Μάξιμος
Τρεκλίδης, Εωθινά βαλς ενός μόνου,
Γαβριηλίδης, 2016


«Τίποτε
βαθύτερο από τον ουρανό»: αυτός είναι
ο τίτλος της πρώτης ενότητας που μας
εισάγει στη συλλογή. Σε αυτή την ενότητα
ο ποιητής αναζητά όσα κρύβει ο ουρανός,
τα αόρατα στοιχειά, τα μυστικά των
αστεριών, τους αντικατοπτρισμούς των
ουράνιων σωμάτων στη γη. Ο ουρανός όμως
με την απεραντοσύνη του πολλές φορές
αντί να ανοίγει ορίζοντες, τρομάζει,
σκεπάζει τα μυστικά του μέσα στο άπειρο
φως και ο άνθρωπος μάταια παλεύει να τα
ανακαλύψει. Ο ουρανός, το αιώνιο σύμβολο
της ποίησης, για την ακαταμάχητη επιθυμία
της γνώσης, αυτό που ενώνει το εφήμερο
της ζωής μας με την αιωνιότητα των ιδεών,
αυτό που ξυπνά την ανάμνηση μιας άλλης
αιώνιας ζωής – για να θυμηθούμε τον
Πλάτωνα. Γράφει ο ποιητής:


Τι
σ’ έφερε


ως
τη φτηνή ζωή μου, περήφανε ουρανέ;


Ξύπνησε


μέσα
μου ο λήθαργος του κόσμου.


Τρέξε
να βρεις το άδικο της αγάπης.


Χάσου
από εδώ, να κοιτάξω


καλύτερα


τις
μακρινές καμπάνες που λέμε αστέρια.


Οι
ρομαντικοί ποιητές, όπως και οι ερμητικοί,
έβρισκαν στον ουράνιο θόλο τα μυστικά
των ανθρώπινων συναισθημάτων. Το ίδιο
κάνει και ο ποιητής. Γιατί μόνο ο ουρανός,
μπορεί να χωρέσει την απεραντοσύνη του
ανθρώπινου ψυχισμού. Καθαρά ρομαντικής
έμπνευσης – σε εμένα προσωπικά θυμίζοντας
Leopardi
– οι στίχοι που ακολουθούν:


Σμήνη
γαλαξιών στο βάδισμα


μίας
ιδέας, π’ όλο με φυγαδεύει


απ’
τον εαυτό μου δίχως ντροπές.




Ω
δασώδεις σιβυλλικές μου αναμνήσεις,


με
καταταλαιπωρείτε


……


η
αχαμνή


σας
ύπαρξη μοιάζει μ’ έκταση γυμνή. 


Αλλά
και ολόκληρη η φύση μιλά για την ανθρώπινη
ψυχή και ταυτίζεται μαζί της. Λεπτομέρειες
του φυσικού κόσμου που στον ψυχισμό του
ποιητή εκκολάπτονται και γίνονται η
ουσία. Η δύναμη της ποίησης πάντα αφαιρεί
τα πέπλα του περιθωρίου, αυτού που κανείς
δεν προσέχει και το θέτει στο σημείο
από όπου όλα ξεκινούν και ξετυλίγονται:


Βρήκα
τη ζωή μου λιπόθυμη


πάνω
σε τρούφες μανιταριών,


αναπαυμένη
σ’ έρημες γούφες,


σε
μια σκιά λιγάκι απρόθυμη


Υπάρχουν
ποιήματα όπου κυριαρχεί το χιούμορ.
Διαβάζοντάς τα ο αναγνώστης αποκτά
ανάμικτα συναισθήματα. Αρχικά εκπλήσσεται,
μετά δεν ξέρει αν πρόκειται για σάτιρα,
για σαρκασμό, για ειρωνεία. Εγώ βλέπω
ένα χιούμορ πικρό. Τότε χρησιμοποιείται
ένα σπασμένος ρυθμός και μια ομοιοκαταληξία
που φέρνουν στον νου τις «Ελεγείες και
σάτιρες»:


Μικρό
μονήρες άστρο


κανέναν
δεν φοβίζεις.


Το
φως σου συλλαβίζεις


σαν
διπρόσωπο σκιάχτρο.


Η
ενότητα πάντως φτάνοντας προς το τέλος
επαναφέρει τον ουρανό, για να αντιστραφεί
η αρχική εντύπωση: δεν είναι ο ουρανός
που αντανακλά τον άνθρωπο και τα
συναισθήματά του πάνω του, αλλά ο άνθρωπος
αντανακλά μονάχα ένα μικρό κομμάτι του
ουρανού πάνω στην εφήμερη σάρκα του και
αυτή είναι η μόνη ίσως παρηγοριά μας
μέσα στη θνητή κατάσταση.


Στη
δεύτερη ενότητα, το κυρίαρχο θέμα είναι
η γυναίκα, ο έρωτας. Ο έρωτας ήδη στα
προηγούμενα ποιήματα είχε κάνει την
εμφάνισή του δειλά, χωρίς όμως να
υποψιαστούμε προς τα πού θέλει να οδεύσει
ο ποιητής. Έγραφε: «Η αγάπη βρίσκεται
αποκλειστικώς στα χέρια». Είναι λοιπόν
αποκλειστικώς στα χέρια μας να φτάσουμε
στην αιώνια κατάσταση του έρωτα; Η
απάντηση δίνεται τώρα:


Ξέρω
ένα μέρος όπου δεν πονάει τίποτα


Έχει
το σχήμα των χεριών σου


Το
βλέμμα μου επιστρέφοντας απ’ το βλέμμα
σου


ή
αλλού:


Τι
σημασία το φιλί αν είναι απλό φιλί


Εδώ
το χώμα έχει τη γεύση της παλάμης σου


……


Δίχως
το βλέμμα σου να είναι απάνω μου


Μία
μικρή μπουκιά ζωής μού κάθεται στον
λαιμό


Μπορούμε
λοιπόν να αφεθούμε στο άλλο σώμα, στο
άλλο πνεύμα, να φτάσουμε στην ένωση με
απλές κινήσεις. Από την άλλη, ο κόσμος
των ποιημάτων, όταν χρησιμοποιείται
σε β’ ενικό πρόσωπο είναι συχνά μια
περιγραφή ονείρου:


Σε
είδα νεκρή έβγαινες γυμνή στον δρόμο,
έκοβες πορτοκάλια και τα μασούλαγες σα
να ‘τανε μικρά χελιδονάκια, ο δρόμος
έπαιρνε τη μορφή του σώματός σου, όσοι
σ’ αγάπησαν περνούσανε από διάφορες
φλέβες διαβάσεις, σε είδα νεκρή και
χάρηκα για εσένα, έτσι που ήσουν όμορφη
και ξένη μες στη μοναξιά σου. 

 


Στην
τελευταία ενότητα, που δίνει και τον
τίτλο στη συλλογή, η γλώσσα χορεύει, για
να εκφράσει τα πιο δύσκολα νοήματα, τη
μοναξιά, τον θάνατο (άλλωστε περίτεχνα
σε όλη τη συλλογή επιστρέφουν τα
κυπαρίσσια, ως σύμβολο πανάρχαιο), το
συνεχές πέρασμα από τη ζωή, την κίνηση,
την εναλλαγή, στην ανυπαρξία. Εδώ ίσως
είναι ο πυρήνας της συλλογής, εδώ ο
ποιητής νιώθει την ανάγκη να ορίσει
ξανά τον άνθρωπο:


Ο
άνθρωπος φαίνεται να ‘ναι στ’ αγαπώ
του ανέμου


Σ’
ένα αθόρυβο χάραμα


Καθώς
πιο πέρα στο σοκάκι


Το
σύρσιμο μιας σακούλας τον ξεκουφαίνει


Καθώς
ο ίσκιος του πουλιού τρέχει


Αμέριμνος
στους δρόμους και ταξιδεύει 

 


Αν
καταλάβουμε τον άνθρωπο, μας λέει
υπογείως ο ποιητής, μπορούμε να τον
συμβουλεύσουμε και η συμβουλή είναι
μία:


Μη
χαραμίζεις έτσι απερίφραστα το χάραμα


Σα
να ‘ναι κάποιο τάχα μου περαστικό αεράκι


Για
ποιο πράγμα λοιπόν αξίζει να μοχθήσει
κανείς χωρίς να χαραμίζεται; Την απάντηση,
που θα είναι και ο τελευταίος μου λόγος,
τη δίνει ένας στίχος του βιβλίου:


Αξίζουν
αιώνες εξάντλησης για μια στιγμή απόλυτης
ομορφιάς




Άννα
Γρίβα