Τον
είδαν ξαφνικά να διασχίζει την πλατεία. Τα παιδιά τον πήραν στο καλαμπούρι. Έλα
γέρο να καθαρίσεις τις αλάνες, έλα τρελέ
και σκόρπαγαν σαν πουλιά. Τίποτε δεν είπε ο Ελπήνορας. Μονάχα με το ραβδί του
και τ΄αργό βήμα των στρατοκόπων τράβηξε ίσια ευθεία κατά το ρέμα.
Άναβε
τα καντήλια στα παλιά εικονοστάσια ο Ελπήνορας, έκανε το σταυρό του και
προχωρούσε. Δες Αντιγόνη και εσύ Κατερίνα, Παύλο, Αριστείδη, Ορέστη. Έλεγε
τα ονόματα μ΄ευλάβεια, όπως κάνουν για τους πεσόντες στις υπέρ της πατρίδος και
των ηρώων επετείους των εθνικών χωρών.
Ορέστης,
Αχιλλέας, Δημήτριος, Γιώργης, Χριστίνα, καρδιά μου σπασμένη.
Ύστερα
τον κρύψαν πυκνά φυτά των έρημων αυλών, τον έκρυψαν χρόνια και σκιές όπως
συνηθίζεται. Κανείς δεν θα τον δει ξανά τον Ελπήνορα. Όλος από μάτια περασμένων
φίλων, όλος από κεραυνούς, νευρώνες, οράματα και προφητείες. Εδώ κανείς δεν θα
τον γυρέψει. Εδώ που ξεσπούν κάθε νύχτα κατακλυσμοί, φοβερά δράματα. Εδώ που ανασύρονται
πάντα οι μορφές της ανεξερεύνητης
Αμοργού, οι κορυφές του Ταϋγέτου, τα εξωτικά χείλη της μικρής ιθαγενούς ξανά
και ξανά, ζωγραφισμένα με πορφύρα, κόντρα στα ρεύματα, τις αντοχές και τις
θρησκείες.
Εδώ
κοιμάται ο Ελπήνορας. Τ΄όνειρό του ήταν πάντα να προσκυνήσει την Ελευσίνα,
τ΄όνειρό του η Περσεφόνη ομορφότερη από ποτέ όταν γκρεμίζει τα χώματα,
κρατώντας άνθη, σκορπώντας πεταλούδες, χτίζοντας φωλιές, από γυαλί και από
γενιά ηρωική. Πίσω της ανοίγουν βασιλικές οδοί, βαθιές λαγνείες που μονάχα η
άνοιξη μπορεί να γεννήσει.
Γεια
σου μωρέ Περσεφόνη, φωνάζει ο Ελπήνορας και απ΄τα σπίτια τον βλαστημάνε. Προσεύχηθείτε,
φωνάζει, προσευχηθείτε χριστιανοί και γελά διαλέγοντας ελεύθερα το
δρόμο του προτού χαράξει, συντροφιά με τον άγγελο.