1.

Το πιστεύω αυτό που λέω,
άσε με να μπω μέσα,

είναι μόνο για να
μετρήσω τις ανάσες σου,

γύρνα αργά τώρα η
γλώσσα μου να πνίξει το βογγητό σου,

κι αν σε τραβώ, το κάνω
γιατί μπορείς να φτάσεις,

τέντωσε μου τα πλευρά σου
να μιλώ ατέλειωτα,

είναι για να τρέφομαι
αχόρταγα απ’ τους οργασμούς σου.

Να γελιέμαι πως είμαστε
μαζί.

2.

Πάνω στο ζεστό τσιμέντο

αρέσκομαι να φλέγεται
το πετσί μου.

Νιώθω τη θέρμη να
φουντώνει αρχικά επιδερμικά,

έπειτα βαθύτερα, πιο
χαμηλά,

αναρωτιέμαι

πώς θα ‘ταν  να λιάζομαι γυμνή,

η κάψα γλείφει την ουλή
μου.

Κάπου εκεί στέκεις,

ο άντρας με τα χίλια
πρόσωπα, σε θέλω.

Ηδονή της καμένης γης ο
θρίαμβος του νικητή

που τα λάφυρα πετά

στον πιο βαθύ το λάκκο,

έτσι κι εγώ θα σε
πετάξω,

βορά στη φιλαυτία μου.

Στ’ αλήθεια μια ακόμα
αφορμή

να καίω τις σάρκες μου
στον ήλιο.

3.

Ένα κελί με άσπρους
τοίχους διψάει για χρώμα

αν όχι εγώ, τότε ποια

μπήγω τα χέρια μου
βαθιά μες στο χώμα

να νιώσω.

Ξέρεις τι είναι σπάνιο;

οι ευκαιρίες

ούτε καν οι δεύτερες.

Τι να πω δεν έχω κέφια,
δώστε μου ένα φάρμακο;

έγινε κι αυτό

όποιος μένει ακίνητος
στο γράψιμο  πεθαίνει.

4.

Ο θείος μου είναι
μοναχοπαίδι.

 Κατηγορούσαν τη μάνα ότι έχει ένα παιδί και
ότι δεν ξέρει.

Ας μας πουν κι αυτοί
που έκαναν δυο και τρία

και πάλι ένα παιδί
έχουν.

Ας μας πει κι αυτή που
έκανε δυο γιους

μα αγάπησε τον έναν,

όχι αυτόν πάντως που
κάθε πρωί της χτυπάει την πόρτα και λέει

« Μάνα, είσαι καλά;»