Βασίλης Μπαρούτης

Ολονύχτια δέηση

Ήμουν δεν ήμουν ετών δεκαέξι όταν αποφάσισα ένα απόγευμα να συνοδεύσω τη μητέρα μου σε ολονύχτια λειτουργία που θα λάβαινε χώρα σε γειτονική της πόλης μας μονή καλογριών. Πλησίαζε Ανάσταση και πένθιμο το κλίμα πυροδοτούσε μία ατμόσφαιρα στις νυχτερινές ακολουθίες που με έκανε να αναπολώ ένα χαμένο μέλλον ή να κολυμπάω σε μελαγχολικούς ρεμβασμούς του παρόντος. Κατά πως ήταν το πρέπον λοιπόν ντυθήκαμε με καθημερινά αλλά επιμελώς φορεμένα πάνω μας ενδύματα και βγήκαμε να πάρουμε το δρόμο προς το μοναστήρι. Η μητέρα ήταν αμίλητη και σκεπτική. Οδηγούσε το παλιό μας Skoda που τσουλούσε ήρεμο την επαρχιακή οδό σαν να ήταν από πάντα ο προορισμός του εκείνη η βραδιά. Στην πραγματικότητα ακολουθούσαμε φιλικό ζευγάρι συνταξιούχων που συνοδεύονταν από τον γιο τους, ο οποίος είχε αναλάβει καθήκοντα δεξιού ψάλτη. Αριστερά θα ψέλναν οι καλόγριες, καθώς αυτή ήταν η θέση τους εντός του ναού και την όλη λειτουργία θα τελούσε κάποιος δεσπότης, περιοδεύον επισκέπτης του τόπου μας την εποχή εκείνη. Καθώς ο απογευματινός ήλιος έδενε ανοιξιάτικες κορδέλες σκορπώντας τα χρυσά του σιρίτια στο εξοχικό τοπίο, το κομβόι μας, των δύο αυτοκινήτων, έφτασε τον προορισμό του. Η μονή, επιβλητική μου είχε φανεί τότε αλλά τώρα που την ξαναφέρνω στη μνήμη μου, μόνο η βαριά ξύλινη πύλη μου έκανε εντύπωση γιατί όλα τα άλλα ήταν μικρά και λιτά σαν κτίριο φτιαγμένο από σπιρτόκουτα. Μας άνοιξε μια καλόγρια μαυροντυμένη και λιγομίλητη. Μου θύμισε τον εαυτό μου καθώς τα μαύρα ρούχα ήταν τότε μονίμως κολλημένα πάνω μου από εφηβικό καπρίτσιο ή λόγω μουσικών καταβολών που ήθελαν τα ακούσματα να καθορίζουν το ντύσιμο μας. Έφηβοι τότε. Τώρα δεν ξέρω τι γίνεται αλλά ούτε και έχει ιδιαίτερη σημασία. Άκρως σημαντικός όμως και απαραίτητος ήταν ο πικρός μαύρος καφές που μας τράταρε η μοναχή στην αίθουσα υποδοχής. Έπειτα ήρθε και λουκούμι να σπάσει την πικρίλα που τελικά κατάλαβα ότι μας τη σέρβιρε προκειμένου να κρατηθούμε ξύπνιοι κατά τη διάρκεια της αγρυπνίας. Δεν μπορώ να πω. Εξαιρετικά τα εδαίσματα. Μετά τον καφέ και αφού ανταλλάξαμε τυπικές κουβέντες με τους συνοδοιπόρους πιστούς, κάναμε κατα τον ναό. Βρισκόταν έναντι της πύλης, στα ανατολικά του κτιρίου και έδινε περισσότερο την εντύπωση κρύπτης παρά εκκλησίας. Κατεβήκαμε πέντε – έξι σκαλοπάτια και αμέσως ενσωματωθήκαμε σε μία ευλαβική ατμόσφαιρα. Τα τελευταία ψήγματα φωτός μπαίναν από το μόνο παράθυρο, βαλμένο περίτεχνα στην οροφή. Η απόφυση τους κεντρικά στο πάτωμα πάνω σε άνα περίτεχνο μωσαϊκό, σχηματίζε ένα εμβληματικό φωτοστέφανο. Ο δεσπότης, στητός μπροστά στην ωραία πύλη, καλωσόριζε το αποτελούμενο από εμάς και μισή ντουζίνα ακόμα επισκέπτες, ποίμνιο του. Η μικρή χορωδία των γυναικών μοναχών, ήταν αριστερά του μαζί με τους θυλικούς επισκέπτες, ενώ εγώ με το νεαρό που έψελνε και δυο τρείς ακόμα άντρες είχαμε πιάσει τα στασίδια δεξιά. Σε λίγο ο μικρός τετράγωνος χώρος του ναού είχε σκεπαστεί σχεδόν ολοκληρωτικά στο σκοτάδι. Μόνο λίγα κεριά τρεμοπαίζαν σε ένα ανεπαίσθητο λίχνισμα και δυο καντίλια υπό το βλέμμα αγιογραφιών σαν δύο στάσιμες πυγολαμπίδες που χουν μείνει μόνες να αυλακώνουν τη νύχτα. Ήταν τόση η ηρεμία του  χώρου που ακουγόταν καθαρά η ανάσα των ψαλτών στις παύσεις μεταξύ των στίχων της ακολουθίας. Η ψαλμωδία των καλογριών ωστόσο ήταν σε πολύ χαμηλή ένταση. Οι φωνές τους, που βγαίναν από νηστευόμενα στόματα, ήταν λιγνές και ίσα που ακροπατούσαν στην άκρη των αυτιών μας. Ένα πέπλο μυσταγωγίας ύφαιναν σε αυτήν τη θλιμένη δέηση. Μα και αγαλλίασης ταυτόχρονα. Ένιωσα να βλέπω παιδάκια στην παραλία που έχουν ξεχαστεί μέχρι αργά το απόγευμα να παίζουν ευτυχισμένα στην άμμο.  Όλο το σκηνικό συνοδευόμενο καιόμενα λιβάνια και θυμιάματα, ενέπνεε κατάνυξη και σεβασμό. Εγώ κοιμήθηκα πάραυτα, γερμένος ελαφρά στο το ένα μου χέρι που είχα τυλίξει στο ανασηκωμένο ξύλινο μπράτσο του καθίσματος. Ο ύπνος ήταν ελαφρής και ευοίωνος. Ένιωσα απαλλαγμένος από τύψεις και προστριβές με ηθικούς κανόνες για τα ερωτικά σκιρτίματα της ηλικίας μου.

 Όμως, κατά τη δεύτερη πρωινή ώρα, με ξύπνησε η φωνή του ιερέα που μπάσα σκέπασε τον λιπόσαρκο ύμνο των καλογριών. Ήταν η ώρα που διάβαζε το ευαγγέλιο. Ο ψάλτης μας τότε, σήκωσε και εκείνος ένα τόνο την πάλλουσα μελωδία που είχε ξεκινήσει. Ήθελε να δείξει αντάξιος των καθηκόντων του ή να βγει από το πρω-λιθαργικό στάδιο που ενδεχομένως να βρισκώταν. Σαν να ξύπνησα μέσα σε όνειρο ένιωσα, έτσι που ήταν θολή η όραση απο το θυμιατό και εντός νεφών περιπταίουσα η ατμόσφαιρα. Ο βαρύς μοναστηριακός καφές εν τέλει φάνηκε να έχει ελαφρία επίδραση στο μυαλό μου. Για να επανέλθω σε ζωηρή κατάσταση αποφάσισα να βγω να πάρω λίγο αέρα στον προαύλιο χώρο. Επίσης σκοπός μου ήταν να διώξω και αυτό το τσούξιμο στα μάτια αποτέλεσμα της οξύτητας του λιβανιού που χωρίς φειδώ καιγόταν σα λάβδανο από τα γύρω θυμιατά. Στάθηκα λίγο για να διαπιστώσω ότι το άρωμα που αναδυόταν από εκεί και οι λιγνές φωνές των ψαλμωδών μικραίναν και ζαρώναν το μυαλό αλλά κάναν την καρδιά να φτερουγίζει και να ευφραίνεται. Αμέσως μετά έκανα να σηκωθώ και  πάτησα το ένα μου πόδι κάτω από το στασίδι. Τότε το πλήθος των μοναχών στην αριστερή πλευρά του ναού, γυρίσαν απότομα τα κεφάλια τους προς το μέρος μου. Σχεδόν ταυτόχρονα πάψαν τις λαλιές τους και σήκωσαν πάνω μου όλες ένα βλέμμα. Τα πρόσωπα τους είχαν μια ελαφριά απόχρωση στο μουστάκι, μάγουλα κόκκινα από τη θαλπωρή και μάτια αγγέλων, διάφανα σαν πυρακτωμένα, ολοστρόγγυλα. Σαν να με κοιτάει ο παράδεισος ένιωσα και ζαλισμένος μισο-αιωρήθηκα λίγο αλλά μετά πάτησα γερά κάτω. Νόμιζα έπεσα από τον ουρανό στη γή. Κοίταξα έκπληκτος τις καλόγριες να σκύβουν τα κεφάλια τους κλίνοντας προς εμέ και χαμηλόνοντας κατανυκτικά τα βλέφαρα. Με δέηση ξεκίνησαν πάλι να ψέλνουν αλλά αυτή τη φορά πιο έντονα με μια υποψία χαράς στο τέλος κάθε φράσης. Γύρισα πίσω μου να δω μην είχε μπει κανένας πατριάρχης σημαιοστολισμένος και με χρυσά τα άμφια, μα ήταν όλα ταπεινά όπως τους έπρεπε μια τέτοια νύχτα. Σε μένα είχαν γονατίσει ή τους τσάκισε το θυμίαμα το νεύρο και είχαν οράματα; Καλή ερώτηση που δεν κατάφερα να την εκθέσω, ούτε λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω εκείνη την ώρα, το μόνο που ήθελα ήταν να πάρω τα μάτια μου από κει μέσα. Σαν να με κοίταξα στιγμιαία σε καθρέφτη, είχα μακριά καστανά μαλλιά, ευτυχώς όμως πιασμένα κοτσίδα ένεκεν σεβασμού στο ιερό του χώρου. Καθυσήχασα λοιπόν τον εαυτό μου ότι δεν με πήραν για θεάνθρωπο ούτε για ουρί αφού έτσι ισχνός, άτσαλος και μαυροντυμένος που ήμουνα, μάλλον με σκωτεινού απεσταλμένου έμοιαζε περισσότερο το σουλούπι μου. Κι όμως αυτές τα κεφάλια κάτω και δώστου δοξολογίες και αλληλούια. Ντράπηκα μέχρις εσχάτων να φύγω και σήκωσα το χέρι μου και άρχισα να ευλογάω τις μοναχές με τα γερμένα τους κεφάλια. Ίδια ζωντανά άνθη, φορτωμένα γύρη που απουσία των μελισσών κανείς δεν τρύγισε και είχαν βαρύνει από την πολλή. Για εκείνες ήμουν η μέλισσα που έκλεισαν αιωνίως έξω από το κελί τους. Η ψυχή τους διάλεξε να μην την καλέσει κοντά μα με περίσσειες προσευχές την έθαψε στο χώμα έξω από τα τείχη του οίκου τούτου. Μόλις καταλύθηκε η ευλογία, με παρακολούθησαν να φευγω τσιμπλιασμένος και παραπατώντας. Τα κορμιά τους κόπηκαν για μια στιγμή από τα κεφάλια και με ακολούθησαν νοητά μέχρι την έξοδα. Εκεί η επιθυμία παραδόθηκε ολοκληρωτικά στην ασκητική ζωή υπό το ημίφως των κεριών. Αφέθηκε να φύγει μαζί μου η νιότη, η φλόγα, η χαραυγή. Κρυμένη κάτω από το λιβάνι, εκείνο το μπαμπακένιο σκέπασμα, το ένστικτο της αναπαραγωγής, έμεινε νωθρό, λιθαριασμένο.

Στο φεύγα μου, την ώρα που πατούσα έξω, αν δεν ήταν η πνοή του αέρα, σίγουρα άκουσα μια παραφωνία στη μελωδική δέηση. Ένα ανεπαίσθητο βακχικό τρέμουλο, σαν μικρού πουλιού φτερούγισμα, έναν αναστεναγμό.