimato de
los desaparecidos

          y
los lenguajes olvidados,

          la
agonía de los hospitales

              [y
el polen luminoso de los niños,

los libros que no
abandonan

           y
las conversaciones amicales

           aupadas
por la dicha y la palabra,

la rueca de los
siglos y sus civilizaciones

     y el big bang y
las galaxias en anillos

y las estrellas
enanas emblanquecidas

                       [por
un superviento estelar

y el agua de
nuevos muertos y la muerte

                         ya
no importa tanto,

después de haber
visto cómo sale el río

                                     desde
un cisne.

____________________________________________

²⁰César
Nicolás aclara lo de “inclinación al envés” de la siguiente manera: “Este lugar
central

donde redobla el
título es un punto de fuga y reverberación. Mise en abyme que nos incluye y

rompe
definitivamente los límites entre el afuera y el adentro del texto. Merece que
la

saboreemos al
margen.

`El lector se
convirtió en el libro’ __escribe Wallace Stevens. En El mal de Montano Vila-

Matas juega con
esta idea y nos presenta a un crítico en trance de convertirse en protagonista

del relato
escrito por su hijo una vez que lo ha leído.

Parece una
locura, pero en mi caso ocurrió así. Fue ayer. Estaba leyendo este libro y de

pronto reparé en
que me había convertido efectivamente en él. ¿Daré mis datos? Soy

Inclinación al
envés, poema que gira en torno a lo invisible y trata de hacerlo visible. Que

expresa __por
decirlo rápido__ la forma del vacío, que es indecible, y nos la devuelve

convertida en
ruptura e imprevisibilidad.

Soy por tanto un
texto tan transparente como opaco. Tan expresivo como deconstruido y

obtuso (Barthes).
Puro golpe de alas (pues aunque salgan aves hablo de… __no sé: quizás

también de mí;
sorprenden las mismas hojas abiertas de lo que soy: un libro volando hacia la

luz. Las manos de
mi autor, que ha muerto (si no es que han sido varios mis escribanos; ¿quién

puso por ejemplo
lo de Al aire de tu vuelo? La verdad es que ya ni los recuerdo; son

demasiados los
que me leen, anotan, modifican: Oiseaux, escribió aquí Saint-John Perse y eso,

que va formando
teselas, ha sido cambiado luego por este o aquel otro…), las manos de

quienes me han
escrito __insisto__ se han transformado en alas y echado en mí plumas,

yemas que me sostienen y me
leen. De modo que su rostro (ahora de lector) se refleja en mí

como si fuera un
cristal. Y sale un lector convertido a su vez en crítico; un crítico con gafas
y

unos ojos vivos y
divertidos que me contemplan.

Crítico que me
tacha y hace anotaciones al margen y corrige y pone notas a pie de página

pensando en
reeditarme, modificarme, hacer que me convierta en un libro distinto cada vez

que alguien me
abra y se refleje en mí, no sé ya decir si como autor y lector al mismo tiempo.

Y es que padezco
__¿no lo he dicho?__ de una otredad incurable. Ayer mismo estaba leyendo

a Julio César
Galán y me he transformado en su libro: soy un libro desusado y crítico;
aleteo,

apunto a un más
allá metafísico, unido a la creación. Trato de vencer cuando menos esa

pesada ley de la
gravedad que suponen toda clase de estereotipos. Y adolezco, como digo, de

una irreprimible
inclinación al envés”.

(Inclinación al
envés, Pre – Textos 2014)

  

Ύστερα από τον κύκνο

Στη βιβλιοθήκη
του δάσους

ξεχναμε το
προσωπο για άλλα πρόσωπα

                               
[πιο παιδικά,

από το πολύφημο αστέρι διεισδύουμε

στις μύτες, προς
τη διαύγεια·

ακούμε το ζίκ-ζάκ
απ’ τα διπλοσάινα

που εκκολάπτονται, τα μούρα πουακόμα

                          [δεν
πορφύρισαν τον αέρα,

τα μούρα που κάθε                             

Νοέμβρη
πλημμυρίζουν τους στίχους.

Η σύγκλιση είναι
η απαρχή της μέρας μέσα από

την πεδιάδα. Οι
νεκροί που σέρνουμε,

            [εκείνοι
που είχαν τη φωνή μας

και κείνοι που συγχέουμε

με το προσωπείο
μας,

κατανοούν τη ρόπη
μας

                                     στο
αντίστροφο²⁰,

την αρέσκεια μας
να γευόμαστε όρια,

το άχρονο ηλιακό
μας σύννεφο.

Κοιτάζω πώς δύει
το ποτάμι,

αν μπορεί ένα
ποτάμι να βγει από έναν κύκνο

και από τα μάτια
διέρχεται η νύχτα του καλοκαιριού

                                           [με
τις νεανικές της υποσχέσεις,

την εικόνα του
πρώτου ανθρώπου

ξαφνιάζοντας την
εικόνα του στον ρου,

                                     τα
χρόνιαφωςτων πυγολαμπίδων,

η ανωνυμία των αφανισμένων

         και οι λησμονημένες ομιλίες,

         η αγωνία στα νοσοκομεία

             [και
η φωτισμένη γύρη των παιδιών,

τα βιβλία πάντα
εκεί

               και
οι φιλικές συζητήσεις

               αναπτερωμένες
από την ευτυχία και το λόγο,

η ρόκα των αιώνων
και οι πολιτισμοί της

      και
το μπιγκ-μπάνγκ και οι γαλαξίες σε δαχτυλίδια

και τα αστέρια
νάνοι που έγιναν λευκά

                          [από
έναν αστρικό υπεράνεμο

και το νερό των
πρόσφατων νεκρών και ο θάνατος

                        παύει να έχει την ιδιαίτερη βαρύτητα

έχοντας δει τον ποταμό να
εφορμά

               μέσααπό
έναν κύκνο.

______________________________________

²⁰Ο Θέσαρ Νικολάς ξεκαθαρίζει το περί
”τάσης στο αντίστροφο” με τον εξής τρόπο: ”Aυτός ο κεντρικός τόπος όπου ο
τίτλος επιτείνεται είναι ένα σημείο διαφυγής και αντανάκλασης. Mise en abyme
που μας εμπεριέχει και σπάει ριζικά τα όρια ανάμεσα στο έξω και στο μέσα του
κειμένου. Αξίζει να τη γευτούμε.

‘Ο αναγνώστης πήρε τη μορφή του βιβλίου’__γράφει ο Ουάλας
Στίβενς. Στο El mal de Montano ο Βίλα-Μάτας παίζει με αυτή την ιδέα και
μας παρουσιάζει έναν κριτικό στα πρόθυρα της μεταμόρφωσης του σε πρωταγωνιστή
του διηγήματος που έγραψε ο γιος του αφού πρώτα το διάβασε.

Φαίνεται  εξωπραγματικό
αλλά στην περίπτωση μου έτσι συνέβη. Έγινε χθες. Διάβαζα αυτό το βιβλίο και
ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι όντως έιχα μεταμορφωθεί σε αυτόν. Να δώσω τα στοιχεία
μου; Eίμαι Ροπή στο αντίστροφο, ποίημα που περιστρέφεται γύρω από το
αόρατο και προσπαθεί να το μετατρέψει σε ορατό. Που εκφράζει__για να το πούμε
εν τάχειν__τη μορφή του κενού, που είναι ανείπωτη, και μας την επιστρέφει
μεταμορφωμένη σε ρήξη και σε απροσδόκητο.

Είμαι συνεπώς ένα κείμενο τόσο διάφανο όσο και θαμπό. Τόσο
εκφραστικό όσο και αποδομημένο και βραδύνον (Barthes). Αγνό χτύπημα φτερών (λοιπόν ακόμη και αν βγαίνουν πτηνά
μιλάω για… __δεν ξέρω: ακόμα ίσως και για μένα· ξαφνιάζουν τα ίδια τα ανοιχτά
τα φύλλα που είμαι: ένα βιβλίο) πετώντας προς το φως. Τα χέρια του δημιουργού
μου, που πέθανε (στην περίπτωση που δεν ήταν πολλοί οι γραφείς μου· ποιός έβαλε
για πάραδειγμα το Στη θέαση του πετάγματος σου; Η αλήθεια είναι πως ούτε καν
τους θυμάμαι πια· ειναι πολλοί αυτοί που με διαβάζουν, σχολιάζουν, τροποποιούν:
Oiseaux, έγραψε εδώ ο Saint-John Perse και αυτό, που δημιουργεί ψηφίδες,
μεταβλήθηκε ύστερα από αυτόν ή από κάποιον άλλον…), τα χέρια εκείνων που με
έγραψαν_επιμένω_ μεταμορφώθηκαν σε φτερά και μου
βγήκαν πούπουλα, ρώγες του χεριού, π
ου με βαστάζουν και με διαβάζουν.
Όύτως ώστε το πρόσωπο τους (τώρα του αναγνώστη) αντικατοπτρίζεται σε μένα σαν
κρύσταλλο. Και γεννιέται ένας αναγνώστης που με τη σειρά του είναι και αυτός
κριτικός· ένας κριτικός με γυαλιά και μάτια τόσο ζωντανά και αστεία που με
παρατηρούν.

Κριτικός που με διαγράφει και γράφει σχόλια στο περιθώριο και
διορθώνει και γράφει υποσημειώσεις με τη σκέψη ότι θα με ξαναεκδώσει, θα με
τροποποιήσει, κάνοντας με να μεταμορφωθώ σε ένα διαφορετικό βιβλίο κάθε φορά
που κάποιος θα με ανοίγει και θα αντικατοπτρίζεται σ’ εμένα, δεν ξέρω πια να πω
αν ως δημιουργός και αναγνώστης ταυτόχρονα. Και είναι ότι πάσχω _ δεν το έχω
πει;_ από μια αθεράπευτη ετερότητα. Κιόλας χθες διάβαζα τον Χούλιο Θεσαρ Γαλάν
και μεταμορφώθηκα στο βιβλίο του: είμαι ένα αναχρονιστικό και κριτικό βιβλίο·
φτερουγίζω, σκοπεύω σε ένα υπερπέραν μεταφυσικό, ενωμένο στη δημιουργία. Προσπαθώ
να νικήσω τουλάχιστον αυτό το βαρύ νόμο της βαρύτητας που συνεπάγεται όλα τα
είδη των στερεοτύπων. Και πάσχω, όπως λέω, από μια ακατάσχεστη ροπή στο
αντίστροφο”.

(Ροπή προς το
αντίστροφο, Pre-Textos 2014)

LIBRO
III

¿lo lejano es un
animal

que dice varias
veces aquel nombre?

                       el
eco del eco ¿me oyes?

la lejanía está
tan cerca

               hoy

esos auriculares
de las rosas

                                             no
escuchan a la rosa roja

el eco del eco

hacerme tan
contemporáneo

                                   del
paisaje es perderme: 

                                                        
perderte

ya no puede haber

aquí
y ahora
cuando no hay amor

¿volver?  ¿a donde?            Si volver

                no es el regreso

extranjero: Je
suis…
mascullo

                                                 
un nuevo origen

¿huir? ¿a
donde?                  si hemos huido ya

observo signos
nuevos

                                   que
parecen orillas encrespadas:

o espirales de
dunas

                             
sin profeta  { o helices de pájaros

                                                   
o el largo del infinito colérico

pero sé que
aquellas palabras

me ajustarán a
quien

trajo la música
de cada ser

(Testigos de la
utopía, El libro argelino. PRE-TEXTOS. POESIA, 2017)

βιβλίο Γ’

Το μακρόθεν είναι
ένα ζώο

που λέει πολλές
φορές αυτό το όνομα;

                          
η ηχώ της ηχούς, με ακούς;

η απόσταση είναι
τόσο κοντά

                σήμερα

 εκείνατα ακουστικά από τα ρόδα

                                                  
δεν ακούνε το κόκκινο ρόδο

η ηχώς της ηχούς

το να γίνομαι
τόσο σύγχρονος

                                
του τοπίου είναι να χαθώ:▆

                               
                             να σε
χάσω

δεν μπορεί πια να
υπάρξει

εδώ και τώρα όταν δεν υπάρχει
αγάπη

επιστροφή;
πού;             αφού η επιστροφή

                    δεν
σημαίνει γυρισμό

ξένε: Je suis
μουρμουρίζω 

                                 
                  μια
νέα προέλευση

φυγή; προς τα
πού;                 αφού πια φύγαμε

παρατηρώ
καινούρια σημάδια

                                       που
μοιάζουν με βοστρυχοειδείς παρυφές:

ή στρόβιλος
αμμόλοφων

                        δίχως
προφήτη      ❴ή έλικες πτηνών

                                                       
ή το μακρόχρονο του εξοργισμένου απείρου

αλλά ξέρω ότι
εκείνες οι λέξεις

θα με συνάψουν
σ’εκείνον

που έφερε τη
μουσική από κάθε ον. 

(Μάρτυρες της ουτοπίας, Tο αλγερινό βιβλίο, PRE-TEXTOS.
POESIA, 2017)

*


 ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΟΥ
ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΑΒΡΙΛ

Devoración
de minutos sangríos

la
tarde de la calle

desbocar
de zapato contínuo

en
una vida atemporal.

La
piel de una pared intacta

inter
inexistencia

encender
la luz es cortar el hilo.

Entre
miradas paso muerto

dilatación
confundida

el
corazón grita su abarcamiento.

Las
gotas del paseo se beben

el
calor del líquido palpita

entre
las sombras.

Y
sigues caminando hasta

componerte
a ti mismo.

Κατασπάραγμα
αιματηρών λεπτών

το
απόγευμα του δρόμου

θραύση
συνεχούς παπουτσιού

σε
μια ζωή άχρονη.

Το
δέρμα ενός ανέγγιχτου τοίχου

αλληλό
ανυπαρξία

Η
διέγερση του φωτός είναι η παύση της κλωστής.

Ανάμεσα
σε βλέμματα νεκρό βήμα

συγχυσμένη
διόγκωση

η
καρδιά κραυγάζει το αγκάλιασμα της.

Οι
σταγόνες του περιπάτου πίνονται

η
ζέστη του υγρού κραδαίνει

ανάμεσα
στις σκιές.

Και
περπατάς συνέχεια μέχρι

να
συνθέσεις τον εαυτό σου.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΧΟΥΑΝ ΚΑΡΛΟΣ ΑΒΡΙΛ

Juan
Carlos Abril
(Los Villares, Jaén, España, 1974) es Doctor en Literatura Española por la
Universidad de Granada donde trabaja como profesor. Ha residido durante varios
años en Inglaterra, Francia, Italia, y Nicaragua. Ha recibido numerosos premios
literarios y ha publicado los libros de poemas Un intruso nos somete (1997), El
laberinto azul
(2001), y Crisis
(2007), reunidos en 2013 en la editorial El Tucán de Virginia, de México, bajo el
título Poesía (1997-2007). Ha
preparado ediciones de autores como Luis García Montero, J. M. Caballero
Bonald, Francisco Brines, Antonio Deltoro, Fabio Morábito, Omar Lara, José
Julio Cabanillas o Víctor Rodríguez Núñez, entre otros; las antologías Deshabitados (2008), Campos magnéticos. Veinte poetas españoles
para el siglo XXI
(2011), en México, y coordinado el volumen Gramáticas del fragmento. Estudios sobre
poesía española para el siglo XXI
(2011). También ha traducido El instante después, de Massimo Gezzi;
y, junto a Stéphanie Ameri, Las cenizas
de Gramsci
, de Pier Paolo Pasolini, Los
Indomables
, de Filippo Tommaso Marinetti, y La bohemia italiana, de Emilio Salgari, entre otros.

Forma
parte de numerosas antologías, entre las que destacan 10 menos 30. La ruptura interior en la «poesía de la experiencia»,
de Luis Antonio de Villena (1997), Yo es
otro. Autorretratos de la nueva poesía
, de Josep M. Rodríguez (2001), Veinticinco poetas españoles jóvenes
(2003), Cima de olvido, de Rafael
Alarcón Sierra (2006), o La inteligencia
y el hacha (Un panorama de la Generación poética del 2000)
, de Luis Antonio
de Villena (2010).

También ha publicado
crítica literaria y poemas en diversas revistas como          Ínsula, Cuadernos
Hispanoamericanos
, Historia y Política, Rilce, Letras de
Deusto
, La Estafeta del Viento, Litoral, El Maquinista de
la Generación
, Sibila, Castilla,
Analecta Malacitana, Clarín, o Campo de Agramante, entre
otras. Destaca asimismo el volumen de ensayos Lecturas de oro. Un panorama de la poesía española (2014). Dirige
la revista Paraíso.

Ο Χουάν Κάρλος Αβρίλ(Λος Βιγιάρες, Χαέν,
Ισπανία, 1974) είναι διδάκτορας της Ισπανικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της
Γρανάδας όπου εργάζεται ως καθηγητής. Διέμεινε για πολλά χρόνια στην Αγγλία,
στη Γαλλία, στην Ιταλία και στην Νικαράγουα. Έλαβε πολλά λογοτεχνικά βραβεία
και δημοσίευσε τα βιβλία ποιημάτων Un
intruso nos somete
(Ένας παρείσακτος μας υποβάλλει), 1997, El laberinto azul
(O μπλε λαβύρινθος), 2001, και Crisis (Κρίση),
2007, συγκεντρωμένα το 2013 στον εκδοτικό οίκο του Μεξικού, El Tucán de
Virginia, υπό τον τίτλο Poesía ( Ποίηση), 1997-2007). Επιμελήθηκε
εκδόσεις συγγραφέων όπως του Λουίς Γκαρθία Μοντέρο, του Χοσέ Μανουέλ Καβαγιέρο
Μπονάλντ, του Φρανθίσκο Μπρίνες, του Αντόνιο Δελτόρο, του Φάβιο Μοράβιτο, του
Ομάρ Λάρα, του Χοσέ Χούλιο Καβανίγιας ή του Βίκτορ Ροδρίγιεθ Νουνιεθ, μεταξύ
άλλων· τις ανθολογίες Deshabitados
(Ακατοίκοιτοι), 2008, Campos magnéticos.
Veinte poetas españoles para el siglo XXI
(Μαγνητικά πεδία. Είκοσι Ισπανοί
ποιητές για τον 21º αιώνα
), 2011, στο Μεξικό, και συντόνισε τον τόμο Gramáticas del fragmento. Estudios sobre
poesía española para el siglo XXI
(Γραμματικές του αποσπάσματος. Σπουδές
για την ισπανική ποίηση για τον 21º αιώνα), 2011. Επίσης μετέφρασε το βιβλίο El instante después (Η επόμενη στιγμή) του
Μάσσιμο Γκέτσι· και, μαζί με την Στέφανι Αμέρι το βιβλίο Las cenizas de Gramsci (Οι στάχτες του Γκράμτσι) του Πιέρ Πάολο
Παζολίνι, Los Indomables (Οι
ατίθασοι), του Φιλίππο Τομάσο Μαρινέτι και La
bohemia italiana
(Η μποέμ Ιταλίδα), του Εμίλιο Σαλγκάρι, μεταξύ
άλλων.

Εμφανίζεται
σε πολλά ανθολόγια, μεταξύ των οποίων διακρίνονται 10 menos 30. La ruptura interior en la «poesía de la experiencia» (10
παρά 30.
Η εσωτερική ρίξη στην «ποίηση της πείρας»),
του Λουίς Αντόνιο δε Βιγιένα,  1997, Yo es otro. Autorretratos de la nueva poesía
(Εγώ είναι ένας άλλος. Αυτοπορτρέτα της νέας ποίησης), του Χοσέπ Μ.
Ροδρίγκεθ, 2001,   Veinticinco poetas españoles jóvenes (είκοσι πέντε νέοι Ισπανοί
ποιητές), 2003, Cima de olvido (Κορυφή
της λησμονιάς), του Ραφαέλ Αλαρκόν Σιέρρα 2006, ή La inteligencia y el hacha (Un panorama de la Generación poética del
2000)
, Η νοημοσύνη και το τσεκούρι (Ένα πανόραμα της ποιητικής Γενιάς του
2000), του Λουίς Αντόνιο δε Βιγιένα, 2010.

Επίσης
έχει εκδώσει λογοτεχνικές κριτικές και ποιήματα σε διάφορα περιοδικά όπως στα: Ínsula,
Cuadernos Hispanoamericanos, Historia y Política, Rilce, Letras
de Deusto
, La Estafeta del Viento, Litoral, El Maquinista
de la Generación
, Sibila, Castilla,
Analecta Malacitana, Clarín, ή Campo de Agramante, μεταξύ
άλλων.

Ξεχωρίζει επίσης ο
τόμος δοκιμιών Lecturas de oro. Un panorama de la poesía española
(Αναγνώσματα χρυσού. Ένα πανόραμα της ισπανικής ποίησης), 2014. Διευθύνει το
περιοδικό Paraíso.

Vientodel  norte

Y apenas deslumbrado, sin esfuerzo,

es más fácil ahora mientras dices

que es un cuento al que juegas hace mucho,

otra ilusión que vuelve

y se desecha igual que cada instante

posee una nueva forma y se apresura

su presagio feliz.

                              Hay un secreto

que se finge tirante como un orden

y no ha sido llorado todavía

mostrándote ese mundo reventado

y su tibio sigilo.(silencio,
cautela, discreción)

                             Luz rajada

e inútil, no descubras la pálida belleza

ni reposes detrás de todo aquello

que se ha soliviantado. Luego, nadie

te arropará con su consuelo dulce

ni jugará contigo aunque parezca

que, atrapado en un círculo de brasas

como un bello alacrán, contra sí mismo,

es más justo si admites la renuncia

o más fácil ahora mientras dices

que nada desperdicias y es hermoso,

que el sueño sigue intacto y nada cambia.

Todo es un beso que despierta a otro.

[Poesía(1997 –
2007), ediciones Tucán, 2013]

Αγέρας του βορρά

                     Και με το πρώτο
ξάφνιασμα, δίχως κόπο,

                     πιοεύκολο
είναι τώρα που λες ότι για 

                    παραμύθι πρόκειται που παίζεις εδώ
και καιρό,

                     άλλη ακόμααυταπάτη που
επιστρέφει και

                    αποβάλλεται όπως κάθε στιγμή

                    που κατέχει μια νέα μορφή και
επισπεύδεται

                    το ευτυχές προμήνυμα της.

                                                                      
Υπάρχειένα μυστικό

                    που προσποιείται την ακαμψία μιας διάταξης

                    και όσο δεν το θρηνούν

                     σου φανερώνει εκείνον τονθρυμματισμένος κόσμο

                    και την απαλή σιγή του.

                                                           Φως ραγισμένο

                     καιανώφελο, μην φανερώσεις την χλωμή
ομορφιά

                    και μην αναπαύεσαι πίσω από όλο
εκείνο

                    που έχει εξεγερθεί.

                    Ύστερα κανείς δεν θα σε
παρηγορήσει  

                    με την γλυκιά συμπόνια του 

                    ούτε θα παίξει μαζί σου ακόμη και
αν φαίνεται

                    ότι, αιχμάλωτος σε έναν κύκλο
χόβολης

                     ως θαυμάσιοςσκορπιός, που πολεμά
τον εαυτό του,

                    είναι πιο δίκαιο να πεις ότι
παραιτείσαι

                    ή πιο εύκολο τώρα που λες

                    ότι τίποτα δεν ανεμοσκορπάς και
είναι όμορφα,

                    ότι, το όνειρο παραμένει ανέγγιχτο
και τίποτα δεν αλλάζει.

                     Τα πάνταείναι ένα φιλί που
ξυπνά κάποιον άλλον.

                     [(ποίηση 1997 -2007), εκδόσεις Tucán.
2013]

Mentira

                        Es todo un microcosmos de espacios
reducidos

                                        volver la página y olvidar esta foto

                                         de aquella escena irrepetible:

                                        los árboles, al fondo, aún conservan

                                        el movimiento oculto de la savia

                                         y eso es una intuición,

                                        otra luz alumbrando otro proceso.

                                        Semana santa de noventa y uno,

                                        míralos como posan,

                
                        sonriendo y sin miedo al destino

                                        igual que el tacto de esta imágen
plácida

                                        (después de abrir el álbum por inercia

                                          y no saber a lo que te exponías).

                                        Escondiste el origen del recuerdo

                                        desordenadamente

                                        en la complicidad de la leyenda:

                                         la leyenda que ahora saboreas,

                                        la que te has inventado.

                                                                                       Pensarías

                                         que es mejor no ordenar nada y sentir,

                                        apartando la vista,

                                        un pasado perfecto y solo.

                                                                          
                   Es,

                                        entre tus locas ideas, la busca

                                        de la eterna nostalgia

                                        y esa curiosidad se asume

                                         sin manchas en las manos, sin preguntas.

                                        Así es la vida fácil

                                        y la respuesta sucia que te engaña

                                        con los limpios chantajes.

                                            [Poesía(1997 – 2007), ediciones Tucán, 2013]

Ψέμα

                       Eίναι ένας ολάκερος
μικρόκοσμος σε τμήματα λιγοστά

                       γυρνάςσελίδα
και λησμονείς αυτή τη φωτογραφία

                      της μοναδικής εκείνης σκηνής:

                      στο
βάθος,τα
δέντρα, διατηρούν

                      την κρυφή κίνηση του χυμού

                      και
αυτό είναι μία διαίσθηση,

                       και κάποιο άλλοφως σε μια άλλη πορεία.

                      Ενενήντα
ένα, μεγάλη
εβδομάδα,

                      κοίτα πώς στήνονται,

                      με
χαμόγελο καιάφοβοι προς τη μοίρα

                      όπωςκαι η επαφή με αυτή τη
γαλήνια εικόνα

                      (όταν από πλήξη άνοιξες το άλμπουμ

                       μην ξέρονταςαπό τί κινδύνευες).

                      Έκρυψες την προέλευση της θύμησης

                      απείθαρχα

                      στη συνενοχή του θρύλου:

                      το θρύλο που τώρα γεύεσαι,

                      αυτόνπουεπινόησες.

                                                                 
Θα σκέφτηκες

                     να μην πειθαρχήσεις σε τίποτα και

                      να νιώσεις, κοιτώντας αλλού

                     ένα
μόνο και άψογο παρελθόν.

                                                                             Είναι

                    στις τρελλές σου ιδέες,
η αναζήτηση

                    της αιώνιας νοσταλγίας

                    και αυτή η περιέργεια επωμίζεται

                    δίχως κηλίδες στα χέρια, δίχως
ερωτήσεις.

                   Έτσι είναι εύκολη η ζωή

                   και η μιαρή απάντηση της πλάνης

                   με τους καθάριους εκβιασμούς
της.   

                [(ποίηση 1997 -2007), εκδόσεις Tucán.
2013]

                                    Encuentro

                                 Has sido tú, quizá nuestro desorden,

                                  quizá los dedos libres,

                                 su movimiento ansioso que interroga,

                                 que pregunta a las manos

                                 y recorre las líneas

                                  del último deseo al despertarte,

                                 o quizá he sido yo,

                                 con la lengua en los filos de la noche.

                                 Caminos de placer cuando amanece

                                  y dos cuerpos se hablan

                                 y cuentan su fortuna

                                 y cruzan la pasión como uno solo.

                                  El resto de la carne se encadena

                                   en las hábiles piernas y a los brazos,

                                  para hundirse en el mundo

                                  como una oscura boca

                                  que se lo traga todo, y nos arrastra.

                                   Si alguna vez te busco o si me buscas

                                  tú a mí, y nos encontramos.

                                  [Poesía(1997 – 2007),
ediciones Tucán 2013]                                    

                                  Συνάντηση

                                                

                                      Ίσωςνα ‘σουνα
εσύ το χάος μας,

                                     τα ελεύθερα, δάχτυλα,ίσως,

                                       η αγχώδης κίνηση τους που
ανακρίνει,

                                      που τα χέρια ρωτά

                                      και διατρέχει τις
γραμμές

                                      της τελαυταίας
επιθυμίας καθώς σε ξυπνά,

                                        ή ίσως ήμουνα εγώ,

                                       με τη γλώσσα στις
κόψεις της νύχτας.

                                        Δρόμοι απόλαυσης ενώ ανατέλλει

                                       και δύο σώματα μιλιούνται

                                       και διηγούνται την τύχη
τους

                                       και το πάθος διατρέχουν

                                        σαν να
‘τανε ένα.                                 

                                         

                                       Η σάρκα που μένει
αλυσοδένεται

                                       στα δεινά χέρια
και  πόδια,

                                       για να βυθιστεί στον
κόσμο

                                        όπωςένα ζοφερό στόμα

                                       που καταβροχθίζει τα
πάντα, και μας παρασέρνει.

                                       Αν τυχει και σε ψάξω ή
αν με ψάξεις,

                                        εσύ
εμένα,και
συναντηθούμε.

                                 [(ποίηση
1997 -2007), εκδόσεις Tucán. 2013]

                

                                           El globo

¿Hacia atrás?

                     ¿hacia dónde

su comprensión nos dicta,

y por qué debe siempre haber sentido?

¿Nosotros un sentido?

                                  ¿Quién, di, entonces,

girando me ha rozado

en la imaginación,

y cambia cada nombre a cada cosa

dejando en otro sitio

sólo el hueco, sin la llave

del orden que dispuse silencioso,

tanto tiempo guardado?

¿Quién no quiere estar dentro alguna vez

o quedarse encerrado

solo con un juguete, y ser ridículo,

como si ensimismado te sorprende

esa emoción entre los labios?

¿No era la ansiedad que te gustaba?

¿Cuáles son adjetivos, cuáles no

si todos los perdí,

porque yo quise,

como el lastre en un fondo que se olvida?

¿Hacia donde mirar?

                               ¿hacia adelante?

[Poesía(1997 –
2007), ediciones Tucán, 2013]

           

                                             Το μπαλόνι

Προς τα πίσω;

              προς ταπού

μας ορίζει η κατανόηση
του;

και γιατί πρέπει πάντα να υπάρχει
νόημα;

Εμείς, ένα νόημα;

                                   Πες, τότε, ποιός

στριφογυρίζοντας με άγγιξε στη

φαντασία,

και μετονομάζει κάθε πράγμα

αφήνοντας κάπου αλλού

μόνο το κενό, χωρίς το κλειδί

της σιωπηλής διατάξης που επέβαλλα,

και που τόσο καιρό φύλαξα;

Ποιός δεν θέλει να μείνει μέσα κάποια στιγμή

ή με ένα παιχνίδι μόνο,

να μείνει εσώκλειστος και να γίνει γελοίος,

καθώς
ρεμβάζεις και σε ξαφνιάζει

αυτή η συγκίνηση ανάμεσα στα χείλη;

Δεν ήταν η αδημονία, της αρέσκειας σου;

Ποιά τα επίθετα, ποιά όχι,

αφού όλα τα έχασα,

γιατί εγώ το θέλησα,

όπως τα έρμα ενός βυθού που λησμονιέται;

Να κοιτάξω προς τα πού;

                                        Προς ταεμπρός;

[(ποίηση 1997 -2007), εκδόσεις Tucán. 2013]

*

ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ
ΤΟΝ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΚΟΥΜΠΙΑΝ

Somos.

Arde
el fluir.

La
música delata su pensamiento.

Hombre
irrepetible.

Momentos
ahollados.

La
naturaleza grita,

Munch
está allí.

Homo
faber.

Sueños,
deseo, capacidad.

La
gota de esta sangre

en
un big bang humano

forma
su realidad,

materializa
sus ideas,

y
siente, se siente en

la
piel de su caminar.

Είμαστε.

Καίει
ο ρούς.

Η
μουσική αποκαλύπτει τη σκέψη της.

Ανεπανάληπτος
άνθρωπος.

Στιγμές
τρύπιες.

Η
φύση γροικά,

ο
Μούνχ είναι εκεί.

Homo
faber.

Όνειρα,
πόθος, ικανότητα.

Η
σταγόνα αυτού του αίματος

σε
ένα ανθρώπινο μπίγκ μπάνγκ

σχηματίζει
την πραγματικότητα του,

υλοποιεί
τις ιδέες σου,

και
νιώθει, κάθεται στο

δέρμα
του περιπάτου του.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΚΟΥΜΠΙΑΝ

Francisco Cumpián Muñoz,
(Antequera, Málaga, 1951) es poeta, impresor tipográfico y rapsoda, así como
organizador de recitales de poesía. Ha publicado los libros: ”La esquina
dorada, poesía 1983-2006”, Centro Cultural de la generación de ’27, 2007,
”CIGARA IÇALMEZ”, El árbol de Poe, 2010, ”El amor se esconde”, Árbol de
Poe, 2011, y “Hogaza de mi pan, agua que corres, jinete cabalgando, cebra
sola”, Árbol de Poe, 2012.

Ο Φρανθίσκο Κουμπιάν Μουνιόθ
(Αντεκέρα, Μάλαγα, 1951) είναι ποιητής, τυπογράφος και ραψωδός, όπως επίσης και διοργανωτής απαγγελιών ποίησης. Έχει
εκδώσει τα βιβλία: ”La esquina dorada, poesía 1983-2006” (Η χρυσή γωνία,
ποίηση 1983-2006), Πολιτιστικό κέντρο της γενιάς του ’27, 2007, ”CIGARA
IÇALMEZ”, El árbol de Poe, 2010, ”El amor se esconde” (Η αγάπη
κρύβεται), Árbol de Poe, 2011, και ” Hogaza de mi pan, agua que corres, jinete
cabalgando, cebra sola” (Καρβέλι του ψωμιού μου, νερό που ρέεις, καβαλάρης
ιππεύοντας, μόνη ζέβρα), Árbol de Poe, 2012.

LA
ESQUINA DORADA

III

Hay
plantas y pájaros

y
gusanos y nubes

y
minas personales

que
se pisan y estallan

Hay
borrascas

volcanes

y
palabras perdidas

posadas
en mis labios

Yo he de darles
la forma

encontrar un
sentido

a su caos
elocuente

pues si nombras
existen

o ¿es que acaso
ya existen?

Sueña el hombre
en el tiempo

vagabundo del
drama

y es que al
hombre se vuelve

sabiendo sus
confines

(hay otras cosas
pero se vuelve al hombre)

 Para LauraOTROS
POEMAS, Esquina dorada, Ayuntamiento de Málaga, área de cultura 2005

Η ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΓΩΝΙΑ

Γ’

Υπάρχουν φυτά και πουλιά

και σκώληκες και νεφέλες

και προσωπικά ορυχεία

που πατώνται και εκρύγνυνται.

Υπάρχουν ανεμοθύελλες

ηφαίστεια

και ανεμοσκορπισμένα λόγια

που στάθηκαν στα χείλη μου

Εγώ οφείλω να τα μορφοποιήσω

να βρω μια σημασία ένα νόημα

στο ευφραδές χάος

γιατί αν ονομάσεις υπάρχουν

ή μήπως τυχόν ήδη υπάρχουν;

Ο άνθρωπος ονειρεύεται στο
χρόνο

περιπλανώμενος στο δράμα

και επιστρέφει άνθρωπος

γνωρίζοντας τα όρια του

(Για τη Λάουρα ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Η
ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΓΩΝΙΑ, δημαρχείο της Μάλαγας, τομέας πολιτισμού, 2005)

XIV

Atravesando el
cosmos

con estrellas o
sombras

o vagas
geometrías

encima de un
abismo

o atravesando
aquella

la puerta
impenetrable

la que marcaba
el miedo

y al final era
falsa

Atravesando
el cosmos

te
sientas y descansas

y
desnudas los pies

Para Laura Y OTROS POEMAS, Εsquina dorada, Ayuntamiento de
Málaga, Área de cutura, 2005

ΙΔ’

Διασχίζοντας τοσύμπαν

με αστέρια ή
σκιές

ή αόριστες
γεωμετρίες

πάνω από μια
άβυσσο

ή διασχίζοντας εκείνη

την άβατη πόρτα

που
σηματοδοτούσε το φόβο

και ήταν εν τέλει πλάνη

Δρασκελίζοντας
τον κόσμο

κάθεσαι
και αναπαύεσαι

και απογυμνώνεις
τα πόδια σου

(Για τη Λάουρα ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Η ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΓΩΝΙΑ,
δημαρχείο Μάλαγας, τομέας πολιτισμού, 2005)

VERSOS
HERIDOS  

I

La soledad del canto de las grullas

La soledad de Berna

de la ciudad de Berna

La risa y el silencio de Bárbara

Y la imposible cordura

del circo trashumante

los tigres enjaulados

los besos

Mentiras

las eternas mentiras

para sobrevivir

se yerguen

y ordenan el mundo a su manera

Esa es la guerra

la forma de matar

ya hemos llegado

Para Laura Y OTROS POEMAS, VERSOS
HERIDOS, Ayuntamiento de Málaga, Área de cutura, 2005

  

ΛΑΒΩΜΕΝΟΙΣΤΙΧΟΙ

Α’

H μοναξιά του
ύμνου των γερανών

Η μοναξιά της
Βέρνης

της πόλης της
Βέρνης

Το γέλιο και η σιγή της Βαρβάρας

Και
η ακατόρθωτη σύνεση

του πλανώδιου
τσίρκου

οι φυλακισμένες
τίγρεις

τα φιλιά

Παραμύθια

τα
αιώνια παραμύθια

ορθώνονται

για
να επιβιώσουν

και
τακτοποιούν τον κόσμο καθώς νομίζουν

Τέτοιος
είναι ο πόλεμος

έτσι
σκοτώνεις

φτάσαμε
πια

(Για τη Λάουρα ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
ΛΑΒΩΜΕΝΟΙ ΣΤΙΧΟΙ, δημαρχείο Μάλαγας, τομέας πολιτισμού, 2005)

La palabra precisa

la palabra sencilla

que debo ofrecerte

Abrir tu corazón

hurgar entre tus venas

subir por tu risa de
trapecio

Y cuando ya no tengas

espacio para nadie

y ya nadie te espere

Seré yo

el hombre enmascarado

  

Η λέξη η σαφής

η
λέξη η λιτή

που οφείλω να
σου προσφέρω

Ν’ανοίξω την
καρδιά σου

να σκαλίσω στις
φλέβες σου

ν’ανέβω απ’το μετέωρο γέλιο σου

Και όταν πια
κανέναν

δεν χωράς

και κανείς δεν
σε περιμένει πια

Εγώ θα είμαι

ο άντρας ο
μασκoφόρος

VII

Empiezas

camino de un camino

a recorrer el tuyo

borrando los resquicios

las sombras de las grietas

las querencias exactas

y las no tan exactas

las dudas las certezas

el sueño inacabable

y la esquina dorada

y borrando ya escribes

te sorprendo escribiendo

se te cayó la goma

Pero ¿yo que hago aquí?

La esquina
dorada, poesía 1983-2006, Centro cultural generación del 27, Málaga

  

Z’

Δρόμο
παίρνεις δρόμο αφήνεις

για
να διασχίσεις τον δικό σου

απαλείφοντας
τις σχισμές

τις
σκιές των ρωγμών

τις
καθάριες παλλινοστήσεις

και
τις όχι και τόσο καθάριες

τις
αμφιβολίες τις πεποιθήσεις

το ατέρμονο
όνειρο

και τη
χρυσαφένια γωνία

και απαλείφοντας
ήδη γράφεις

σε ξαφνιάζω
γράφοντας

σου έπεσε η γόμα

Αλλά εγώ γιατί
βρίσκομαι εδώ;

(Η ΧΡΥΣΑΦΕΝΙΑ ΓΩΝΙΑ, ποίηση 1983-2006, Πολιτιστικό κέντρο
της γενιάς του ’27, Μάλαγα)

*

 ΠΡΩΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑ ΣΑΛΓΑΔΟ, ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΧΟΥ


Vas recogiendo cerezas sobre el
pavimento

pero se deshojan a tu encuentro

persigues lo inasible

y el agua corre entre tus manos


Mαζεύεις
κεράσια πάνω στο πεζοδρόμιο

αλλά
ξεφυλλίζουν όταν σε συναντάς

κυνηγάς
το άφταστο

και
το ύδωρ ρέει ανάμεσα στα χέρια σου


ΔΕΥΤΕΡΟ
ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ,  ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΙΧΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΡΙΑ ΣΑΛΓΑΔΟ

María salgado

escurriéndote de calles que se
derriten

saltando de azotea en azotea

para salvar la lozanía del
pensamiento

en el incadescente cotidiano

y llegados los fríos

correrás por los laberintos de
alcantarillas

resguardando la llama de los
manzanos en flor

Μαρία
Σαλγάδο

στραγγίζοντας
σε από δρόμους που λιώνουν

πηδώντας
από ταράτσα σε ταράτσα

για
να σώσεις την ευρωστία της σκέψης

στην
καθημερινή ερυθροπύρωση

και
στον ερχομό του κρύου

θα
τρέξεις στους λαβύρινθους των υπονόμων

φυλάσσοντας
τη φλόγα των ανθισμένων μηλιών

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΗΣ
ΜΑΡΙΑ ΣΑΛΓΑΔΟ


María Salgado

Madrid, 1984. Ha pulicado dos libros de poemas (ferias y 31 poemas); espera la edición de un tercero titulado ready. Hace cines, lecturas, bandas y planes poéticos siempre de baja tecnología; como el proyecto Contrabando (intercambio de libros y reseñas entre España y America) con el poeta argentino Gabrel Cortiñas www.laliteraturadelpobre.wordpress.com Escribe en blog www.globorapido.blogspot.com 


  Mαρία Σαλγάδο.

  Μαδρίτη, 1984. Δημοσίευσε δύο βιβλία ποίσης, ferias y 31 poemas (γιορτές και  

31 ποιήματα)· και περιμένει τη έκδoση ενός τρίτου που φέρει τον τίτλο ready. Ασχολείται με τον κινηματογράφο, με τις αναγνώσεις, με τις ομάδες και τα ποιητικά σχέδια πάντα της χαμηλής τεχνολογίας. Όπως το σχέδιο  Contrabando (ανταλλαγή βιβλίων και κριτικής μεταξύ Ισπανίας και Αμερικής) με τον 

Αργεντίνο ποιητή Γκαβρέλ Κορτίνιας www.laliteraturadelpobre.wordpress.com Γράφει στο μπλόκ www.globorapido.blogspot.com

  

Hay

una trama

alguien escucha algo impensado o que no le corresponde. Hay un enredo. El enredo se resuelve porque son buenos. Vence al cáncer porque es buena, vence al enemigo porque es buena, vence a la chica envidiosa que no es popular porque además de guapa es buena. Buena significa guapa. Significa agradable. Significa simpática. Cuapa significa un personaje. El personaje bueno resuelve el caso. Los amigos para siempre resuelven el caso. El amor resuelve la vida. Problemas gravísimos, vidas banales. Como un cáncer. Como un malentendido. Como una anorexia. Como la fealdad que es una maldad circunstancial y se resuelve en apenas un capítulo. De cero a cien de cien a cero. Como si en medio la materia de los cuerpos no sufriera variación. Temperatura. Como si como si quiere decir como si nada. La vida como si un paralelepípedo normal. Como si un paralelepípedo bueno. Cuando la teleseriς es mejor. Cuando la teleserie es más buena. Cuando la teleserie es puro Balzac o Tolstoi. Cuando es cine. Cuando es la nueva gran novela americana. Hay personajes que no son buenos pero si guapos. Mucho. Hay sus dilemas. Sus dilemas recorren un trecho enorme de trama para espiralarse coreográficamente hacia un final climático. Álgido. Drogodependiente. Es la condición humana tan bien narrada. Es tan perfecta la narración que es la postal de la condición humana, la postal de Hamlet, la postal de un hombre atravesado de deseos pardos apostados en una barra. De una mujer que se desliza por una barra. De un niño que se desliza por un tobogán. De una niña que se desliza por un tobogán y se le ven las ingles de sus bragas. La narración perfecta. La producción perfecta. Los perfectos personajes caracterizados de actriz y actor. Y el placer. De que todo salga tan bien. Tan perfectamente bien. Tan bueno, en el sentido de “bueno”. Qué placer. Todo sale tan bien. Hasta el mal. El mal humano tan pero tan tan bien narrado. Es que es buenísima esta serie. Una obra maestra es.

(FERIAS, Universidad Popular, 2007)

Είναι

μια πλοκή

κάποιος ακούει κάτι αδιανόητο ή που δεν του ανήκει. Είναι ένα χάος. Το χάος επιλύεται γιατί είναι καλοί. Νικάει τον καρκίνο γιατί είναι καλή, νικάει τον εχθρό γιατί είναι καλή, νικάει την ζηλιάρα κοπέλα που δεν είναι δημοφιλής γιατί έιναι όμορφη αλλά και καλή. Καλή σημαίνει όμορφη. Σημαίνει ευχάριστη. Σημαίνει συμπαθητική. Όμορφη δηλώνει ένα χαρακτήρα. Ο καλός χαρακηρας επιλύει την υπόθεση. Οι φίλοι για πάντα επιλύουν την υπόθεση. Η αγάπη επιλύει τη ζωή. Σοβαρότατα προβλήματα, κοινότυπες ζωές. Όπως καρκίνος. Όπως παρεξήγηση. Όπως ανορεξία. Όπως η ασχήμια που είναι μια περιστασιακή κακία και επιλύεται σε ένα μόλις κεφάλαιο. Από το μηδέν στο εκατό από το εκατό στο μηδέν. Λες και δεν υποφέρει, εντωμεταξύ, μεταβολή η ύλη των σωμάτων. Θερμοκρασία. Όπως, όπως σημαίνει όπως τίποτα. Η ζωή όπως ένα κανονικό παραλληλεπίπεδο. Όπως ένα καλό παραλληλεπίπεδο. Όταν η τηλεσειρά είναι καλύτερη. Όταν η τηλεσειρά είναι πιο καλή. Όταν η τηλεσειρά είναι γνήσιος Μπαλζάκ ή Τολστόι. Όταν είναι κινηματογράφος. Όταν είναι το νέο μεγάλο αμερικάνικο μυθιστόρημα. Υπάρχουν χαρακτήρες όχι καλοί αλλά όμορφοι. Πολύ. Είναι τα διλήμματα τους. Τα διλήμματα τους διατρέχουν ένα τεράστιο κομμάτι πλοκής για να συσπειρωθούν χορογραφικά με σκοπό την αποκορύφωση. Κορυφαίο. Ναρκοτικοεξαρτόμενο. Μας την έχουν πλασάρει τόσο καλά την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι τόσο καλή η αφήγηση που είναι η καρτποστάλ της ανθρώπινης κατάστασης, η καρτποστάλ του Χάμλετ, η καρτποστάλ ενός ανθρώπου που τον διαπερνάνε βραχνές επιθυμίες τη στιγμή που στέκεται σε μια μπάρα. Μιας γυναίκας που γλιστράει σε μια μπάρα. Ενός αγοριού που γλιστράει σε μια τσουλήθρα. Ενός κοριτσιού που γλιστράει σε μια τσουλήθρα και της φαίνεται ο βουβώνας της κοιλώτας της. Ή τέλεια ιστορία. Η τέλεια παραγωγή. Οι τέλειοι χαρακτήρες που ενσαρκώνουν η ηθοποιός και ο ηθοποιός. Και η ευχαρίστηση. Να πάνε όλα τόσο καλά. Τόσο εξαίσια. Εξαίσιος με τη σημασία του ”αίσιος”. Τί ευχαρίστηση. Όλα βγαίνουν εξαίσια. Μέχρι και το κακό ακόμη. Την ανθρώπινη κακία μας την έχουν πλασάρει  τόσο μα τόσο εξαίσια. Είναι εξαίρετη αυτή η σειρά. Αριστούργημα.

(ΠANΗΓΥΡΕΙΣ, Λαϊκό Πανεπιστήμιο, 2007)

In the mood for no

árbol en el
hueco de un secreto:

sólo crece si

lo abrasan

secreto:

determinada
faringe

sobre
determinado pliegue de vocal

voz
desde el hueco

del
árbol:

no


[31 poemas
(Málaga: Puerta del mar, 2010 y Rosario: Danke ediciones, 2016)María Salgado (Madrid, 1984)]

In the mood for no

δέντρο
στο χάσμα ενός μυστικού:

ψηλώνει
μόνο αν

το κάψουν

μυστικό:

καθορισμένος λάρυγγας

σε
καθορισμένη πτύχωση φωνήεντος

φωνή από το χάσμα

του δέντρου:

όχι

[31 ποιήματα
(Μάλαγα: Puerta del Mar, 2010 και Rosario: εκδοτικός οίκος Danke, 2016) Μαρία
Σαλγαδο (Μαδρίτη 1984)]

XIII.

Un cuarto

de luna

para morder

las seis.

Pregunto
a sus

majestades

las marionetas

qué números

jugar

o si jugar

o si los números.

O si nos vamos,

bonitas,

detrás de esta

caseta.

(FERIAS, Universidad Popular, 2007)

ΙΓ’

Έν
τέταρτο

σελήνης

για
δάγκωμα

έξιή ώρα

Ρωτώ
εσάς

αυτού
μεγαλειότητες

τις
μαριονέτες

σε τί αριθμούς

να παίξω

ή αν είναι να παίξω

ή αν
οι αριθμοί.

Ή αν πάμε

ομορφούλες
μου,

πίσω
από αυτή

την
καμπίνα.

(ΠΑΝΗΓΥΡΕΙΣ, Λαϊκό
Πανεπιστήμιο , 2007)

sueño con alcoholes

y peces que me llaman desde el río:

horroroso bogar bogamos

horroroso bogar bogamos

horroroso bogar bogamos hermana

con lentitud de sueño

a desaparecer

agua rápida

agua límpida

agua pútrida

agua sílfide

corriente

agua órfica

catártica

entrópica

a
desembocar

(“el río es negro y llueve”. Sand Journal, issue 4, Berlin)

ονειρεύομαι
οινοπνευματώδη

και
ψάρια που με φωνάζουν απ’ το ποτάμι:

φριχτό
κωπηλατώ κωπηλατούμε

φριχτό
κωπηλατώ κωπηλατούμε

φριχτό
κωπηλατώ κωπηλατούμε αδερφή μου

με
βραδύτητα ονείρου

ας
ξαφανιστούμε

ταχύρευστο
ύδωρ

διαυγές
ύδωρ

σάπιο
ύδωρ

συλφιδικό
ύδωρ

πόσιμο

ορφικό
ύδωρ

εξαγνιστικό

εντροπικό

ας βγούμε στ’ανοιχτά

[“el río es negro y llueve” (το ποτάμι είναι μελανό και
βρέχει. Sand Journal, issue 4, Berlin]


*

ΠΟΙΗΜΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΟΥΕΛ ΣΑΛΙΝΑΣ

Hoja,
ojo luna

que
en las estrellas

su
nombre

escribe,
camina en manantial del hombre.

Agua
entre sus pies

invierna
heridas

mirada
que nieva a bosques

y
la verdad encarna dolores.

Inclinación
de soles

prodigios
de dioses.

La
flor de luz la aurora despierta.

Agua
de alegría

río
de sueño

primavera
de sangre

mirada
de lirio.

En
un beso sin fin te siento.

Φύλλο,
μάτι σελήνη

που
στα άστρα

το
όνομά της γράφει, βαδίζει προς πηγή ανθρώπου.

Ύδωρ
ανάμεσα στα πόδια τους

invierna
πληγές

βλέμμα
που χιονίζει σε δάση

και
η αλήθεια σωματοποιεί πόνους.

Κλίση
ηλίων

θαύματα
θεών.

Το
λουλούδι φωτός την αυγή ξυπνάει.

Ύδωρ
χαράς

ποτάμι
ονείρου

άνοιξη
αίματος

βλέμμα
κρίνου.

Σε
ένα ακατάπαύστο φιλί σε νιώθω.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ
ΜΑΝΟΥΕΛ ΣΑΛΙΝΑΣ

NOTA BIO-BIBLIOGRÁFICA

MANUEL SALINAS

(Granada)

Licenciado en Filología Románica.
Doctor en Filología

Románica. Ha trabajado como
Catedrático de Lengua y Literatura españolas, publicando los libros de poemas:

“Edelvira” (1975),“Esplendor
de la tristeza” (1984), “Los espejos fingidos” (1985), “Zulo de noviembre”
(1988), “El mar en los hangares” (2004). La revista ABRIL de
Luxemburgo recogió parte de su libro “Viviré del aire”, que fue publicado
en Estados Unidos íntegramente, en el 2013 (donde fue galardonado como libro en
lengua no inglesa), libro que publicaría en España la editorial Vitruvio, de
Madrid, en el 2014. Actualmente escribe un libro que se titula: “Inacabable
alabanza”.Como poeta ha sido incluido en varias Antologías españolas e
hispanoamericanas, siendo traducido al italiano y al griego. Ha participado en
jornadas literarias y lecturas poéticas organizadas por el Instituto Cervantes
(España), el Ministerio de Educación y Cultura (España) y el Centro Andaluz de
las Letras de la Junta de Andalucía. Ha sido director de la colección de poesía
“Solarium” (Papeles de poesía), la revista “Tanit” (Materiales para la
Cultura). Actualmente dirige la colección de poesía,“Puerta del Mar”, de la
Diputación de Málaga, ciudad donde reside.

Μανουέλ Σαλίνας

(Γρανάδα)

Διπλοματούχος και διδάκτωρ της
Ρωμανικής Φιλολογίας. Δούλεψε ως καθηγητής ισπανικής γλώσσας και λογοτεχνίας
και εξέδωσε τα βιβλία ποιημάτων:

“Edelvira” (Εδελβίρα),
1975,“Esplendor de la tristeza” (Απόγειο της θλίψης), 1984,
“Los espejos fingidos” (Καθρέφτες που προσποιούνται), 1985, “Zulo de noviembre”
(Κρυψώνα Νοεμβρίου), 1988, “El mar en los hangares” (Η θάλασσα των
υπόστεγων), 2004. Το περιοδικό ABRIL από το Λουξεμβούργο συνέλεξε μέρος του
βιβλίου του “Viviré del aire” (Θα ζήσω από τον αέρα), που εκδόθηκε
ολοκληρωμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, το 2013 (όπου βραβεύτηκε ως
βιβλίο μη αγγλικής γλώσσας), βιβλίο που θα εξέδιδε στην Ισπανία ο εκδοτικός
οίκος Vitruvio, της Μαδρίτης, το 2014. Τώρα γράφει ένα βιβλίο που φέρει τον
τίτλο: “Y portuguesa el alma” (Kαι η ψυχή η πορτογαλική),  του οποίου η 
Casa Gerard Brenan της Μάλαγας (2015) εξέδωσε ένα μέρος του. Ως ποιητής
έχει συμπεριληφθεί σε πολλά ισπανικά και ισπανοαμερικάνικα ανθολόγια, έχοντας
μεταφραστεί στα ιταλικά και στα ελληνικά. Συμμετείχε σε ημερίδες λογοτεχνίας
και ποιητικές αναγνώσεις οργανωμένες από το Ινστιτούτο Θερβάντες (Ισπανία), το
Υπουργείο Εκπαίδευσης και Πολιτισμού (Ισπανία) και το Ανταλουσιανό Κέντρο Γραμμάτων
της Τοπικής Κυβέρνησης της Ανταλουσίας. Υπήρξε διευθυντής της ποιητικής
συλλογής ” Solarium” (Χαρτιά ποίησης), του περιοδικού ”Tanit” (Υλικό για
τον Πολιτισμό). Σήμερα διευθύνει τη συλλογή ποίησης“Puerta del Mar” (Πύλη
της θάλασσας), της  νομαρχίας της
Μάλαγας, πόλη στην οποία και διαμένει.

LOCUS
AMOENUS

La mayor aventura

sucede dentro; abre los ojos dentro: la vida,

su claridad inaceptable, una luz resuelta

en
aromas dentro, sólo un sol, un sol

de
una patria remota, derramado y nuevo,

todo
es nuevo: la esperanza, la alegría, la verdad

o la
mentira que llevaba dentro. No hay

otra
isla perdida sino la infancia. Venga la primavera,

venga
la palabra a encender el maravilloso

desorden de las cosas,
su murmulloanimal
y caliente

de selvas y desiertos; de rutas de la seda y fuentes

del
Nilo; de estuarios del Amazonas y deltas

del
Meckong. Dentro es más alta la noche,

los ojos, la luz.
Dentro.

(Y portuguesa el
alma, Entonrno Gráfico Ediciones, 2016)

LOCUS
AMOENUS

Η
μεγαλύτερη περιπέτεια

συμβαίνει μέσα· ανοίγει
μέσα τα μάτια: η ζωή,

η
ανεπίδεκτη διαύγεια της, ένα φως διασπαρμένο

σε
αρώματα μέσα, ένας μόνο ήλιος, ένας ήλιος

μιας
αλαργινής πατρίδας, καινός και εκχυμένος,

όλα
είναι καινά: η ελπίδα, η χαρά, η αλήθεια

ή το ψέμα πουεγκυμονούσε μέσα της. Δεν υπάρχει

άλλη
χαμένη νήσος παρά η παιδική ηλικία. Ας έρθει η άνοιξη,

ας
έρθει η λέξη να πυροδοτήσει τη θαυμάσια

αταξία
των πραγμάτων, τον ζωικό και ζεστό

ψίθυρο της ζούγκλας και
της ερήμου· των δρόμων του μεταξιού

και των πηγών του Νείλου·
των εκβολών του Αμαζόνα και του δέλτα

του
Μεκόνγκ. Είναι ψηλότερη η νύχτα μέσα,

τα μάτια, το φως. Μέσα.

(Kαι η
πορτογαλική ψυχή, εκδόσεις Entonrno Gráfico, 2016)

  

PIEDRA VIVA

Para Antonio Carvajal.

                                                         

Es la inocencia la única verdad, asombro

que da
sentido al mundo, milagro

del dolor
que rinde su fruto azul, guirnalda

donde el
aire florece. Y la rosa,

siempre
rosa, y la hormiga, hormiga siempre.

Es entrega la inocencia,tapia del paraíso,

agua
desgajada de la más alta luz; la belleza

duele en
pleno gozo, en pleno

canto, sin
pauta, aguda y grave

herida,
siempre herida, rosa, rosa siempre.

Es lugar sagrado la inocencia, audaz ruiseñor

que entre
dragones amarillos, apaga el miedo,

libre de
perderse, de ser hallado, libre; cielo,

hondo
cielo, cielo siempre. La belleza

es verdad
sólo si duele.

(Y poprtuguesa el
alma, Entonrno Gráfico Ediciones, 2016)

ΠΕΤΡΑ ΖΩΝΤΑΝΗ

                                        Για τον Αντόνιο
Καρβαχάλ

Η αθωότητα
είναι η μόνη αλήθεια, έκπληξη

που
νοηματοδοτεί τον κόσμο, θαύμα

πόνου που
αποτίει τον μπλε καρπό του, στεφάνι

όπου
ανθοβολεί ο άνεμος. Και το ρόδο,

πάντα ρόδο,
και το μυρμύγκι, μυρμύγκι πάντα.

Είναι
παράδοση η αθωότητα, παραδείσου τειχίο

ξεριζωμένο
ύδωρ του ύψιστου φωτός· η ομορφιά

πονά εν
καιρώ πλήρους τέρψής, εν καιρώ πλήρους

ύμνου, άνευ
κανόνα, οξύτονη και παροξύτονη

πληγή,
πάντα πληγή, ρόδο, ρόδο πάντα.

Τόπος ιερός
είναι η αθωότητα, θαρραλέο αηδόνι

που μέσα
από κίτρινους δράκους, καταστέλλει το φόβο,

ελεύθερη,
να ανεμοσκορπιστεί, να βρεθεί, ελεύθερη· ουρανός,

βαθύς
ουρανός, ουρανός πάντα. Το κάλλος

είναι
αλήθεια μόνο αν πονά.

(Kαι η
πορτογαλική ψυχή, εκδόσεις Entonrno Gráfico, 2016)

                                                     
AMANTE

                       [ Dilecta mea mihi ]

                      Para vivirte de nuevo, morir,

                      morir para sentirte

                      después de muerto, canta

                      tanta vida una alegría,

                      un cielo firme más allá del cielo,

                      tanta vida sin vida y de vida

                      sedienta, que siempre quisiera
morir,                

                      vivir la muerte en tus brazos;

                      la luz alcanza el vuelo de la
lluvia,

                      claridad que devuelve el verdor a
la noche,

                      que nunca lejos de ti, que siempre

                      al aire de tu paso: vivir, vivir

                      sin vivir, para no ausentarme.

                      Sé que me estás mirando.

        (Y
poprtuguesa el alma, Entorno Gráfico Ediciones, 2016)

                                                        ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ

                               [ Dilecta mea mihi ]                 

                              Να πεθαίνω για να σε ζω
ξανά,

                              να πεθαίνω για να σε
νιώθω

                              μετά το θάνατο μου,
τόση ζωή

                              υμνεί μια ευθυμία,

                              έναν στέρεο ουρανό πιο
πέρα απ’ τον ουρανό,

                              τόση ζωή χωρίς ζωή και
για ζωή

                              διψασμένη, που πάντα θα
ήθελα να πεθάνω

                              να ζω το θάνατο στη
αγκαλιά σου·

                              το φως ανταμώνει το φτερούγισμα της βροχής,

                              διαύγεια που ξαναδίνει τη βλάστηση στη
νύχτα,                    

                              που ποτέ μακριά σου, που πάντα
στην αποκάλυψη του

                              βήματος σου: να
ζω, να ζω

                              χωρίς
να ζω,για
να μην απουσιάζω.

                              Ξέρω ότι με κοιτάς.

                                   (Kαι
η πορτογαλική ψυχή, εκδόσεις Entonrno Gráfico, 2016)

  

CONSAGRACIÓN DE LA LLAMA

Algunas veces alguien me llama. Y vuelo, entonces
vuelo sin temor a quemarme. Todo es música en la misma ávida escala, soplo que
aviva la lenta llama de la desmedida gravidez de las cosas. Pues: arde. En
algún sitio, todo arde. Puede verse en el aire el humo blanco y el azul del
cielo que evoco con agua. Cantar es rezar con doble hilo. Todo, derramada
lumbre: sed, sed de sed. Porque ha estallado el verano.

(Viviré del aire,
Entrelíneas, Miami, U.S.A., 2013, y Vitruvio, Madrid, 2014)

ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Είναι φορές που κάποιος με καλεί. Και ίπταμαι, τοτε
ίπταμαι δίχως φόβο να καώ. Τα πάντα γίνονται μουσική στην ίδια άπληστη σκάλα,
πνοή που ζωοποιεί την αργή φλόγα της άμετρης βαρύτητας των πραγμάτων. Λοιπόν:
παραδώσου στο πυρ. Κάπου, τα πάντα καίουν. Στον αέρα φαίνεται ο λευκός καπνός
και το μπλε τ’ουρανού που επικαλώ με ύδωρ. Ο ύμνος είναι η προσευχή με διπλή κλωστή.
Όλα, εκχυμένο πυρ: δίψα, δίψα δίψας. Γιατί εξερράγη
το καλοκαίρι.

(Θα ζήσω από τη
φωτιά, εκδόσεις Entrelíneas, Μαιάμι, Η.Π.Α. 2013 και εκδόσεις Vitruvio, Madrid,
2014)