Δημήτρης Αγγελής, ΕΝΑ ΕΛΑΦΙ
ΔΑΚΡΥΖΕΙ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ,

εκδόσεις Πόλις, 2015

Ο Αγγελής χτύπησε με το ραβδί ενός
αναπάντεχου και ιδιότυπου εξπρεσιονισμού
τον βράχο των έσω του φαντασιακών τοπίων
και ό,τι κελαρυσμός ακούγεται είναι από
γάργαρη Ποίηση. Αυτός είναι ο βασικός
πυρήνας των εντυπώσεών που η αναγνωστική
ματιά καρπώνεται από την επαφή της με
το Ελάφι. Βιβλίο που πάλλεται από άκρη
σ’ άκρη , με έντονο ρυθμό, δυνατές
κορυφώσεις και προπάντων αποτέλεσμα
βαθιάς πνευματικής χώνεψης του Αγγελή.
Η εικονοποιεία σε πρώτο ρόλο, ποιήματα
που ορθώνονται μπροστά σου με ενάργεια,
στίχοι που είναι ορατοί έξω από τις
λέξεις τους είναι τα πρωταγωνιστικά
γνωρίσματα που συναντά κανείς σε όλο
το βιβλίο . Ένα μαχαίρι που κόβει το
ψωμί και το αστυνομικό δελτίο απ’ την
εφημερίδα /ενώ πέφτουν στο δάπεδο λείψανα
αγίων και οστά/ μικροσκοπικών πουλιών

ή Στον ουρανό είναι ένας λύκος
που καίγεται/ κι η σελήνη είναι το κόκκινο
μάτι κάθε ορεινής του απόγνωσης
ή
Ξαπλωμένο στην πλάτη μιας γάτας είναι
το παιδί. /Απ’ το μεγάλο δάχτυλο του
ποδιού του κρατάει με μια κόκκινη/ κλωστή
ένα σύννεφο, που βόσκει ανέμελο στον
ουρανό.

ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ:

Ένας
κύριος και βασικός άξονας που διατρέχει
το βιβλίο είναι τα αναγνώσματα του
ποιητή και το πώς έχουν μετατρέπει πέρα
ως πέρα σε ενεργητικά αυτόβουλα πιόνια
της ποιητικής του σκακιέρας. Ο αδικοχαμένος
Γκέοργκ Τράκλ και ο προφητικός Γιόζεφ
Ροτ, μορφές σημαδεμένες από την σκληρότητα
της εποχής όπου έζησαν, οι ποιήτρες
Αλεχάντρα Πισαρνικ και Άννα Αχματοβα,
ο Παβεζε, ο Μοράβια και πολλοί άλλοι,
όλοι εισβάλλουν απότομα στο βιβλίο,
γίνονται στίχοι και ολάκερα ποιήματα.
Ταυτόχρονα, επειδή για τον Αγγελή οι
ποιητές και οι συγγραφείς είναι ισότιμοι
όσον αφορά την υπόστασή τους με τους
ήρωές τους, μπορεί προϊόντα μυθοπλασίας
άλλοτε να κλείνουν εκκωφαντικά τα
ποιήματα όπως ο ήρωας του Κάφκα που
ξύπνησε ως κατσαρίδα – αρμόδιος υπάλληλος
για αντιευρωπαϊκά συναισθήματα σύμφωνα
με την βιτριολική φάρσα του ποιητή, που
εν προκειμένω μετέρχεται μεθόδους
αλληγορίας- κι άλλοτε σαν τον Σρεντνι
Βάσταρ, ήρωα των διηγημάτων του Saki,
να μπλέκεται σε μια ονειροπόληση του
ποιητή λίγο πριν έρθει η Νύχτα. Η εσωτερική
ζωή του Αγγελή, όπως αυτή διαμορφώνεται
από τις λογοτεχνικές του προσλαμβάνουσες,
αναδεικνύεται υπό αυτό το πρίσμα διαρκώς
κινούμενη και ενεργητική.

ΛΥΡΙΣΜΟΣ:

Ο
εξομολογητικός τόνος είναι ένα από τα
δύο λυρικά χαρακτηριστικά που ο Αγγελής
διατηρεί σε όλο το βιβλίο –και αποτελούν
τον δεύτερο άξονα. Όλοι κρύβουμε μια
ανάληψη μέσα μας/…/η δικιά μου περιλαμβάνει
έναν σταχτογάλαζο άνθρωπο/διχαλογένη
και ημίψηλο/που κρατάει στην αγκαλιά
του ένα πρόβατο/ εκείνο πηγαίνει σε τόπο
χλοερό –για μένα είναι /που φοβάμαι
γράφει στο ποίημα με αρίθμηση 13. Το
πρωτοπρόσωπο σύμπαν υπάρχει μεν, μονάχα
όμως για να οριοθετεί έναν πολύμορφο
και πολυεπίπεδο κόσμο που ανασαίνει με
τρόπο αιχμηρό και διαρκή. Το δεύτερο
λυρικό χαρακτηριστικό είναι η διατήρηση
του αρχετυπικού μοτίβου της Μούσας. Η
συνεχής παρουσία της Μαρίας ως
περσόνα-σύμβολο της Ποίησης, της Γυναίκας,
της Έμπνευσης, της Ελπίδας διατρέχει
όλο το βιβλίο προσδίδοντάς και αυτή
στην συνολική αίσθηση της ενότητας –η
οποία βέβαια έχει επιτευχθεί μορφολογικά
και υφολογικά ήδη σε πολύ μεγάλο βαθμό.

ΑΥΤΟΑΝΑΦΟΡΙΚΟΤΗΤΑ:

Ο
τρίτος άξονας του βιβλίου είναι από
άποψη περιεχομένου η πικρόχολη θέαση
μέσω της οποίας ο Αγγελής περιγράφει
την ποιητική ιδιότητα εν γένει. Σε πολλά
σημεία κυριαρχεί μια κριτική, ειρωνική
και σχεδόν αρνητική στάση απέναντι στον
ποιητή –γραφιά, κυρίως δε όταν πρόκειται
να μιλήσει για τον ίδιο. Στο ποίημα 28
ειρωνεύεται την ρίμα που μονάχα εδώ
χρησιμοποιεί ως πίθηκος που ξέρει να
γράφει/….
προκαλώντας το ποιητικό
συνάφι. Στην αυτοκριτική του και στο
ποίημα Τι μου είπε ο Ρενέ Μαγκρίτ όταν
του έστειλα τα χειρόγραφα αυτού του
βιβλίου
ο Αγγελής δεν χαρίζεται στον
εαυτό καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως
το ποίημα του δεν είναι ακόμα το
παγωμένο κουκούτσι που σου σπάει τα
δόντια και σου ξεσκίζει τον λαιμό

–σαν ένα από αυτά που ο Αντουάν ντε
Σαίντ-Εξυπερύ με την αλεπού του φτύνουν
πάνω στους ξιφίες που τους ακολουθούν

(!). Στο ποίημα 11 οι ποιητές μετράνε τα
ένσημα για να βγούνε στην σύνταξη, ενώ
στο 14 συνεχώς η τριπλή επανάληψη του
έγραφα -την ίδια ώρα που ακούγεται
η έμπνευση να έρχεται- υποδηλώνει ακριβώς
την πεζή αντιποιητικότητα της διαδικασίας
συγγραφής ποιημάτων, -ταυτόχρονα βέβαια
και την σημασία της εργατικότητας και
της μεθοδικότητας που εμπεριέχονται
και απαιτούνται για την διαδικασία της
ποιητικής αποτύπωσης.

ΤΟ
ΧΑΣΜΑ
:

Το
ποίημα που μπορεί να χαρακτηριστεί
εμβληματικό της θεμελιακής προβληματικής
του Αγγελή, είναι εκείνο με τον
τίτλο-αρίθμηση 18. Σε αυτό ενσαρκώνεται
το χάσμα ανάμεσα στην κυριολεξία της
ζωής και την μεταφυσική της ποίησης (ή
στην μεταφυσική της ζωής και την
κυριολεξία της ποίησης) . Ο δρόμος
έτρεχε ομιχλώδης μπροστά μας/ –εννοώ
τους προβολείς που μας τύφλωναν/ –εννοώ
τους φόβους που κρύβονταν σε μέλλοντα
δάση. /«Είδα ένα όνειρο με σκαντζόχοιρους»
λέει «τώρα στα μάτια μου/ γουβιάζουν
αλμυρά όνειρα»/ -κι εννοεί δάκρυα /κι
ίσως μαζί δυο αναποδογυρισμένα άλογα
στην παραλία/ που κοκκάλωσαν σαν γυαλόξυλα
/όταν έφυγες/ (εγώ τουλάχιστον /αυτό
εννοώ).
Η φύση της ανεκπλήρωτης ανάγκης
η Ποίηση να σημαίνει και να είναι
ταυτόχρονα
, να υπάρχει δηλαδή ως
παλμός και εμπειρία καθόλα αισθητή,
είναι εκείνη που προκαλεί το αίσθημα
μιας μελαγχολικής νοσταλγίας. Και είναι
αυτό το αίσθημα που μοιάζει να ‘ναι και
ο ουρανός κάτω από τον οποίο οι στίχοι
αυτού του βιβλίου ζουν και ονειρεύονται.

Το Ελάφι είναι βιβλίο πάνω απ’ όλα
ειλικρινές. Σε αυτό ο Αγγελής τολμά τόσο
σε επίπεδο ποιητικού πειραματισμού,
όσο και σε επίπεδο ιδεών. Απογυμνωμένος
από ωραιοποιήσεις και εξωραϊσμούς,
στέκεται μονάχος απέναντι στη ίδια του
την τέχνη και εκπέμπει σινιάλα ατόφιας
και γνήσιας ποιητικής αγωνίας.

Τελειώνοντας θέλω να κλείσω με ένα
δείγμα αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ως
ακρογωνιαίος λίθος και αληθινή δύναμη
του συγκεκριμένου πονήματος του Αγγελή,
του τρόπου δηλαδή που αναδεικνύεται η
εικονοπλαστική του ικανότητα. Μια από
τις πολλές αγαπημένες εικόνες που μου
χάρισε ο Αγγελής: Κορίτσι άγουρο η
πόλη μου σήμερα/ φοβισμένη με λερό
φουστανάκι/ κάθεται στα σκαλιά της
πολυκατοικίας της/ απλώνει το χέρι στους
περαστικούς/ μαζεύει σπασμένα δόντια.