Πέντε ποιήματα από την τροχιά του Ζυγού

Η  γλώσσα των ονείρων

Ένα από τα πρώτα μου
όνειρα που θυμούμαι

σε νηπιακή ακόμα ηλικία
είναι, πως ήμουνα λέει θαλασσοπόρος.

Κάτι μεταξύ Μαγγελάνου
και κάπταιν Κουκ!

Όμως στο συγκεκριμένο
όνειρο υπήρχε πυκνή ομίχλη

και έτσι το όνειρο σε μια
γλώσσα που μόνο τα όνειρα

την κατέχουνε και την
μιλούνε, δεν μου έδωσε

να καταλάβω ποιός από
τους δύο θαλασσοπόρους ήμουνα

ή αν ήμουν κάποιος τρίτος.

Αρκετά χρόνια αργότερα
έμαθα από τα χείλη μιας άλλης κυρίας

που την λένε Ιστορία, ότι
αμφότεροι, οι δύο αυτοί τυχοδιώχτες

βρήκανε τραγικό θάνατο.

Όσο για ’μένα που
συνέχισα στον πλου του ονείρου,

σαν ξύπνησα, βρέθηκα
μπροστά σε μία έκπληξη.

Ο Υπερίων είχε ήδη
μπουκάρει από τα παράθυρα,

ενώ η Βακτριανή τροφός
μου Ελλωπία σκεκότανε

από πάνω μου, βαστώντας
έναν ασημένιο δίσκο,

όπου επάνω του άχνιζε μιά
κούπα με διπλό ελληνικό καφέ,

δύο φέτες ψωμί σικάλεως
με ταχίνι και μέλι,

καθώς και δύο αυγά από
τις αλλανιάρες πουλάδες

της γειτόνισσάς μας
Ευτυχίας.

Επί παθών ασκητεύματα

Ά-σκηση επί

χάρτου αειπάρθενου.

Ά-σκηση επί

χρησμού Οιδιπόδειου

Ά-σκηση επί

ταριχευμένου σχοινοβάτου

Ά-σκηση επί

δια ταύτα πάνδειμης
λοτοφαγίας

Ά-σκηση επί

Βουκεφάλειας αναρρήχισης
πυγμιαίων

Έτσι,

άλλο η νύχτα και άλλο το
σκότος.

Αν

α’ γνώση

Αν ήξερες τα ψάρια να τα
τρως,

τώρα δεν θάπινες το
πικρογάλα του πατρός

κι αν ήξερες πως είσαι
αιώνιο παιδί

δεν θα φοβόσουν του
θανάτου το αθέατο κλειδί.

β’ γνώση

Αν γνώριζες τους κόπους
και τους μόχθους της νυκτός,

θα τα ’πινες στο «Α» του
Κενταύρου διαρκώς

κι αν μελετούσες τον κήπο
του καλού και του κακού,

θα ’χες προσβάσεις και
δίοδους γι’ αλλού

γ’ γνώση

Αν ανακάλυπτες του νου
την μυθική την θούλη,

θα μάθαινες ότι η αίγα η
θεϊκή ήτανε κάποτε βετούλι

κι αν νυμφευόσουν του
κενού την Ορφική χορδή,

θα ’χες στα χέρια σου
χρυσάφι και σπαθί.

δ’ γνώση

Αν είχες τα γένια και τα
χτένια του ενός,

θα θέριζες βραβεία και
εύγε επιμελώς

κι αν ήξερες  τα Νικομάχεια και την δίκη του Σωκράτη

θα σου ’χε απομείνει
τουλάχιστον το ένα μάτι.

Χρονομαχία

Παρακαλείται ο αναγνώστης να διαβάσει το
παρακάτω…τραγουδιστά

Ψιθύρους να φέρει η νύχτα

όπου αγρυπνούν οι «τρελλοί»

εκεί που οι φίλοι
μετρούνε

τα χρόνια τους μες στο
κρασί.

Οι μοίρες να παίζουν το
ντέφι

η σκέψη ένα άλμπατρος
μακρυά

και ’συ ολοένα ρωτάς για
να μάθεις

τι ν’ απογείναν οι Θεοί
τελικά.

Μα ένα ένα σβήνουν τα
φώτα

και δεν μιλώ εδώ για
κεριά.

Η  πόλη μου μια έρημη αρένα

που την κοιμούνται άγιοι
και θεριά.

  

Ανταπόκριση

Εδώ είν’ όλα αλησμόνητα.

Όπως: ο Βερίγγειος των
νεκρών,

η γέφυρα των
αναστεναγμών,

οι προφητείες της
μελλοθάνατης Κασσάνδρας,

η κατάρευση του Υπαρκτού,

η μοναξιά του
τερματοφύλακα

και ο θυμός του Αχιλλέα.

Ο Βασίλειος Αθανασίου κατάγεται από Ελασσόνα και μένει στον Καναδά