ΑΝΑΤΟΛΙΚΑ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ (Ο PENKOV ΣΤΗ GUCA)
Τελευταίο τό βαλα στον σάκο. Να ναι πάνω -πάνω, να το βγάζω πρώτο. Οχτώ ιστορίες, κόκκινο, μικρόσωμο. Λοξό σαρκαστικό χιούμορ τα λόγια του παππού με τον εγγονό. Με κέντρισε.
Ανατολικά της δύσης. Βούλγαρος Miroslav Penkov. Και ποιος δεν είναι Βούλγαρος στις μέρες μας; Στην Αμερική. Γράφει στα Αγγλικά, οι σελίδες tarator και sljivovica που σπάνε μύτη. Λίγο πάνω από τα τριάντα. Ιδιοφυής, καυστικός με σαρδόνια διάθεση ψαρεύει σε άφεγγα νερά να ορίσει τη βαλκανική ψυχή.
Δεν είναι παίξε-γέλασε που τραγουδούσε και ο Διονύσης.
«Προίκα αφάγωτη» οι Αντίποδες. Ό, τι πιο ενδιαφέρον . Οικοτεχνία. Χειροποίητο.
«Λίρα εκατό» ο μεταφραστής με τον έξοχο «Καρυότυπο» δύο χρόνια πριν.
-Θα ξεχάσεις το όνομα σου. Ποια ικαριώτικα πανηγύρια, Ελύτης, ξωκλήσια και περιστερώνες … Στην Guca …
Πίναμε μπύρες με τον μικρό στο μπαλκόνι.
-Στην Guca. Εκεί να πας. Το Woodstock των Βαλκανίων. Εκατό μπάντες χάλκινα. Βούλγαροι, Σέρβοι, Σκοπιανοί, Βόσνιοι, Μαυροβούνιοι… Μια βδομάδα. Όλο το εικοσιτετράωρο… Τραγούδι, χορός , καπνός και πιώμα… Και οι Βαλκάνιες… Κάτι πόδια σαν ακρίδες…
Αλήθεια έλεγε. Ήξερε. Είχε πάει την προηγούμενη χρονιά παρέα με συμφοιτητές του. Έμπαινε ο Αύγουστος. Ήθελα να ξεχάσω το όνομα μου.
-Πάρε και τον Miroslav μαζί σου. Ο Penkov στη Guca. Θα του αρέσει. Εξάλλου οι ιστορίες του αυτές τις μουσικές έχουν στην κοιλιά τους.
Το απόγευμα της άλλης μέρας με βρήκε να φουλάρω βενζίνη στα σύνορα. Ενενήντα πέντε λεπτά το λίτρο. Από τον τοπικό σταθμό ακουγόταν το Makedontsko devoiche.
Μακεδονία : Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων σε ένα γηροκομείο έξω από τη Σόφια. Τα γράμματα ενός κομιτατζή, ο αγώνας κατά των Τούρκων υφαίνουν το τοπίο της χώρας των τελευταίων δύο αιώνων.
Αφήναμε τον Στρυμόνα αριστερά μας. Ζέστη και υγρασία.
Ανατολικά της Δύσης: Ένας ποταμός σύνορο, δύο χωριά, ένα ετήσιο γλέντι συνάντησης, ο έρωτας, ο θάνατος, άνθρωποι αντίκρυ στο βάρος της ιστορίας.
Ήταν αμίλητος. Ουδέτερος έδειχνε. Μου ζήτησε να σταματήσουμε για καφέ. Είχαμε περάσει το Blagoevgrad.
Αγοράζοντας τον Λένιν: Ήθελα ο γέρος να μου υποσχεθεί πως θα με περιμένει έξω από την αυλή κάτω από τα μαύρα σταφύλια της κληματαριάς. Ο εγγονός στην Αμερική νοσταλγεί την επιστροφή. Ο παππούς αρνείται να αποδεχτεί τα δεδομένα της μετά-κομμουνιστικής εποχής . Ο Λένιν στο ψυγείο.
Δύο κορίτσια ικετεύουν να καθαρίσουν τα τζάμια του αυτοκινήτου. Θα ήταν ίσα με δεκατέσσερα χρονών. Η μια μάλιστα έγκυος.
Το γράμμα: Μια κόρη κλέφτρα, ένα ζευγάρι Άγγλων, ένας χαμένος πατέρας και ένα γράμμα που δεν θα σταλεί ποτέ.
Φτάσαμε Σόφια. Μου είπε ότι δεν θα συνέχιζε. Περίμενε τη γυναίκα του, τη Γιούκι, που ήταν Γιαπωνέζα. Είχαν αποφασίσει να ταξιδέψουν στην Βουλγαρία γιατί ήταν πιο φθηνή η εξωσωματική που σκόπευαν να κάνουν. Κουλτούρες που αναζητούν σύγκλιση μες στη διαφορετικότητα τους.
Φωτογραφίζοντας τη Γιούκι
Συνέχισα μόνος . Βράδιαζε. Έπρεπε κάπου να μείνω. Έφτανα στη Stara Zagora. Είχα άλλες τρείς ιστορίες. Αναρωτιόμουν τί ήταν αυτό που έκανε το βιβλίο να «ψηλώνει» μέσα μου. Σώζεται δια της αυτοπροδοσίας. Ήρωες που αναμετριούνται με το βάρος της ιστορίας ενσαρκώνουν αρχέτυπα, ουτοπίες ενός λαού. Ο συγγραφέας αρνείται να καταφύγει στην εύκολη συναισθηματολογία δίνοντας χώρο στον σαρκασμό και το παράλογο. Μια χώρα ιδεολογικό σκηνικό.
Οι ληστές του Σταυρού: Γενάρης του 1997 και για μια φορά ακόμη έπεσε η κυβέρνηση. Μια παρέα εφήβων αναζητά στα απόνερα του τόπου καινούργιο πρόσωπο.
Πέρναγα τώρα από μουσουλμανικά χωριά. Κατάπινα χιλιόμετρα.
Νυχτερινός ορίζοντας: Αγαπητό Κόμμα φέρε πίσω τους γονείς μου, με τα παλιά ονόματα. Ένας Τούρκος δεν μπορεί να γίνει Βούλγαρος.
Ντεβσιρμε (παιδομάζωμα): Ο Αλή Ιμπραήμ , γενίτσαρος, ερωτοχτυπημένος κι ένας βαλκανικός θρύλος.
Ήμουν έξω από τη Guca. Τα χάλκινα όλο και δυνάμωναν. Και ποιος δεν είναι Βούλγαρος στις μέρες μας; Αναρωτιέμαι γιατί πάντα με συγκινούσαν περισσότερο το καβαλ του Theodos Spasov και η μπάντα του Boban Markovic από το Ζάχο και τη Παπαλάμπραινα…