ΠΡΟΣ
ΤΑ ΠΙΣΩ

9η
Νοεμβρίου 1938

Τους
άκουσα την νύχτα ν’ ακονίζουν τα ξυράφια
τους

επίδοξοι
μνηστήρες

μ’
ένα σταυρό στρατόπεδο στο στήθος

των
ολυμπίων ομοιώματα ευτελή

φυλακισμένοι
στη μορφή τους

Κι
ο μέλας λεληθώς πιο σκοτεινός

βαθιά
μες στο λαγούμι του ήλιου

μώλωπες
οροθετικές κραυγές

λάθρες
πληγές ο βρόχος

είν’
ο καρκίνος που πλαγιοδρομεί

ίσια

           στην
επικράτεια του κτήνους

κι
είναι το σκούρο κυανό γενόσημο του
τρόμου

(πάνω
σε βόλια δίκυκλα)

βάρβαροι
λαιστρυγόνες μ’ ολοπρόσωπες

εντολοδόχοι
διαταγές βιασμοί κατ’ οίκον

Μα
στην προστακτική

αγέρωχο
το ι της ψυχής σου

Ότι

δια
νόμου τώρα διώκεται

                                  η
διαζευκτική

ζωή
χωρίς διαστάσεις

Κι
ο υπερθετικός λαός στις παρυφές

εκεί
όπου γερνά το δράμα

Μα
δεν αιρείται δίχως γδικιωμό το πλαστικό
της ύλης

             και η
φωνή ολόρθη

             ακέραια

             στον
οφθαλμό της μνήμης

Στο
εκ διαμέσου

             μην ξεχνάς

          το ειλητάρι
της ψυχής

                                       δεμένο!

3η
Σεπτεμβρίου 1843

Γερνάνε
γρήγορα οι μέρες στην Ελλάδα

σβήνει
απότομα το φως

τρώνε
σκυλιά τα δάκτυλα του ήλιου

παίζουν
αδέσποτα παιδιά στα περιθώρια του δρόμου

έρχονται
νύχτα μητρικές φωνές κραυγές

για
να μαντρώσουν

        Κι έπειτα
τίποτα

                                σιωπή

               οι
μπάτσοι έφιπποι σφυρίζουν

               λακέδες
με λιβρέα τσακίζονται

               φερέφωνα

               κυρίες
με κρινολίνα κι άμαξες

              Νυδραίοι
εφοπλιστές κι ευνούχοι Φαναριώτες

               καλαμαράδες
φραγκοφόρετοι και πένες πληρωμένες

               στο
Φόρο πένητες μασάνε το σκοτάδι

               ένα
φεγγάρι θάνατος

               κόσα
στο σβέρκο καρφωμένο

γενιά
παρά γενιά εμφύλιος, γενιά παρά γενιά
εκκαθάριση

και
όλο απ’ το μηδέν ν’ αρχίζω

Παίζουν
ακόμα, τραγουδάν, γελάν στους δρόμους
τα παιδιά μας;

Μαζεύονται
τώρ’ από παντού φωνές κραυγές

συρρέουν
μπρος στ’ ανάκτορα αλαλάζουν

βάζουν
φωτιά περιδεείς και δέονται

ελπίζουν

σβήνουν
απότομα οι φωτιές

διαλύονται

γερνάνε
γρήγορα οι μέρες στην Ελλάδα

23η
Σεπτεμβρίου 1821

Σαράντα
παλλικάρια από τη Λεβαδιά

πάνε
για να πατήσουνε την Τριπολιτζά.

Τους
άκουσα που σφάζανε στο γύρισμα της
νύχτας

μια
ημισέληνο αίμα.

Γυαλίζανε
σαν κέρατα στο σεληνόφωτο τα κόκκαλα

σπασμένα
σε παράξενες γωνίες

λικνίζονταν
σαν πυροφάνια τα κεφάλια

μια
θάλασσα αίμα

άντρες,
γυναίκες και παιδιά,

τρία
μερόνυχτα έσφαζαν, οβραίους και τουρκιά.

Κι
ήρθανε τώρα αυτοί ακριβώς οι ανθρώποι

να
στήσουνε κράτος νέο, γραικικό, λαμπρό
μες στους αιώνες…

Κράτος
βουρκόλακα, μοβόρικο σφαγέων κατσαπλιάδων

-και
να καραδοκούν στα σκοτεινά Κωλέττηδες,
Γκουράδες, λογοπάτες

κοιτώντας
τον χαλασμό από ψηλά

να
τρίβουνε τα χέρια των μηχανορράφοι
Φαναριώτες-

άγος
και νιτερέσα.

Με
τέτοια αρχή, τέτοιο θεμέλιο λίθο, τέτοιες
περγαμηνές

πώς
άλλως θα ‘βγαινε το κράτος που στεριώσαν;

          Κι
έπειτα,

                        ο
δε θεός ηγείτο αυτών…

«Το
άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια
δεν επάτησε γη…Το ασκέρι όπου ήτον
μέσα, το ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε,
από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες,
παιδιά και άντρες, τριάνταδύο χιλιάδες
».

Τριανταδυό
χιλιάδες πτώματα μουσκεύουνε το χώμα,

τριανταδυό
χιλιάδες πτώματα σαπίζουν τον αέρα,

τριανταδυό
χιλιάδες πτώματα ματώνουν τα ποτάμια,

γέροι
γυναίκες αθώα παιδιά

                      τροφή
για τα σκυλιά –

αυτό
το χώμα, αυτόν τον αέρα, αυτά τα ποτάμια,

αυτού
του τόπου

στοιχειώνουν
τις σάρκες αυτού του λαού,

του
γαμημένου περιούσιου λαού σου, Χριστέ
μου!

«Ακόμα
και τώρα έρχεται στο νού μου το λιάνισμα
και το τρίξιμο των κοκκάλων και
ανατριχιάζω. Τους επαρακάλεσα να παύσουν
την σφαγή αλλά δεν εκατόρθωσα τίποτα,
μάλιστα εφοβήθηκα μη μου δώσουν και
εμένα καμία πληγήν. Τόσην ήτο η μέθη των
δια να σκοτώνουν Τούρκους…
»

Τριανταδυό
χιλιάδες πτώματα; Αυτό δεν είναι μέθη,
στρατηγέ!

Αυτό
είναι Διαφωτισμός με την ουρά!

Κι
έτσι απλά εσώπασες, λοιπόν;

Και
άφηκες τα πράματα να πάρουνε τον δρόμον
των;

Φοβήθηκες
λέει μη σου δώσουν και εσένα καμιά πληγή;

Φοβήθηκες;
Έτσι απλά;

Τώρα
σε λίγο θ’ αρχινήσουνε έναν-έναν να
τους χαλνούνε τους συντρόφους σου

(τον
Δυσσέα τον ερίξανε ήδη απ’ την Ακρόπολη
αφού του στρίψανε τ’ αρχίδια,

το
ξέρεις;

Και
τον Γιωργάκη τον εφάγανε στο Φάληρο)

και
σένα θα σ’ αφήκουνε μέσα στο Μπούρτζι
σα το σκουλήκι να μουχλιάζεις

κι
έπειτα θα σε βγάλουνε και θα σε περιφέρουν
σα τζουτζέ

να
γλύφεις τις ποδιές του εξ Εσπερίας
άνακτος και της κυράς του.

Γι’
αυτά αγωνίστηκες;

Πες
την αλήθεια τώρα.

Τώρα
που η Ιστορία ξαναγράφεται με βία.

11η
Σεπτεμβρίου 1185

«Κάψου
καργιόλη»

φωνάζουν
τ’ αυτοκράτορος με μια φωνή οι βουργησέοι

να
ξεχειλίζει η αγανάκτηση στο Φόρο.

Πιάσαν
τον κυρ-Ανδρόνικο,

του
δέσανε τα χέρια, του δέσανε τα πόδια,
του πήραν και το ξίφος.

Άρχισε
να θρηνεί ο Κομνηνός και να οδύρεται
και να παρακαλεί

σαν
επιδέξιος θεατρίνος

το
πλήθος ναν τόνε σπλαχνιστεί.

Μα
ό,τι και να μηχανεύοταν το πολυμήχανο
μυαλό του

τα
έργα του τ’ ανόσια χώρο δεν άφηναν στο
πόπολο για οίκτο.

Τον
δέσανε μ’ άλυσο παχιά

του
την περάσανε στον τράχηλο σφιχτά

και
τον εσύρανε μπροστά στον δήμο δέσμιο.

Ο
Άγγελος-μόνο
στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;

μες
στην Αγιά Σοφιά

του
‘κοψε με πέλεκυ το χέρι

βορρά
στο δήμο της Βασιλίδος Πόλης

χιλιάδες
χέρια δόντια λυσσάρικα σκυλιά να σκίζουν
τον αέρα.

Του
βγάλανε τα μάτια του, του ξεριζώσανε τα
δόντια του,

τις
τρίχες απ’ το μούσι του, του ξύρισαν
στο τέλος το κεφάλι.

Κι
έτσι μαγαρισμένο και γυμνό και κασιδιάρη

τον
κάθισαν σε γάιδαρο ψωριάρη

να
τόνε περιφέρουνε στην αγορά, μέσα στο
μέγα πλήθος,

να
τόνε διαπομπεύουνε για μέρες.

(Και
να κουρνιάζουν οι Βαράγγοι στις Βλαχέρνες

και
να καλύπτουνε τ’ αυτιά των).

Όσους
μέχρι τη μέρα κείνη ο Κομνηνός καταδυνάστευε


φουσκαρίους
και χασάπηδες και βυρσοδέψες και
μικροπωλητές και σιτοπώλες και
φουρναραίους και ταβερνιάρηδες,
βουργησέοι, εργάται και κολώνοι αντάμα,
ολάκερος ο λαός της Βασιλεύουσας –

παίρνανε
τώρα την εκδίκηση των με τον πήχυ.

Απ’
όπου και να περνούσε η πομπή

κάποιο
καινούργιο όνειδος, κάποια καινούργια
τιμωρία

ο
δήμος μηχανεύοταν

τον
βρίζανε, τον φτύνανε τον κυρ-Ανδρόνικο

πετούσαν
αντικείμενα στο μέχρι πρότινος περήφανο
κεφάλι

σκύλο
τον λέγανε και τον λιθοβολούσαν

πουτάνας
γιο και του πετάγανε στο πρόσωπο βρωμιές
ανθρώπινες

και κοπριές
βοδιών

και
κάψανε πίσσα και του την πέταξαν στη
μούρη

«Κάψου
καργιόλη»!

τσίκνισ’
η σάρκα μύρισε τρίχα καμένη η πόλη

και
σαν απόκαμ’ ο κυρ-Ανδρόνικος κι έπεσε
απ’ το γαϊδούρι

άρπαξε
κάποιος μάχαιρα διπλή και τρισακονισμένη

και
του ‘κοψε ως τη ρίζα τον πούτσο και τ’
αρχίδια

και
τα κράδαινε σαν τρόπαιο ψηλά μπροστά
στον αλαλάζοντα λαό

παράφρονα
μες στην παραφορά του.

Και
κάποιος τρίτος πήρε σπαθί και το ‘χωσε
βαθιά μες στο λαιμό

αλικοβάφοντας
το στήθος

σπέρνοντας
άγριες κραυγές οργασμικής χαράς στο
πλήθος.

«Κάψου
καργιόλη! Κάψου στην Κόλαση και ψήσου!»