Για το «Η Βικτώρια δεν υπάρχει» του Γιάννη Τσίρμπα

(εκδ. Νεφέλη, 2013 )

    «Άδεια καρέκλα δεν υπάρχει. Πάντα κάποιον πρέπει να σηκώσεις για να κάτσεις».

    Με αυτό το απόφθεγμα του Λουί Αλτουσέρ ξεκινά ο Γιάννης Τσίρμπας τη νουβέλα του «Η Βικτώρια δεν υπάρχει», κι εγώ θα χρησιμοποιήσω μια φράση του ίδιου στοχαστή προκειμένου να αρθρώσω τους πρώτους υπαινιγμούς σχετικά με την προσωπική μου ανάγνωση του βιβλίου. «Ιδεολογία είναι η αναπαράσταση της φαντασιακής σχέσης των ατόμων με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής τους» έγραφε κάπου ο Αλτουσέρ, όπως η μνήμη, θα προσέθετα σε μια ενδο-υποκειμενική αναγωγή, είναι η αναπαράσταση της φαντασιακής σχέσης του ατόμου με τον εαυτό του. Μια αναπαράσταση που δεν μπορεί παρά να είναι ουτοπική, όπως ουτοπική είναι κάθε μορφή νοσταλγίας, ιδιαίτερα όταν αντιπαραβάλει μια παρούσα δυστοπική συνθήκη σε ένα όραμα μιας παρελθούσης ευτοπίας που δεν υπήρξε ποτέ. Σαν κι εκείνη του βασικού πρωταγωνιστή του βιβλίου.

    Ο Τσίρμπας χρησιμοποιεί την πρωτοπρόσωπη αφήγηση για τις ιστορίες του, που εκφέρονται από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, ιστορίες που πλέκουν το άχρονο ιστορικό της βίας και της εξαθλίωσης ως εγγενή ανθρώπινη συνθήκη. Με αυτόν τον τρόπο, εξαφανίζεται ως υπονοούμενος συγγραφέας πίσω από τις αφηγήσεις τους,  βάζοντας τον κεντρικό του χαρακτήρα να επιδίδεται σε μια παραληρηματική πολλές φορές εξομολόγηση, την οποία απευθύνει σε έναν σιωπηλό, σχεδόν βουβό ακροατή, συνεπιβάτη του στο τρένο, επιδεικνύοντας έτσι αξιοθαύμαστη δεξιότητα στην αναπαραγωγή των εκάστοτε ιδιολέκτων των προσώπων του με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας.

«Ένα ολόκληρο μέρος της νεότερης λογοτεχνίας διασχίζεται από λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένα κομμάτια του ονείρου μιας λογοτεχνικής γλώσσας που θα αντάμωνε τη φυσικότητα των κοινωνικών γλωσσών», μας λέει ο Barthes συνοψίζοντας τη μπαχτινική θεωρία περί πολυγλωσσιμού. Και προσθέτει: «Υπάρχει ένα αδιέξοδο της γραφής, που είναι το αδιέξοδο της ίδιας της κοινωνίας: οι σημερινοί συγγραφείς το νιώθουν: γι’ αυτούς, η αναζήτηση ενός μη ύφους ή ενός ύφους προφορικού, ενός βαθμού μηδέν, ή ενός καθομιλούμενου βαθμού της γραφής, είναι τελικά η προϊδέαση μιας απόλυτα ομογενούς κατάστασης της κοινωνίας. Οι περισσότεροι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει “γλώσσα” καθολική έξω από μια συγκεκριμένη καθολικότητα. Όπως η σύγχρονη τέχνη στο σύνολό της, έτσι και η λογοτεχνική γραφή κουβαλάει ταυτόχρονα την αλλοτρίωση της Ιστορίας και το όνειρο της Ιστορίας […]  Η γραφή, ενώ νιώθει ακατάπαυστα ένοχη για την ίδια της τη μοναξιά, δεν παύει ωστόσο να είναι και φαντασία άπληστη για μια ευτυχία των λέξεων, σπεύδει προς μια γλώσσα ονειρεμένη που η φρεσκάδα της  θα εικονίζει την τελειότητα ενός νέου κόσμου αδαμικής αγνότητας όπου η γλώσσα δεν θα είναι πια αλλοτριωμένη. Ο πολλαπλασιασμός των γραφών θεσπίζει μια νέα λογοτεχνία εφόσον αυτή δεν επινοεί τη γλώσσα της παρά για να είναι ένα πρόταγμα: η λογοτεχνία γίνεται η ουτοπία της γλώσσας».

Ο Μπένγιαμιν, από την άλλη, θα χρησιμοποιήσει τον όρο «μαγεία» για να χαρακτηρίσει τις «αδιαμεσολάβητες ποιότητες της γλώσσας» και θα επισημάνει: «Για να γράψει κανείς πολιτικά χωρίς να βεβηλώσει τη γλώσσα, πρέπει να στοχεύει προς το άφατο, δηλαδή σε ένα σιωπηρό βασίλειο, όπου υπάρχει άμεση αντιστοιχία ανάμεσα στη γλώσσα και την κινούσα δράση».

    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, φορέας της ουτοπικής προοπτικής της διάφανης γλώσσας του Τσίρμπα που αναπαράγεται στην ίδια την πλοκή, σαφώς υπονοούμενη ήδη από τον τίτλο, είναι η περιοχή του ναυαγίου των νεανικών, εδεμικών οραμάτων των χαρακτήρων, ενώ εκφράζεται πολύ εύγλωττα σε ενδοδιηγητικό επίπεδο από τον διάλογο των δύο πρωταγωνιστών της δεσπόζουσας ιστορίας:

–    «Επικαλούμαι τη θητεία μου σε δικηγορικό γραφείο και τους ελέγχους τίτλων που έχω κάνει», μαρτυρά ο συνομιλητής του πρωταγωνιστή μας. «Περιοχή Βικτώρια δεν έχω δει γραμμένη, του λέω. Γραπτώς, σε έγγραφο. Κυψέλη, για παράδειγμα, έχω δει. Προτείνω ότι ουσιαστικά η Βικτώρια ανήκει στην Κυψέλη. Και ότι “μένω στη Βικτώρια” τυπικά αφορά μόνο όσους κατοικούν πάνω στην πλατεία και ότι οι υπόλοιποι, τυπικά πάντα, μένουν ας πούμε στην ευρύτερη περιοχή της Κυψέλης. Ή μήπως των Πατησίων; Τυπικά πάντα. Κουνάει έντονα τα χέρια του».

–     «Ρε φίλε, πας καλά; Υπάρχει και παραϋπάρχει η Βικτώρια! Ποια Κυψέλη μου τσαμπουνάς. Βικτώρια! Βικτώρια σίτι λέμε! Εμείς εκεί μεγαλώσαμε κι εκεί μένουμε».

    «Η πόλη αναδύεται ως ουτοπία της ανθρώπινης κατάστασης», επισημαίνει ο Στέφανος Ροζάνης, «και συγχρόνως ως η ουτοπία της συλλογής και της συντήρησης μορφών του παρελθόντος. Μορφών μιας γλώσσας που διατηρεί τη μυθικότητά της ενάντια στον εξορθολογισμό της κατασκευής, ενάντια στην εργαλειακή εξυπηρέτηση των υλικών αναγκών, ενάντια στην οργάνωση και εξημέρωση του φυσικού, ενάντια στην τάξη και τη συστηματοποίηση της βιοτικής του ανθρώπου της πόλης. Η πόλη είναι η ουτοπία της φαντασμαγορίας της και μόνο έτσι εδραιώνεται ως αλληγορία ή συμβολισμός του ζην […] Η πόλη δεν δύναται παρά να είναι η φαντασμαγορία της ανθρώπινης κατάστασης, μιας και πηγάζει από αυτή τη φαντασμαγορία ως αναγκαία συνθήκη και ως επιστέγασμα των ονείρων και των επιθυμιών, ήτοι των ουτοπικών ειδώλων που συγκροτούν την ανθρώπινη λαχτάρα για μια καλύτερη ζωή, την ανθρώπινη ελπίδα για ένα μέλλον όπου η ευτοπία θα είναι το κυρίαρχο περιβάλλον, η μεγάλη αλληγορία του ανθρώπινου βίου».

    Στον βασικό δραματικό ιστό της νουβέλας του Τσίρμπα πολύ περισσότερο, αλλά και στις υπόλοιπες ιστορίες, αυτή η ανθρώπινη λαχτάρα προτάσσεται ως επείγουσα και σωματικοποιημένη, εγείροντας ως βασικό διακύβευμα των σημαινομένων του κειμένου θεμελιώδεις πολιτικές έννοιες της ανθρώπινης εγκόσμιας αλληγορίας, όπως το δίκαιο και η ηθική.

    Όπως επισημαίνει ο Eagleton, η ηθική κατά τον Αριστοτέλη είναι η επιστήμη της ανθρώπινης επιθυμίας, αφού η επιθυμία είναι το κίνητρο όλων των πράξεών μας. Για την κλασική ηθική, οι ηθικές αξίες βρίσκονται στον κόσμο και όχι στο μυαλό μας. Υπό αυτή την έννοια, η ηθική μοιάζει με το νόημα, το οποίο βρίσκεται πρωτίστως μέσα στην Ιστορία και δεν αποτελεί μια διανοητική κατασκευή. Έτσι, η ηθική σχετίζεται με την απόλαυση και την πλησμονή της ζωής, και για την κλασική σκέψη η ηθική και η πολιτική είναι δύσκολο να διαχωριστούν. Επιπλέον, το να μπορούμε να μιλάμε για μια οικουμενικότητα της ηθικής το οφείλουμε στο σώμα. Το υλικό σώμα είναι αυτό που μοιραζόμαστε με το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος, τόσο στο χώρο όσο και στον χρόνο. Υποστηρίζοντας πως η ηθική είναι βασικά μια βιολογική υπόθεση, ο Alasdair MacIntyre επισημαίνει: «Η ανθρώπινη ταυτότητα είναι πρωταρχικά, έστω κι αν δεν είναι αποκλειστικά, σωματική, και συνεπώς ζωική ταυτότητα». Κατ’ αυτή την έννοια, το θνητό, πάσχον, εύθραυστο, εκστατικό, γεμάτο ανάγκες, εξαρτήσεις και επιθυμίες σώμα είναι εκείνο που παρέχει τη βάση όλου του ηθικού στοχασμού.

    Στη βάση αυτού του συλλογισμού, τα ερωτήματα περί ηθικής που εγείρονται από τις σελίδες του βιβλίου εδράζονται κυρίως στη δράση του κεντρικού χαρακτήρα, ο οποίος, καταφεύγοντας σε κάθε είδους σοφιστείες περί αυτοσυντήρησης, φαίνεται να βλέπει οποιαδήποτε έννοια περί παραδοσιακής ηθικής ως λιπόψυχο κονφορμισμό , οδηγούμενος από μια ενσυναίσθηση του ανθρωπίνως καλού ως ήσσονα αυτεξουσιότητα. Η εμπειρία του Κακού αποκαλύπτεται έτσι στη συνείδηση ως η μοναδικότητά της απέναντι στο Είναι, ενώ η γοητεία της αντικανονικότητας μοιάζει να συντηρεί την καθολική ισχύ του κανόνα.

Η ηθική, όπως και η αξιοπρέπεια, μοιάζει να μας λέει ο Τσίρμπας, είναι για όσους διαθέτουν τα εχέγγυα να έχουν αυτή την πολυτέλεια. Και ο ηθικός στοχασμός ξαναφέρνει το σώμα πίσω στο λόγο μας. Ο Νίτσε υποστήριζε ότι οι ρίζες της δικαιοσύνης, της σύνεσης, της γενναιότητας και της μετριοπάθειας, στην ουσία το όλο φαινόμενο της ηθικής είναι πρωτίστως ζωικό, και η ηθική μπορεί να ιδωθεί μόνο ως ένας τρόπος διερεύνησης της σωματικής εμπειρίας.

Εκείνης που για τους ήρωες του βιβλίου συνοψίζεται κυρίως στον πόνο, στην οδύνη, στην έλλειψη, στην απώλεια, στην αντεστραμμένη επιθυμία. Κλείνοντας, παραθέτω ένα απόφθεγμα που Ζαρατούστρα που θα μπορούσε να αποτελεί το ηθικό σημαινόμενο ολόκληρου του βιβλίου: «Η ανθρωπινότητα είναι μια προκατάληψη από την οποία [ευτυχώς λέει εκείνος] εμείς τα ζώα δεν υποφέρουμε».

                                                                   Ειρήνη Σταματοπούλου

—————————————–

[1]
Ρολάν Μπαρτ, Ο βαθμός μηδέν της γραφής,
μτφρ. Κατερίνα Παπαϊακώβου, Αθήνα: εκδ. Ράππα, 1987, σσ. 77, 80-81.

[1]
WinfriedMenningaus,
JoshuaGunn, Μύθος και μαγεία στη σκέψη του Βάλτερ
Μπένγιαμιν
, πρόλογος: Στέφανος Ροζάνης, μτφρ: Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος,
Αθήνα: Ύψιλον, 2008, σσ. 67-68.

[1]
Στέφανος Ροζάνης, Για το πνεύμα της
ουτοπίας
, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, κεφ. IV.

[1]Βλέπε:TerryEagleton, Μετά τη θεωρία, μτφρ. Πέγκυ Καρπούζου,
Αθήνα: Μεταίχμιο, 2003, σσ. 186, 195, 202, 222.